1. Το Filioque η βασική διαφορά
Μία από τις βασικές διαφορές μεταξύ των Ορθοδόξων και των Φραγκολατίνων είναι η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος, το λεγόμενο Filioque. Οι Φραγκολατίνοι προσέθεσαν στο Σύμβολο της Πίστεως την φράση αυτή, ότι δηλαδή το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιόν (Filioque), αλλοιώνοντας έτσι τον λόγο του Χριστού και την διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, όπως εκφράσθηκε και Συνοδικά με την Β' Οικουμενική Σύνοδο, αλλά και με άλλες Συνόδους. Στο σημείο αυτό επικεντρώθηκε η αντιαιρετική πολεμική πολλών Πατέρων, κυρίως εδώ να θυμίσω τους τρεις μεγάλους Φωστήρας, ήτοι τον Μέγα Φώτιο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, και τον άγιο Μάρκο Εφέσου, τον Ευγενικό.
Πολύ νωρίς άρχισε στον δυτικό χώρο της ενωμένης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να αναπτύσσεται η διδασκαλία ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, καταργώντας έτσι τις ενδοτριαδικές σχέσεις μεταξύ των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Με την πάροδο όμως του χρόνου αυτό το θέμα απέβη το κεντρικό σημείο της διαφοροποιήσεως της Δυτικής “Εκκλησίας” από την Ανατολική Εκκλησία. Θα ήθελα να σημειώσω μερικά χαρακτηριστικά σημεία στα οποία φαίνεται η εμμονή του Παπισμού στην αιρετική αυτή διδασκαλία.
Όταν την 15 Ιουλίου του 1054 ο Καρδινάλιος Ουμβέρτος, απεσταλμένος του Πάπα έθεσε στην αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας, τον λίβελλο δια του οποίου αναθεματίζονταν ο Πατριάρχης και όλοι οι Ορθόδοξοι ως αιρετικοί, η βασική κατηγορία ήταν ότι ο Πατριάρχης και οι Ορθόδοξοι διέσπειραν πολλά ζιζάνια και “ως Πνευματομάχοι ή Θεομάχοι απέκοψαν από του Συμβόλου του αγίου Πνεύματος την εκπόρευσιν εκ του Υιού”. Δηλαδή μας κατηγορούσαν ότι εμείς απεκόψαμεν την φράση αυτή από το Σύμβολο που θέσπισε η Β' Οικουμενική Σύνοδος!!
Μερικοί ισχυρίζονται ότι ήρθησαν αυτά τα αναθέματα και επομένως δεν υπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως και υπάρχει πρόβλημα, γιατί με μια απλή πράξη ήρθησαν τα αναθέματα, αλλά δεν ήρθη η αίρεση του Filioque, η οποία μάλιστα ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο.
Ο μεγαλύτερος θεολόγος των παπικών, ο Θωμάς Ακινάτης, τον οποίον ονομάζουν “Doctor angelicus” (διδάσκαλο αγγελικό) υποστηρίζει αυτήν την αίρεση. Σε ένα σημείο της διδασκαλίας του γράφει: “Το άρα είναι αρχήν του αγίου Πνεύματος κοινόν εστι Πατρί και Υιώ”. Και σε άλλο σημείο γράφει: “Ο Πατήρ και ο Υιός μία εστιν αρχή του αγίου Πνεύματος”. Και προχωρεί: “Και εάν ελέγετο ότι το άγιον Πνεύμα εκπορεύεται εκ μόνου του Πατρός, ο Υιός δεν θα απεκλείετο αυτής της εκπορεύσεως”.
Όλες οι προσπάθειες για την ένωση των “Εκκλησιών” μετά το σχίσμα του 1054 είχαν σαν κέντρο την αίρεση του Filioque, με την διαφορά ότι οι Ορθόδοξοι πρότειναν την αποβολή της προσθήκης και της διδασκαλίας από το Σύμβολο της Πίστεως, ενώ οι Λατίνοι υπεραμύνονταν της διδασκαλίας αυτής και μάλιστα ισχυρίζονταν ότι οι Ορθόδοξοι αφήρεσαν από το Σύμβολο της Πίστεως την φράση αυτή. Ενδεικτικώς αναφέρω ότι στην Σύνοδο της Λυώνος το 1274 και στην Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438-39 το Filioque ήταν το κέντρο των συζητήσεων και βεβαίως ύστερα από πιέσεις και εκβιασμούς επιβλήθηκε στους Ορθοδόξους με επαινετές εξαιρέσεις, όπως του αγίου Μάρκου του Ευγενικού. Αλλά και όλες οι προσπάθειες των Ορθοδόξων για να επανέλθουν οι Λατίνοι στην Ορθόδοξη Πίστη προσέκρουαν στην δογματική τους διδασκαλία περί του Filioque.
Το σχίσμα λοιπόν, μεταξύ των δύο Εκκλησιών έγινε από την αίρεση του Filioque, γι’ αυτό και ο Γεννάδιος Σχολάριος είπε: “τό σχίσμα γέγονεν μάλιστα δια την εν τω Συμβόλω πρόσθεσιν και ότι καλώς απεστράφημεν τους Λατίνους δια την πρόσθεσιν αποστροφής ούσαν αξίαν”. Και οι Πατέρες της Εκκλησίας ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατη η επαναφορά του Παπισμού στην Ορθόδοξη Εκκλησία από την οποία διεσπάσθησαν αν δεν αποσυρθή η αίρεση του Filioque.
2. Η θεολογική αντίκρουση του Filioque
Θα δούμε μερικές βασικές θέσεις της αιρέσεως του Filioque, για να φανή η μεγάλη σημασία του θέματος αυτού.
α) Κατά την Γ' Οικουμενική Σύνοδο δεν πρέπει να προσθέτουμε ή να αφαιρούμε ούτε μία λέξη από το εν χρήσει Σύμβολο της Πίστεως. Και βέβαια εννοείται το Σύμβολο Νικαίας - Κωνσταντινουπόλεως, γιατί κάθε Σύνοδος αναγνώρισε τις αποφάσεις της προηγουμένης.
β) Το θέμα της Αγίας Τριάδος είναι μυστήριο που δεν μπορεί να κατανοήση η ανθρώπινη λογική. Μόνο το δόγμα περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος μπορούμε να κατανοήσουμε, όχι όμως και το μυστήριο. Αυτό σημαίνει ότι παραμένουμε στους αποκαλυπτικούς λόγους του Χριστού, χωρίς να τους επεξεργαζόμαστε λογικά.
γ) Ο Χριστός μας απεκάλυψε την σχέση των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Οι Απόστολοι απέκτησαν προσωπική γνώση την ημέρα της Πεντηκοστής. Έτσι, το μυστήριο της Αγίας Τριάδος είναι θέμα αποκαλύψεως του Ιδίου του Θεού και όχι ανακαλύψεως του ανθρώπου. Αυτή η αποκάλυψη δόθηκε “άπαξ” την ημέρα της Πεντηκοστής (επιστολή Ιούδα στίχ. 3). Οι άγιοι δια μέσου των αιώνων μετέχουν σε αυτήν την αποκάλυψη που δέχθηκαν οι Απόστολοι την Πεντηκοστή. Λέγεται αυτό γιατί οι Λατίνοι ανέπτυξαν την περίεργη θεωρία ότι δια μέσου των αιώνων κατανοούμε καλύτερα και εμβαθύνουμε στην Αποκάλυψη. Αυτό συνδέεται με τον σχολαστικισμό. Στην Ορθοδοξία λέμε ότι το δόγμα του μυστηρίου της Αγίας Τριάδος το βιώνουν όσοι φθάνουν στην Αποκάλυψη και το εκφράζουν ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε εποχής.
δ) Ο Χριστός απεκάλυψε ότι ο Λόγος του Θεού γεννάται και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Έτσι, ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός είναι γεννητός και το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό. Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν κοινή ουσία ή φύση και ακοινώνητα προσωπικά ιδιώματα, που είναι το αγέννητο, το γεννητό και το εκπορευτό. Η σύγχυση μεταξύ των ιδιωμάτων ανατρέπει τις σχέσεις των Προσώπων της Αγίας Τριάδος. Αν το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και τον Υιό, τότε μπορούν να συμβούν δύο πράγματα. Το ένα να γεννάται και ο Υιός από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα, γιατί διαφορετικά το Άγιο Πνεύμα αφού θα υπήρχε δυάδα (Πατήρ - Υιός) θα ήταν κατώτερο. Το άλλο, αν δε συμβαίνη το προηγούμενο, για να είναι και το Άγιο Πνεύμα ισότιμο με τα άλλα πρόσωπα, πρέπει και από αυτό να προέρχεται κάτι, οπότε διαλύεται ο Τριαδικός Θεός, αφού εισάγεται και τέταρτο πρόσωπο.
ε) Παραμένοντας στον λόγο του Χριστού λέμε ότι ο Λόγος γεννάται από τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα (Ιω. ιε', 26). Όμως, δεν μπορούμε να καταλάβουμε το πώς γίνεται αυτό και το γιατί γίνεται έτσι. Το θέμα αυτό το αντιμετωπίζουμε αποφατικά. Είναι απαραίτητη η λεγομένη αποφατική θεολογία. Για τον Θεό γνωρίζουμε “ότι εστί”, δηλαδή ότι υπάρχει, αλλά αγνοούμε τόσο το “τί εστίν” η ουσία, όσο και το “πώς εστίν” τα πρόσωπα. Τα υποστατικά ιδιώματα, αγέννητο του Πατρός, γεννητό του Υιού, εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος, είναι ο τρόπος υπάρξεως, δηλαδή είναι ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουν τα Πρόσωπα.
Έτσι, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα και πέμπεται δια του Υιού. Στην ελληνική γλώσσα άλλο είναι η εκπόρευση και άλλο η πέμψη. Η πέμψη δεν είναι υποστατικό ιδίωμα, δεν είναι τρόπος υπάρξεως, αλλά αποστολή. Η εκπόρευση είναι υποστατικό ιδίωμα, ο τρόπος υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος, ενώ η πέμψη είναι η αποστολή και φανέρωση στον κόσμο, που γίνεται δια του Υιού, όπως και ο Υιός ενανθρωπίζει δια του Αγίου Πνεύματος. Όπως η δια του Αγίου Πνεύματος ενανθρώπηση του Λόγου δεν ταυτίζεται με την αΐδια γέννηση του Λόγου από τον Πατέρα, έτσι και η πέμψη του Αγίου Πνεύματος, δια του Χριστού, δεν ταυτίζεται με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα.
στ) Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο άγιος Μάρκος Ευγενικός δέχονται αποστολή και πέμψη του Αγίου Πνεύματος δια και εκ του Υιού, όπως γίνεται και σε μερικά παλαιά πατερικά κείμενα, αλλά με την έννοια της εν χρόνω κατ’ ενέργειαν φανερώσεως του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο. Δηλαδή, άλλο είναι η προαιωνία κατ’ ουσίαν εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, που γίνεται μόνο από τον Πατέρα, και άλλο είναι η κατ’ ενέργειαν εν χρόνω φανέρωση του Αγίου Πνεύματος, που γίνεται εκ του Πατρός δια του Υιού, ή ακόμη εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Αυτή την λεπτή διαφορά, που είναι ουσιαστική δεν έχουν καταλάβει οι Λατίνοι και παρερμηνεύουν τα σχετικά κείμενα.
ζ) Η βασικότερη διαφορά μεταξύ Ορθοδοξίας και Παπισμού βρίσκεται στο θέμα της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Οι Ορθόδοξοι πιστεύουμε ότι αφού η ουσία του Θεού είναι άκτιστη και η ενέργειά της είναι άκτιστη. Δεν υπάρχει ουσία χωρίς ενέργεια. Εάν η ουσία είναι άκτιστη, άκτιστη είναι και η ενέργειά της, και εάν η ουσία είναι κτιστή, κτιστή είναι και η ενέργειά της. Ο Θωμάς ο Ακινάτης και οι σύγχρονοι Παπικοί θεολόγοι πιστεύουν στην actus purus. Δέχονται, δηλαδή, ότι η άκτιστη ουσία ταυτίζεται απολύτως με την καθαρά ενέργεια του Θεού και ο άνθρωπος δεν έρχεται σε σχέση και κοινωνία με την actus purus, αλλά με κτιστή ενέργεια του Θεού. Έτσι, εισάγουν στον Θεό κτιστές ενέργειες, πράγμα το οποίο καθιστά αδύνατη την σωτηρία του ανθρώπου, αφού αυτή δεν μπορεί να επιτευχθή με κτιστές ενέργειες.
Αν προσέξη κανείς επισταμένως, θα διαπιστώση ότι η συζήτηση για την εκπόρευση και πέμψη του Αγίου Πνεύματος έχει σχέση με το θέμα περί της ουσίας και ενεργείας στον Θεό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο διάλογος μεταξύ του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του σχολαστικού Βαρλαάμ άρχισε από το filioque και αμέσως έφθασε στο θέμα, εάν η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη ή κτιστή.
η) Η ιστορία της εισαγωγής του filioque είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Μελέτες που έχουν γίνει από τον Καθηγητή π. Ιωάννη Ρωμανίδη έφεραν στο φως ιστορικά γεγονότα ότι το filioque χρησιμοποιήθηκε από τους Φράγκους εναντίον των Ρωμαίων, τόσο του Δυτικού όσο και του Ανατολικού τμήματος της ενιαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Οι Ρωμαίοι Ορθόδοξοι Πάπες αντιδρούσαν ηρωϊκά εναντίον της εισαγωγής του filioque στο Σύμβολο της Πίστεως. Τελικά εισήχθη όταν για πρώτη φορά ανήλθε στον θρόνο της παλαιάς Ρώμης ο Ιταλοφράγκος Πάπας Βενέδικτος Η' (1009 ή 1014). Οι δυτικοί και ανατολικοί Ρωμαίοι του Θ' αιώνος ήταν Ορθόδοξοι και πολεμούσαν τους Φράγκους ως ετεροδόξους. Το σχίσμα δεν έγινε μεταξύ Ρωμαίων Παπών και Ρωμαίων Πατριαρχών, αλλά μεταξύ Ρωμαίων Παπών - Ρωμαίων Πατριαρχών από την μια μεριά και Φράγκων αιρετικών από την άλλη.
θ) Στην Σύνοδο της Φερράρας - Φλωρεντίας διατυπώθηκαν οι ορθόδοξες απόψεις από τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό. Υπεγράφη μεν η ένωση από τους παρισταμένους Ορθοδόξους με εξαίρεση τον άγιο Μάρκο και μερικούς άλλους, αλλά ήταν προϊόν και αποτέλεσμα πιέσεων και των δυσκόλων συνθηκών της εποχής εκείνης. Τελικά, δεν επεκράτησε η ένωση αυτή για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, γιατί την απεδοκίμασαν μεταγενέστεροι Σύνοδοι, και δεύτερον, γιατί ο λαός αντέδρασε, όχι όμως γιατί ήταν απληροφόρητος θεολογικά, αλλά γιατί είχε διαφωτισθή καταλλήλως για την προδοσία που έγινε. Αυτό δείχνει ότι οι συζητήσεις πρέπει να γίνωνται σε κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και όχι με πολιτικές πιέσεις και σκοπιμότητες.
ι) Τελικά, η χρησιμοποίηση διαφορετικών όρων που έγινε από τους δυτικούς θεολόγους τίθεται μέσα στην προσπάθεια κατανοήσεως με τον ορθό λόγο των θεμάτων της αποκαλυπτικής θεολογίας. Αυτό εκφράζει έντονα τον σχολαστικισμό, που δεν μπορεί να διακρίνη τα πεπερασμένα όρια της λογικής, καί, φυσικά, τα όρια που θα κινήται τόσο η καταφατική όσο και η αποφατική θεολογία. Ακόμη, οι διαφορετικοί όροι δημιούργησαν και μια ολόκληρη νοοτροπία στην δυτική θεολογία που δημιουργεί έντονο προβληματισμό. Γιατί, η διαφορετική δογματική ορολογία, στην πραγματικότητα, σχετίζεται και με την άρνηση ή παραθεώρηση του ορθοδόξου ησυχασμού, όπως τον αναλύει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, που είναι η προϋπόθεση της ορθοδόξου θεολογίας και η βάση της πνευματικής ζωής.
Επομένως, η ερμηνεία των όρων που χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς, δεν είναι μόνο θέμα επιστημονικής αναλύσεως στα επιστημονικά εργαστήρια, αλλά προσπάθειας για την εύρεση και την βίωση του αληθινού ησυχασμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου