Η παμπόνηρη και αντίχριστος αθεότης του Οικουμενισμού ενεφανίσθη τον παρελθόντα αιώνα. Ενταύθα δεν γράφομεν λεπτομερειακήν ιστορίαν αυτής της βροτολοιγούς επιδημίας. Λαμβάνονται μόνον τα αναγκαία στοιχεία πρός κατανόησιν του περί τίνος πρόκειται, τίνων είναι έργον και είς τι αποβλέπει. Πρόδρομοι του Οικουμενισμού είναι μεταξύ άλλων διάφοροι προτεσταντικαί <<χριστιανικαί οργανώσεις>> όπως ήτο η Χ.Α.Ν. (= Χριστιανική Αδελφότης Νέων), η Χ.Ε.Ν. (= Χριστιανική Ένωση Νεανίδων) κατασκευασθείσαι αμφότεροι υπό των Άγγλων, ή μέν το 1844, η δέ το 1855 κλπ. και αί οποίαι χρησιμοποιούν τάς μεθόδους αυτών. Αί οργανώσεις αυταί είναι διεθνικισταί και <<αδογμάτιστοι>>, ηθικολογικαί και πρακτικαί. Κατ' αρχάς τα μέλη των ήσαν μόνον προτεστάνται, ακολούθως εδέχοντο και παπικούς και ορθοδόξους και αλλοθρήσκους. Έξ' αυτών προήλθον πολλά απο τα μεγάλα στελέχη του Οικουμενισμού.
Μιάς των τοιούτων οργανώσεων, της <<Παγκοσμίου Χριστιανικής Φοιτητικής Ομοσπονδίας>> (Π.Χ.Φ.Ο.), η οποία ήτο συγγενής πρός τάς προηγουμένας και ωργανώθη παγκοσμίως το 1895, κύριος εμπνευστής και οργανωτής ήτο ο προτεστάντης Ιωάννης Μότ, περί ού κατωτέρω.
Ιδίως ήρχισε να διοργανίζεται επισήμως αυτή η <<Κίνησις>> και να περιπλέκη και την Ορθοδοξίαν απο του 1897, κυρίως διά της Αγγλικανικής <<εκκλησίας>> της Αγγλίας και της Επισκοπελιανής <<εκκλησίας>> της Αμερικής.
Καθ' ά άνέγραφεν τώ 1920, το επίσημον όργανον του Οικουμενικού Πατριαρχείου <<ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ>> <<Πρώτη αφορμή πρός επίσημον επικοινωνίαν των δύο Εκκλησιών (Ορθοδόξου και Προτεσταντικής) εδόθη έκ του έν Λάμπεθ συνεδρίου του συνελθόντος κατά Ιούλιον του 1897, έν τώ οποίω οι έξ απάσης της των Αγγλικανών κοινωνίας επίσκοποι, 194 τον αριθμόν, ομού συνελθόντες μιά φωνή εψήφισαν ενέργειαν αποβλέπουσαν είς την ένωσιν των Εκκλησιών...>>
<<Συνέπεια τούτου ο αρχιεπίσκοπος Κανταουρίας Φρειδερίκος διεβίβασε, κατά Φεβρουάριον του 1898, επιστολάς πρός τους Πατριάρχας της Ανατολής και τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, μετ' αντιγράφων των αποφάσεων του συνεδρίου των σχετικών πρός την ένωσιν των Εκκλησιών... Εζήτησεν ίνα η Ορθόδοξος Εκκλησία παραδεχθή το βάπτισμα των Αγγλικανών και επιτρέψη είς τους ιερείς αυτής την μετάδοσιν των θείων δώρων είς τους επιθανάτιους Αγγλικανούς, είς μέρη έν οίς δεν υπάρχουν ιδίοι αυτών ιερείς>>. Ιδού με ποιόν τρόπον οι δόλιοι προτεστάνται ενέπλεξαν είς τα δίχτυα της ασεβείας των <<ορθοδόξους>>, με αποτέλεσμα να προδώσουν βαθμηδόν την πίστιν των χάριν εκείνων...
Βάσει λοιπόν, των ανωτέρω <<αποφάσεων>>, ο <<αρχεπίσκοπος>> Κανταουρίας συνεχίζων την δράσιν του πρός την πλευράν των ορθοδόξων <<Τον Σεπτέμβριον του 1899 δι' επιστολής πρός τον Πατριάρχην Κωνσταντίνον Ε΄ εκφράζων τον διακαή πόθον των Άγγλων πρός σαφεστέραν τινά συνεννόησιν και σύναψιν στενωτέρων σχέσεων, δηλοί, ότι είναι δύσκολον να διατυπώση τις επί του χάρτου τοιούτου είδους λεπτομερείας και ότι η ευκταία επικοινωνία δέον να χωρήση αύξουσα, καθόσον δύσκολος ενδείκνυται ο καθορισμός έκ των προτέρων οιουδήτινος επί του προκειμένου προγράμματος υποδεικνύει δε ώς μέσα, όπως η επικοινωνία των δύο Εκκλησιών καταστή ασφαλεστέρα, την παύσιν του προσηλυτισμού, την επίσκεψιν των Ορθοδόξων κληρικών του Λονδίνου, του αρχιεπισκόπου Κανταουρίας και του αγγλικανού ιερέως είς Κωνσταντινούπολιν είς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κατά τάς μεγάλας εορτάς και άλλας επισήμους ημέρας και την αναγγελίαν ύφ΄ εκατέρας των Εκκλησιών τη ετέρα των έν αυτή λαμβανουσών χώραν σπουδαίων μεταβολών... Επί τη βάσει των αμφοτέρωθεν αποδεκτών γενομένων σημείων τούτων, κατά Δεκέμβριον του έτους 1900>>, ήρχισε και εσυνεχίσθη σχετική αλληλογραφία. Μετά ταύτα επηκολούθησαν διάφορα άλλα γεγονότα, φιλικάς εμφαίνοντα σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών...>>
Των τοιούτων <<φιλικών σχέσεων>> αποτέλεσμα είναι τα τοιαύτα
<<Ο Επίσκοπος Γιβραλτάρ αναγγέλων ότι φθάνει είς Κωνσταντινούπολιν, τή 2 Σεπτεμβρίου 1906, αναφέρει ότι προτίθεται να λειτουργήση και να χειροτονήση είς διάκονον νέον τινά, δηλοί δέ ότι δεν επιθυμεί να προβή είς την χειροτονίαν ταύτην άνευ της συναινέσεως και ευαρεσκείας του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, είς του οποίου την δικαιοδοσίαν υπάγεται ο ενταύθα ναός των Αγγλικανών, εφ΄ ώ και ζητεί την συναίνεσίν του. Είς άλλην περίπωσιν, ο <<Επίσκοπος>> Γιβραλτάρ Γουλιέλμος, ομιλών περί τινος <<συνόδου>> των Αγγλικανών τώ 1908, λέγει σύν άλλοις
<<Η Σύνοδος αύτη μεταξύ πολλών άλλων ησχολήθη και διά το ζήτημα της ενώσεως της Αγγλικανικής μετά της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ειδικώς δέ ετόνισε την απόφασιν της ειρημένης συνόδου, καθ΄ ήν Αγγλικανικαί Εκκλησίαι δύνανται να βαπτίζωσιν ορθοδόξων τέκνα προσαγόμενα είς Αγγλικανούς ιερείς έν τόποις, όπου ελλείπουσιν Ορθόδοξοι τοιούτοι, υπό τον όρον όμως όπως μή επαναλαμβάνηται το βάπτισμα τούτο υπό Ορθοδόξων κληρικών...>>
Ιδού ποιού είδους <<ένωσιν>> μηχανεύονται οι παμπόνηροι προτεστάνται, τι επεδίωκον και επιδιώκουν και που ωθούν τους <<ορθοδόξους>>. Να συμφύρουν και να εξισώσουν την Ορθοδοξίαν με τάς δυσωνύμους αιρέσεις, διά να βεβηλωθή και εξαφανισθή είς αυτό το <<μείγμα>>. Η τέλεσις και αποδοχή των Μυστηρίων είναι επακόλουθον της έν Ορθοδοξία ενώσεως και όχι προηγούμενον...
Σημαντικόν σταθμόν είς την σατανικήν πορείαν του Οικουμενισμού αποτελεί το έτος 1910. Κατά το έτος τούτο οι προτεστάνται των οποίων είναι εφεύρημα και έργον και όργανον ο Οικουμενισμός, συνεκάλεσαν είς Αγγλίαν και Ελβετίαν διάφορα συνέδρια, με ονόματα κατ' επίφασιν μέν χριστιανικά, διά σκοπούς δε πολιτικούς και κοσμικούς.
Μεγαλύτερον και επισημότερον των συνεδρίων τούτων ήτο το <<Διεθνές Ιεραποστολικόν Συνέδριον>>, γενόμενον είς Εδιμβούργον το 1910, του οποίου οι σκοποί ήσαν ιδιοτελείς, αποικιοκρατικοί και εγένετο πρός συντονισμόν της δράσεως μεταξύ των ξένων λαών. Κατά τους οικουμενιστάς, <<ώς έν των κυριωτέρων αιτίων, τα οποία παρήγαγον την Οικουμενικήν Κίνησιν, εκλαμβάνεται η ιεραποστολή>>. Το συνέδριον τούτο του 1910 οι οικουμενισταί <<αποδέχονται ως ιστορικήν αρχήν της Οικουμενικής κινήσεως>>. Πρόεδρος τούτου ήτο ο προαναφερθείς Ιωάννης Μόττ, όστις υπήρξεν ο εισηγητής των όρων <<Οικουμενισμός>> και <<οικουμενικός>> πρός ονομασίαν της νέας αιρέσεως της Οικουμενιστικής Κινήσεως.
Καρπός των συνεδρίων τούτων υπήρξεν ο λεγόμενος <<Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας διά των Εκκλησιών>>(1914). Δηλαδή αί <<Εκκλησίαι>> καθίσταντο ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ είς την διάθεσιν των εμπορευομένων και την πίστιν διά σκοπούς συμφεροντολογικούς και καταχθονίους. Απο τα επιτεύγματα του περιβόητου αυτού <<Παγκοσμίου Συνδέσμου>> ήσαν
<<Η συνεργασία Ορθοδόξων και προτεσταντών επί του κοινωνικού και ηθικού πεδίου, η εμφάνισης της Κινήσεως Ζωή και Εργασία, η εφαρμογή μεθόδων και τρόπων εργασίας οικουμενικής φύσεως χρησιμοποιηθέντων υπό των άλλων μορφών της Οικουμενικής Κινήσεως, και ιδίως ο χαρακτήρ προδρόμου κινήσεως, τον οποίον έσχεν ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος έν αναφορά πρός την καθόλου Οικουμενικήν Κίνησιν>>.
Κατά τα κείμενα των οικουμενιστών, <<Η συνδιάσκεψις περί Ζωής και Έργου, χωρίς να εισέλθη είς ζητήματα πίστεως και τάξεως, σκοπεύει να ενώση τάς διαφόρους Εκκλησίας έν κοινώ ωφελίμω έργω...Επιδιώκεται δηλαδή κακόδοξος και αντίθεος <<ένωση Εκκλησιών>< άνευ ομοφροσύνης πίστεως. <<Η Κίνησις Ζωής και Εργασίας σκοπόν είχε την συνεργασίαν των Χριστιανικών Εκκλησιών... Απώτερον σκοπόν είχε την διά της συνεργασίας ταύτης προετοιμασίαν του καταλλήλου εδάφους διά τάς επαφάς των Εκκλησιών επί του δογματικού επίπεδου και την μελλοντικήν ένωσιν αυτών. Συστηματικώς απεφεύγετο η συζήτησις δογματικής φύσεως ζητημάτων>> Ιδού η καταχθονιότης των καπηλευόμενων και τα θεία. Πρόκειται περί <<εκκλησιών>> και όμως <<αποφεύγεται>> η βάσις της υπάρξεως των, το δόγμα.
Κύριος παράγων και μοχλός διά την γένεσιν και την περαιτέρω οργάνωσιν της κινήσεως ταύτης υπήρξεν ο Αρχιεπίσκοπος Ουψάλης της Σουηδίας Νάθαν Σόδερμπλομ. Ο <<αρχιεπίσκοπος>> αυτός, <<είς όν οφείλεται και το σχέδιον συγκλήσεως οικουμενικής των Εκκλησιών έν Ουψάλη συνδιασκέψεως>>, είς άρθρον υπό τον τίτλον <<Διεθνής φιλία δι΄ ευαγγελικής καθολικότητος>>, γράφει
Ο σύνδεσμος των λαών πρέπει να αποβή θρησκεία. Ανεξαρτήτως ομολογίας ο χριστιανισμός οφείλει να ενωθή έν κοινότητι προσευχών, διδασκαλίας, κηρύγματος, τάσεων, ίνα ενισχύση την συναδέλφωσιν και συνενώση τους λαούς. Ίνα εκτελέσωσι το καθήκον τούτο, την ένωσιν των λαών, πρέπει να ενωθώσι τα διάφορα τμήματα της Εκκλησίας. Και η ένωσις αύτη δέον να εκδηλωθή έν οργανισμώ, όστις να αποτελή κοινόν φερέφωνον του χριστιανισμού...
<<Προκαταρκτικόν συνέδριον>> της <<Κινήσεως Ζωή και Εργασία>> συνήχθη είς την Γενεύην το 1920. Κατά τον αυτόν χρόνον (Αύγουστος 1920) συνήλθεν επίσης είς την Γενεύην η <<Προκαταρκτική συνέλευσις>> της άλλης σατανεφευρέτου <<Κινήσεως Πίστις και Τάξις>>.
<<Η Κίνησις αύτη, ώς και η Κίνησις Ζωή και Εργασία, είχε χαρακτήρα εκκλησιαστικόν. Διέφερεν όμως εκείνης, διότι ενδιεφέρετο διά ζητήματα δογματικά, σκοπόν έχουσα την ανεύρεσιν των κοινών σημείων και των διαφορών μεταξύ των Εκκλησιών και την προετοιμασίαν του καταλλήλου εδάφους διά την μελλοντικήν ένωσιν αυτών έν τή πίστει>>.
Αί δύο αυταί <<Κινήσεις>>, δρώσαι κεχωρισμένως φαινομενικώς, ενώ πολλά πρόσωπα μετείχον και της μιάς και της άλλης, συνεκρότησαν ανά δύο <<Παγκόσμια Συνέδρια>> η μέν είς την Στοκχόλμην το 1925 και είς Οξφόρδην το 1937, ή δέ είς την Λωζάννην το 1927 και Εδιμβούργον το 1937. Το 1937 απεφάσισαν την συνένωσιν αυτών των δύο <<Κινήσεων>> και ούτω προσήλθεν έξ αυτών το 1948, το πρωτοφανές είς την ιστορίαν και πρωτάκουστον είς ονομασίαν και σύνθεσιν αντίχριστον <<Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών>>.
Τα μεγάλα κακά, όσα επήλθον και είς την Εκκλησίαν και είς το Έθνος απο τότε, ότε ήρχισεν η προδοσία, διαδέχονται το έν το άλλον. Όμως <<Ορθόδοξοι>> δεν εσυνετίσθησαν και εισδύουν συνεχώς βαθύτερον είς τα <<γρανάζια>> και τον άδην του αθέου Οικουμενισμού, ετοιμάζοντες βαρείαν την επέλευσιν της θείας τιμωρίαςμ η οποία όμως δεν θα επιπέση μόνον επί των κεφαλών των αλλά και έφ΄ όλου του λαού, όστις όφειλε να μη αδιαφορή διά την πίστιν των Πατέρων του.
Ιδίως ήρχισε να διοργανίζεται επισήμως αυτή η <<Κίνησις>> και να περιπλέκη και την Ορθοδοξίαν απο του 1897, κυρίως διά της Αγγλικανικής <<εκκλησίας>> της Αγγλίας και της Επισκοπελιανής <<εκκλησίας>> της Αμερικής.
Καθ' ά άνέγραφεν τώ 1920, το επίσημον όργανον του Οικουμενικού Πατριαρχείου <<ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ>> <<Πρώτη αφορμή πρός επίσημον επικοινωνίαν των δύο Εκκλησιών (Ορθοδόξου και Προτεσταντικής) εδόθη έκ του έν Λάμπεθ συνεδρίου του συνελθόντος κατά Ιούλιον του 1897, έν τώ οποίω οι έξ απάσης της των Αγγλικανών κοινωνίας επίσκοποι, 194 τον αριθμόν, ομού συνελθόντες μιά φωνή εψήφισαν ενέργειαν αποβλέπουσαν είς την ένωσιν των Εκκλησιών...>>
<<Συνέπεια τούτου ο αρχιεπίσκοπος Κανταουρίας Φρειδερίκος διεβίβασε, κατά Φεβρουάριον του 1898, επιστολάς πρός τους Πατριάρχας της Ανατολής και τον Αρχιεπίσκοπον Κύπρου, μετ' αντιγράφων των αποφάσεων του συνεδρίου των σχετικών πρός την ένωσιν των Εκκλησιών... Εζήτησεν ίνα η Ορθόδοξος Εκκλησία παραδεχθή το βάπτισμα των Αγγλικανών και επιτρέψη είς τους ιερείς αυτής την μετάδοσιν των θείων δώρων είς τους επιθανάτιους Αγγλικανούς, είς μέρη έν οίς δεν υπάρχουν ιδίοι αυτών ιερείς>>. Ιδού με ποιόν τρόπον οι δόλιοι προτεστάνται ενέπλεξαν είς τα δίχτυα της ασεβείας των <<ορθοδόξους>>, με αποτέλεσμα να προδώσουν βαθμηδόν την πίστιν των χάριν εκείνων...
Βάσει λοιπόν, των ανωτέρω <<αποφάσεων>>, ο <<αρχεπίσκοπος>> Κανταουρίας συνεχίζων την δράσιν του πρός την πλευράν των ορθοδόξων <<Τον Σεπτέμβριον του 1899 δι' επιστολής πρός τον Πατριάρχην Κωνσταντίνον Ε΄ εκφράζων τον διακαή πόθον των Άγγλων πρός σαφεστέραν τινά συνεννόησιν και σύναψιν στενωτέρων σχέσεων, δηλοί, ότι είναι δύσκολον να διατυπώση τις επί του χάρτου τοιούτου είδους λεπτομερείας και ότι η ευκταία επικοινωνία δέον να χωρήση αύξουσα, καθόσον δύσκολος ενδείκνυται ο καθορισμός έκ των προτέρων οιουδήτινος επί του προκειμένου προγράμματος υποδεικνύει δε ώς μέσα, όπως η επικοινωνία των δύο Εκκλησιών καταστή ασφαλεστέρα, την παύσιν του προσηλυτισμού, την επίσκεψιν των Ορθοδόξων κληρικών του Λονδίνου, του αρχιεπισκόπου Κανταουρίας και του αγγλικανού ιερέως είς Κωνσταντινούπολιν είς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον κατά τάς μεγάλας εορτάς και άλλας επισήμους ημέρας και την αναγγελίαν ύφ΄ εκατέρας των Εκκλησιών τη ετέρα των έν αυτή λαμβανουσών χώραν σπουδαίων μεταβολών... Επί τη βάσει των αμφοτέρωθεν αποδεκτών γενομένων σημείων τούτων, κατά Δεκέμβριον του έτους 1900>>, ήρχισε και εσυνεχίσθη σχετική αλληλογραφία. Μετά ταύτα επηκολούθησαν διάφορα άλλα γεγονότα, φιλικάς εμφαίνοντα σχέσεις μεταξύ των δύο Εκκλησιών...>>
Των τοιούτων <<φιλικών σχέσεων>> αποτέλεσμα είναι τα τοιαύτα
<<Ο Επίσκοπος Γιβραλτάρ αναγγέλων ότι φθάνει είς Κωνσταντινούπολιν, τή 2 Σεπτεμβρίου 1906, αναφέρει ότι προτίθεται να λειτουργήση και να χειροτονήση είς διάκονον νέον τινά, δηλοί δέ ότι δεν επιθυμεί να προβή είς την χειροτονίαν ταύτην άνευ της συναινέσεως και ευαρεσκείας του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, είς του οποίου την δικαιοδοσίαν υπάγεται ο ενταύθα ναός των Αγγλικανών, εφ΄ ώ και ζητεί την συναίνεσίν του. Είς άλλην περίπωσιν, ο <<Επίσκοπος>> Γιβραλτάρ Γουλιέλμος, ομιλών περί τινος <<συνόδου>> των Αγγλικανών τώ 1908, λέγει σύν άλλοις
<<Η Σύνοδος αύτη μεταξύ πολλών άλλων ησχολήθη και διά το ζήτημα της ενώσεως της Αγγλικανικής μετά της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Ειδικώς δέ ετόνισε την απόφασιν της ειρημένης συνόδου, καθ΄ ήν Αγγλικανικαί Εκκλησίαι δύνανται να βαπτίζωσιν ορθοδόξων τέκνα προσαγόμενα είς Αγγλικανούς ιερείς έν τόποις, όπου ελλείπουσιν Ορθόδοξοι τοιούτοι, υπό τον όρον όμως όπως μή επαναλαμβάνηται το βάπτισμα τούτο υπό Ορθοδόξων κληρικών...>>
Ιδού ποιού είδους <<ένωσιν>> μηχανεύονται οι παμπόνηροι προτεστάνται, τι επεδίωκον και επιδιώκουν και που ωθούν τους <<ορθοδόξους>>. Να συμφύρουν και να εξισώσουν την Ορθοδοξίαν με τάς δυσωνύμους αιρέσεις, διά να βεβηλωθή και εξαφανισθή είς αυτό το <<μείγμα>>. Η τέλεσις και αποδοχή των Μυστηρίων είναι επακόλουθον της έν Ορθοδοξία ενώσεως και όχι προηγούμενον...
Σημαντικόν σταθμόν είς την σατανικήν πορείαν του Οικουμενισμού αποτελεί το έτος 1910. Κατά το έτος τούτο οι προτεστάνται των οποίων είναι εφεύρημα και έργον και όργανον ο Οικουμενισμός, συνεκάλεσαν είς Αγγλίαν και Ελβετίαν διάφορα συνέδρια, με ονόματα κατ' επίφασιν μέν χριστιανικά, διά σκοπούς δε πολιτικούς και κοσμικούς.
Μεγαλύτερον και επισημότερον των συνεδρίων τούτων ήτο το <<Διεθνές Ιεραποστολικόν Συνέδριον>>, γενόμενον είς Εδιμβούργον το 1910, του οποίου οι σκοποί ήσαν ιδιοτελείς, αποικιοκρατικοί και εγένετο πρός συντονισμόν της δράσεως μεταξύ των ξένων λαών. Κατά τους οικουμενιστάς, <<ώς έν των κυριωτέρων αιτίων, τα οποία παρήγαγον την Οικουμενικήν Κίνησιν, εκλαμβάνεται η ιεραποστολή>>. Το συνέδριον τούτο του 1910 οι οικουμενισταί <<αποδέχονται ως ιστορικήν αρχήν της Οικουμενικής κινήσεως>>. Πρόεδρος τούτου ήτο ο προαναφερθείς Ιωάννης Μόττ, όστις υπήρξεν ο εισηγητής των όρων <<Οικουμενισμός>> και <<οικουμενικός>> πρός ονομασίαν της νέας αιρέσεως της Οικουμενιστικής Κινήσεως.
Καρπός των συνεδρίων τούτων υπήρξεν ο λεγόμενος <<Παγκόσμιος Σύνδεσμος Διεθνούς Φιλίας διά των Εκκλησιών>>(1914). Δηλαδή αί <<Εκκλησίαι>> καθίσταντο ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΕΣ είς την διάθεσιν των εμπορευομένων και την πίστιν διά σκοπούς συμφεροντολογικούς και καταχθονίους. Απο τα επιτεύγματα του περιβόητου αυτού <<Παγκοσμίου Συνδέσμου>> ήσαν
<<Η συνεργασία Ορθοδόξων και προτεσταντών επί του κοινωνικού και ηθικού πεδίου, η εμφάνισης της Κινήσεως Ζωή και Εργασία, η εφαρμογή μεθόδων και τρόπων εργασίας οικουμενικής φύσεως χρησιμοποιηθέντων υπό των άλλων μορφών της Οικουμενικής Κινήσεως, και ιδίως ο χαρακτήρ προδρόμου κινήσεως, τον οποίον έσχεν ο Παγκόσμιος Σύνδεσμος έν αναφορά πρός την καθόλου Οικουμενικήν Κίνησιν>>.
Κατά τα κείμενα των οικουμενιστών, <<Η συνδιάσκεψις περί Ζωής και Έργου, χωρίς να εισέλθη είς ζητήματα πίστεως και τάξεως, σκοπεύει να ενώση τάς διαφόρους Εκκλησίας έν κοινώ ωφελίμω έργω...Επιδιώκεται δηλαδή κακόδοξος και αντίθεος <<ένωση Εκκλησιών>< άνευ ομοφροσύνης πίστεως. <<Η Κίνησις Ζωής και Εργασίας σκοπόν είχε την συνεργασίαν των Χριστιανικών Εκκλησιών... Απώτερον σκοπόν είχε την διά της συνεργασίας ταύτης προετοιμασίαν του καταλλήλου εδάφους διά τάς επαφάς των Εκκλησιών επί του δογματικού επίπεδου και την μελλοντικήν ένωσιν αυτών. Συστηματικώς απεφεύγετο η συζήτησις δογματικής φύσεως ζητημάτων>> Ιδού η καταχθονιότης των καπηλευόμενων και τα θεία. Πρόκειται περί <<εκκλησιών>> και όμως <<αποφεύγεται>> η βάσις της υπάρξεως των, το δόγμα.
Κύριος παράγων και μοχλός διά την γένεσιν και την περαιτέρω οργάνωσιν της κινήσεως ταύτης υπήρξεν ο Αρχιεπίσκοπος Ουψάλης της Σουηδίας Νάθαν Σόδερμπλομ. Ο <<αρχιεπίσκοπος>> αυτός, <<είς όν οφείλεται και το σχέδιον συγκλήσεως οικουμενικής των Εκκλησιών έν Ουψάλη συνδιασκέψεως>>, είς άρθρον υπό τον τίτλον <<Διεθνής φιλία δι΄ ευαγγελικής καθολικότητος>>, γράφει
Ο σύνδεσμος των λαών πρέπει να αποβή θρησκεία. Ανεξαρτήτως ομολογίας ο χριστιανισμός οφείλει να ενωθή έν κοινότητι προσευχών, διδασκαλίας, κηρύγματος, τάσεων, ίνα ενισχύση την συναδέλφωσιν και συνενώση τους λαούς. Ίνα εκτελέσωσι το καθήκον τούτο, την ένωσιν των λαών, πρέπει να ενωθώσι τα διάφορα τμήματα της Εκκλησίας. Και η ένωσις αύτη δέον να εκδηλωθή έν οργανισμώ, όστις να αποτελή κοινόν φερέφωνον του χριστιανισμού...
<<Προκαταρκτικόν συνέδριον>> της <<Κινήσεως Ζωή και Εργασία>> συνήχθη είς την Γενεύην το 1920. Κατά τον αυτόν χρόνον (Αύγουστος 1920) συνήλθεν επίσης είς την Γενεύην η <<Προκαταρκτική συνέλευσις>> της άλλης σατανεφευρέτου <<Κινήσεως Πίστις και Τάξις>>.
<<Η Κίνησις αύτη, ώς και η Κίνησις Ζωή και Εργασία, είχε χαρακτήρα εκκλησιαστικόν. Διέφερεν όμως εκείνης, διότι ενδιεφέρετο διά ζητήματα δογματικά, σκοπόν έχουσα την ανεύρεσιν των κοινών σημείων και των διαφορών μεταξύ των Εκκλησιών και την προετοιμασίαν του καταλλήλου εδάφους διά την μελλοντικήν ένωσιν αυτών έν τή πίστει>>.
Αί δύο αυταί <<Κινήσεις>>, δρώσαι κεχωρισμένως φαινομενικώς, ενώ πολλά πρόσωπα μετείχον και της μιάς και της άλλης, συνεκρότησαν ανά δύο <<Παγκόσμια Συνέδρια>> η μέν είς την Στοκχόλμην το 1925 και είς Οξφόρδην το 1937, ή δέ είς την Λωζάννην το 1927 και Εδιμβούργον το 1937. Το 1937 απεφάσισαν την συνένωσιν αυτών των δύο <<Κινήσεων>> και ούτω προσήλθεν έξ αυτών το 1948, το πρωτοφανές είς την ιστορίαν και πρωτάκουστον είς ονομασίαν και σύνθεσιν αντίχριστον <<Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών>>.
Τα μεγάλα κακά, όσα επήλθον και είς την Εκκλησίαν και είς το Έθνος απο τότε, ότε ήρχισεν η προδοσία, διαδέχονται το έν το άλλον. Όμως <<Ορθόδοξοι>> δεν εσυνετίσθησαν και εισδύουν συνεχώς βαθύτερον είς τα <<γρανάζια>> και τον άδην του αθέου Οικουμενισμού, ετοιμάζοντες βαρείαν την επέλευσιν της θείας τιμωρίαςμ η οποία όμως δεν θα επιπέση μόνον επί των κεφαλών των αλλά και έφ΄ όλου του λαού, όστις όφειλε να μη αδιαφορή διά την πίστιν των Πατέρων του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου