Πόσο μεγάλες απαιτήσεις έχει ο Χριστός μας για τους εις «τύπον και τόπον Χριστού» ευρισκομένους αντιπροσώπους του! Πόσο σκληρός και αμείλικτος είναι όταν αυτοί παρεκτρέπονται και αντί να είναι το υπόδειγμα προς μίμηση καταντούν να είναι παράδειγμα προς αποφυγήν!
Το να είναι κανείς διάδοχος των αποστόλων χωρίς να είναι διάδοχος στο ήθος και στο φρόνημά τους είναι ότι πιο επικίνδυνο και για τον ίδιο και για την εκκλησιαστική κοινότητα στην οποία ηγείται.
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας χρησιμοποιεί -εκτός των προσωπικών- δυό γενικά απολυτίκια, για να υμνήσει τους φορείς του επισκοπικού αξιώματος. Δυό απολυτίκια που με ενάργεια και ακρίβεια περιγράφεται και καθορίζεται το είναι των αγίων επισκόπων, αλλά και συγχρόνως το δέον για κάθε φορέα του επισκοπικού αξιώματος. Ας τα μελετήσουμε.
Α . Κανόνα πίστεως, και εικόνα πραότητος, εγκρατείας διδάσκαλον, ανέδειξε σε τη ποίμνη σου, η των πραγμάτων αλήθεια’ δια τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια. Πάτερ ιεράρχα … πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ σωθήναι τας ψυχάς ημών.
«Κανόνα πίστεως» Κανόνας είναι το χαράκι με το οποίο χαράζουμε ευθείες γραμμές, όπου αυτό απαιτείται. Κατ’ επέκταση κανόνας λέγεται η αγία Γραφή, γιατί βάσει αυτής πρέπει να ευθυγραμμίζουμε τη ζωή μας, όπως επίσης κανόνες λέγονται, για τον ίδιο λόγο, και οι αποφάσεις των διαφόρων οικουμενικών η τοπικών συνόδων για διάφορα θέματα της εκκλησιαστικής ζωής και πίστεως. Ο επίσκοπος λοιπόν πρέπει να είναι ο κανόνας βάσει του οποίου θα ρυθμίζουμε την πίστη μας. Δηλαδή θα γνωρίζει, θα εκφράζει, θ’ αγωνίζεται για την ορθόδοξη πίστη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται ο κανόνας και το τέλειο υπόδειγμα πίστεως για το σύνολο των χριστιανών της επισκοπής του. Επίσκοπος ο οποίος δεν γνωρίζει και δεν εκφράζει το δέον για την ορθόδοξη πίστη και ζωή επιτιμάται αυστηρά κι αν δεν μετανοήσει εκβάλλεται των κόλπων της Εκκλησίας ως αιρετικός και αντίχριστος. Είναι χαρακτηριστική η φράση με την οποίαν επέπληξε ο Χριστός τον Πέτρο, όταν αυτός -για λόγους δήθεν αγάπης και ενδιαφέροντος- εμπόδιζε τον Χριστό να βαδίσει την οδόν προς το πάθος και το σταυρό. «Ύπαγε οπίσω μου, σατανά’ σκάνδαλόν μου ει’ ότι ου φρονείς τα του Θεού αλλά τα των ανθρώπων» (Ματθ. 17,23). Ο κορυφαίος μαθητής, ο μακαρισθείς υπό του Χριστού και δεχθείς θεία αποκάλυψη (Ματθ. 16,17), ο εγκαταλείψας την οικογένειά του και το επάγγελμά του χάριν του Χριστού, το στόμα των μαθητών του Χριστού, όπως ονομάζει τον Πέτρο ο ιερός Χρυσόστομος, χαρακτηρίζεται ως σατανάς!!! Πόσο μεγάλες απαιτήσεις έχει ο Χριστός μας για τους εις «τύπον και τόπον Χριστού» ευρισκομένους αντιπροσώπους του! Πόσο σκληρός και αμείλικτος είναι όταν αυτοί παρεκτρέπονται και αντί να είναι το υπόδειγμα προς μίμηση καταντούν να είναι παράδειγμα προς αποφυγήν!
«Εικόνα πραότητος» Ο Χριστός μας ήταν πράος. Ο προφήτης Ησαΐας, πολλά χρόνια πριν έρθει, τον περιέγραψε σαν άκακο, αθώο και άφωνο αρνί, που κάθεται και το σφάζουν χωρίς να διαμαρτύρεται. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος τον έδειξε στους μαθητές του λέγοντας «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» (Ιω.1,29). Και πράγματι ο Χριστός στην κορύφωση του πάθους του, ευρισκόμενος πάνω στον σταυρό αιμόφυρτος και αλγών κι αντιμετωπίζοντας τις ειρωνείες, τους χλευασμούς, τις ύβρεις του αλλόφρονος ιουδαϊκού όχλου, δεν νευρίασε, δεν θύμωσε, δεν αγανάκτησε, δεν καταράστηκε αλλά γεμάτος αγάπη και στοργή, πλήρης ηρεμίας και ανεξικακίας, προσευχήθηκε στον πατέρα του για τους σταυρωτές του, δικαιολογώντας τους. «Πάτερ, άφες αυτοίς’ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34). Βεβαίως ο πράος δεν είναι αυτός που ποτέ δεν εξεγείρεται και δεν γεμίζει από ιερά αγανάκτηση. Ο ίδιος ο Χριστός ήλεγξε με πρωτοφανή σφοδρότητα τους εμπόρους που μετέβαλαν το ναό του Σολομώντος σε σπήλαιο ληστών, τον Ηρώδη τον Αντίπα, τους γραμματείς και Φαρισαίους, τον μαθητή του Πέτρο, όταν τον εμπόδιζε να βαδίσει προς το πάθος και το μαρτύριο. Ο κατά Θεόν πράος είναι αυτός που δεν νευριάζει για προσωπικά συμφέροντα και δίκαια. Εξεγείρεται όμως, όταν βλασφημείται ο Θεός και η Εκκλησία του η ο συνάνθρωπός του. Και ο επίσκοπος καλείται να είναι πράος, όταν θίγεται το προσωπικό του γόητρο και συμφέρον, και ζηλωτής και πυρφόρος, όταν υπερασπίζεται την Εκκλησία και το ποίμνιό του.
«Εγκρατείας διδάσκαλον» Θα πρέπει να είναι έργω και λόγω ο διδάσκαλος που θα εμπνέει και θα προτρέπει το ποίμνιό του να εγκρατεύεται. Ο εις «τύπον και τόπον Χριστού» ευρισκόμενος, θα πρέπει να θυμάται ζωηρά και συνεχώς την 40νθημερη απόλυτη νηστεία του Χριστού στην έρημο, τις ολονύχτιες παννυχίδες του, την συνεχή του εκδαπάνηση και καταπόνηση στο έργο του ευαγγελισμού. Ασκούσε εγκράτεια συνεχώς στην τροφή, τον ύπνο, την ξεκούραση. Πίστη, πραότητα και εγκράτεια, οι αρετές που παρουσιάζει το απολυτίκιο αυτό, είναι τρεις αρετές που αναφέρει και ο Παύλος, μαζί με άλλες βέβαια, σαν απόδειξη ότι κάποιος είναι κάτοχος του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Και ο επίσκοπος πρέπει να έχει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και προ της χειροτονίας του και μετά. «Ανέδειξε σε τη ποίμνη σου η των πραγμάτων αλήθεια» Το ότι θεωρείται ο επίσκοπος ως κάτοχος αυτών των αρετών δεν είναι αποτέλεσμα εντέχνου διαδόσεως και διαφημίσεως η θεωρητικής επιφανειακής διατυπώσεως, αλλά εξαγγελία της αληθούς πραγματικότητας. Η εφαρμοσμένη αρετή και βίωση του ευαγγελίου ηχεί πιο δυνατά κι από σάλπιγγα, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, και αποκαλύπτει την αγιότητα. «δια τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια» Ο πραγματικός επίσκοπος γίνεται περιφανής και ονομαστός ασκώντας και ζώντας την ταπείνωση. Η ταπείνωση είναι η στολή της θεότητας λένε οι πατέρες και όποιος ενδύεται αυτήν την θεοτίμητη ενδυμασία γίνεται φορέας του Θεού κι αποκτά, σχετικά και αναλογικά, τις ιδιότητες του Θεού. Πόσο ανυψώνεται ο ταπεινός μας το αποκαλύπτει η ιστορία, τόσο η κοσμική όσο και η ιερά. Η πτωχεία είναι μία άλλη μεγάλη αρετή, απαραίτητη για τον επίσκοπο και για τους εν γένει αγάμους αφιερωμένους, κληρικούς και μοναχούς. Η πτωχεία, η οποία είναι η θεληματική και χάριν του Χριστού ακτημοσύνη, είναι η αρετή που μας εξομοιώνει με τον Θεό. «Γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι’ ημάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε» (Β Κορ. 8,9). Η πτωχεία για τον Χριστό είναι η άλλη ορολογία της κενώσεως που υπέστη για μας. Κι όμως, πόσο δοξάσθηκε, που έλαβε τη μορφή δούλου και πτώχευσε φαινομενικά από τα πλούτη της θεότητος, μας το λέγει ο Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του (2,9-11). Έτσι και μεις, όταν πτωχεύσουμε χάριν του Χριστού, αποκτούμε τα πλούτη της πνευματικής και αιωνίου πραγματικότητας. Αποκτούμε τους «θησαυρούς της αφιλαργυρίας» που μας λέγει το απολυτίκιο του αγίου Χρυσοστόμου. Β . Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος, των αποστόλων γενόμενος, την πράξιν εύρες θεόπνευστε, εις θεωρίας επίβασιν’ δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών, και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος, ιερομάρτυς …’ πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών. Το δεύτερο απολυτίκιο, που είναι για τους ιερομάρτυρες επισκόπους, μας λέγει ότι ο επίσκοπος, τον οποίον εγκωμιάζει, έγινε διάδοχος των αποστόλων στο θρόνο τους, αφού πρώτα βίωσε και έγινε μιμητής στους τρόπους βίου και της πολιτείας τους. Απέκτησε την συμπεριφορά, τον χαρακτήρα, την βιωτή των αποστόλων και έτσι κατέστη άξιος διάδοχός τους. Η πράξη της Εκκλησίας μας, να προσκυνά ο επίσκοπος το ευαγγέλιο που κρατά ο προϊστάμενος του ναού -όταν εισέρχεται επίσημα εις το ναό- και μετά ν’ ανεβαίνει στο θρόνο, δείχνει παραστατικά και συμβολικά αυτά που αναφέρει το τροπάριο θεολογικά. Με την προσκύνηση του ευαγγελίου ο επίσκοπος κάνει ξανά την ομολογία πίστεως που έκανε στην χειροτονία του. Ομολογεί ότι δέχεται την περί πίστεως και ζωής διδασκαλία του ευαγγελίου και φυσικά την εκφράζει στη ζωή του. Το να είναι κανείς διάδοχος των αποστόλων χωρίς να είναι διάδοχος στο ήθος και στο φρόνημά τους είναι ότι πιο επικίνδυνο και για τον ίδιο και για την εκκλησιαστική κοινότητα στην οποία ηγείται. Ο εγκωμιαζόμενος επίσκοπος είχε ως βάθρο, στο οποίο στηριζότανε η διδασκαλία του, την πράξη που εμφάνιζε η ζωή του. Η περί πίστεως και βίου θεωρία που δίδασκε είχε ως στήριγμα και επιβεβαίωση την πράξη που παρουσίαζε. Ο επίσκοπος ορθοτομούσε τον λόγο περί της εν Χριστώ αλήθειας και υποστήριζε την αλήθεια του ευαγγελίου, αγωνιζόμενος σθεναρά και φθάνοντας ακόμη και στο μαρτύριο χάριν αυτής. Είναι από τους επισκόπους εκείνους που δεν κοιμήθηκαν ειρηνικά αλλά υπήρξαν ιερομάρτυρες. Μιμήθηκαν την βιωτή των αποστόλων ακόμη και στο μαρτύριο. Αυτοί οι επίσκοποι, που είχαν τις αρετές τις οποίες μας περιγράφουν τα δυό απολυτίκια, ασκούν ιεραποστολή και ποιμαντική και μετά θάνατον’ μέχρι της Β Παρουσίας. Πρεσβεύουν υπέρ ημών ακαταπαύστως να σωθούμε. Αυτή είναι η μεγάλη και διαρκής προσφορά τους. Το ν’ αγιάζουν και να σώζουν τους πιστούς και μετά θάνατον! Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
«Εικόνα πραότητος» Ο Χριστός μας ήταν πράος. Ο προφήτης Ησαΐας, πολλά χρόνια πριν έρθει, τον περιέγραψε σαν άκακο, αθώο και άφωνο αρνί, που κάθεται και το σφάζουν χωρίς να διαμαρτύρεται. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος τον έδειξε στους μαθητές του λέγοντας «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτία του κόσμου» (Ιω.1,29). Και πράγματι ο Χριστός στην κορύφωση του πάθους του, ευρισκόμενος πάνω στον σταυρό αιμόφυρτος και αλγών κι αντιμετωπίζοντας τις ειρωνείες, τους χλευασμούς, τις ύβρεις του αλλόφρονος ιουδαϊκού όχλου, δεν νευρίασε, δεν θύμωσε, δεν αγανάκτησε, δεν καταράστηκε αλλά γεμάτος αγάπη και στοργή, πλήρης ηρεμίας και ανεξικακίας, προσευχήθηκε στον πατέρα του για τους σταυρωτές του, δικαιολογώντας τους. «Πάτερ, άφες αυτοίς’ ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. 23,34). Βεβαίως ο πράος δεν είναι αυτός που ποτέ δεν εξεγείρεται και δεν γεμίζει από ιερά αγανάκτηση. Ο ίδιος ο Χριστός ήλεγξε με πρωτοφανή σφοδρότητα τους εμπόρους που μετέβαλαν το ναό του Σολομώντος σε σπήλαιο ληστών, τον Ηρώδη τον Αντίπα, τους γραμματείς και Φαρισαίους, τον μαθητή του Πέτρο, όταν τον εμπόδιζε να βαδίσει προς το πάθος και το μαρτύριο. Ο κατά Θεόν πράος είναι αυτός που δεν νευριάζει για προσωπικά συμφέροντα και δίκαια. Εξεγείρεται όμως, όταν βλασφημείται ο Θεός και η Εκκλησία του η ο συνάνθρωπός του. Και ο επίσκοπος καλείται να είναι πράος, όταν θίγεται το προσωπικό του γόητρο και συμφέρον, και ζηλωτής και πυρφόρος, όταν υπερασπίζεται την Εκκλησία και το ποίμνιό του.
«Εγκρατείας διδάσκαλον» Θα πρέπει να είναι έργω και λόγω ο διδάσκαλος που θα εμπνέει και θα προτρέπει το ποίμνιό του να εγκρατεύεται. Ο εις «τύπον και τόπον Χριστού» ευρισκόμενος, θα πρέπει να θυμάται ζωηρά και συνεχώς την 40νθημερη απόλυτη νηστεία του Χριστού στην έρημο, τις ολονύχτιες παννυχίδες του, την συνεχή του εκδαπάνηση και καταπόνηση στο έργο του ευαγγελισμού. Ασκούσε εγκράτεια συνεχώς στην τροφή, τον ύπνο, την ξεκούραση. Πίστη, πραότητα και εγκράτεια, οι αρετές που παρουσιάζει το απολυτίκιο αυτό, είναι τρεις αρετές που αναφέρει και ο Παύλος, μαζί με άλλες βέβαια, σαν απόδειξη ότι κάποιος είναι κάτοχος του Αγίου Πνεύματος (Γαλ. 5,22). Και ο επίσκοπος πρέπει να έχει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και προ της χειροτονίας του και μετά. «Ανέδειξε σε τη ποίμνη σου η των πραγμάτων αλήθεια» Το ότι θεωρείται ο επίσκοπος ως κάτοχος αυτών των αρετών δεν είναι αποτέλεσμα εντέχνου διαδόσεως και διαφημίσεως η θεωρητικής επιφανειακής διατυπώσεως, αλλά εξαγγελία της αληθούς πραγματικότητας. Η εφαρμοσμένη αρετή και βίωση του ευαγγελίου ηχεί πιο δυνατά κι από σάλπιγγα, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, και αποκαλύπτει την αγιότητα. «δια τούτο εκτήσω τη ταπεινώσει τα υψηλά τη πτωχεία τα πλούσια» Ο πραγματικός επίσκοπος γίνεται περιφανής και ονομαστός ασκώντας και ζώντας την ταπείνωση. Η ταπείνωση είναι η στολή της θεότητας λένε οι πατέρες και όποιος ενδύεται αυτήν την θεοτίμητη ενδυμασία γίνεται φορέας του Θεού κι αποκτά, σχετικά και αναλογικά, τις ιδιότητες του Θεού. Πόσο ανυψώνεται ο ταπεινός μας το αποκαλύπτει η ιστορία, τόσο η κοσμική όσο και η ιερά. Η πτωχεία είναι μία άλλη μεγάλη αρετή, απαραίτητη για τον επίσκοπο και για τους εν γένει αγάμους αφιερωμένους, κληρικούς και μοναχούς. Η πτωχεία, η οποία είναι η θεληματική και χάριν του Χριστού ακτημοσύνη, είναι η αρετή που μας εξομοιώνει με τον Θεό. «Γινώσκετε γαρ την χάριν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι δι’ ημάς επτώχευσε πλούσιος ων, ίνα ημείς τη εκείνου πτωχεία πλουτήσητε» (Β Κορ. 8,9). Η πτωχεία για τον Χριστό είναι η άλλη ορολογία της κενώσεως που υπέστη για μας. Κι όμως, πόσο δοξάσθηκε, που έλαβε τη μορφή δούλου και πτώχευσε φαινομενικά από τα πλούτη της θεότητος, μας το λέγει ο Παύλος στην προς Φιλιππησίους επιστολή του (2,9-11). Έτσι και μεις, όταν πτωχεύσουμε χάριν του Χριστού, αποκτούμε τα πλούτη της πνευματικής και αιωνίου πραγματικότητας. Αποκτούμε τους «θησαυρούς της αφιλαργυρίας» που μας λέγει το απολυτίκιο του αγίου Χρυσοστόμου. Β . Και τρόπων μέτοχος και θρόνων διάδοχος, των αποστόλων γενόμενος, την πράξιν εύρες θεόπνευστε, εις θεωρίας επίβασιν’ δια τούτο τον λόγον της αληθείας ορθοτομών, και τη πίστει ενήθλησας μέχρις αίματος, ιερομάρτυς …’ πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών. Το δεύτερο απολυτίκιο, που είναι για τους ιερομάρτυρες επισκόπους, μας λέγει ότι ο επίσκοπος, τον οποίον εγκωμιάζει, έγινε διάδοχος των αποστόλων στο θρόνο τους, αφού πρώτα βίωσε και έγινε μιμητής στους τρόπους βίου και της πολιτείας τους. Απέκτησε την συμπεριφορά, τον χαρακτήρα, την βιωτή των αποστόλων και έτσι κατέστη άξιος διάδοχός τους. Η πράξη της Εκκλησίας μας, να προσκυνά ο επίσκοπος το ευαγγέλιο που κρατά ο προϊστάμενος του ναού -όταν εισέρχεται επίσημα εις το ναό- και μετά ν’ ανεβαίνει στο θρόνο, δείχνει παραστατικά και συμβολικά αυτά που αναφέρει το τροπάριο θεολογικά. Με την προσκύνηση του ευαγγελίου ο επίσκοπος κάνει ξανά την ομολογία πίστεως που έκανε στην χειροτονία του. Ομολογεί ότι δέχεται την περί πίστεως και ζωής διδασκαλία του ευαγγελίου και φυσικά την εκφράζει στη ζωή του. Το να είναι κανείς διάδοχος των αποστόλων χωρίς να είναι διάδοχος στο ήθος και στο φρόνημά τους είναι ότι πιο επικίνδυνο και για τον ίδιο και για την εκκλησιαστική κοινότητα στην οποία ηγείται. Ο εγκωμιαζόμενος επίσκοπος είχε ως βάθρο, στο οποίο στηριζότανε η διδασκαλία του, την πράξη που εμφάνιζε η ζωή του. Η περί πίστεως και βίου θεωρία που δίδασκε είχε ως στήριγμα και επιβεβαίωση την πράξη που παρουσίαζε. Ο επίσκοπος ορθοτομούσε τον λόγο περί της εν Χριστώ αλήθειας και υποστήριζε την αλήθεια του ευαγγελίου, αγωνιζόμενος σθεναρά και φθάνοντας ακόμη και στο μαρτύριο χάριν αυτής. Είναι από τους επισκόπους εκείνους που δεν κοιμήθηκαν ειρηνικά αλλά υπήρξαν ιερομάρτυρες. Μιμήθηκαν την βιωτή των αποστόλων ακόμη και στο μαρτύριο. Αυτοί οι επίσκοποι, που είχαν τις αρετές τις οποίες μας περιγράφουν τα δυό απολυτίκια, ασκούν ιεραποστολή και ποιμαντική και μετά θάνατον’ μέχρι της Β Παρουσίας. Πρεσβεύουν υπέρ ημών ακαταπαύστως να σωθούμε. Αυτή είναι η μεγάλη και διαρκής προσφορά τους. Το ν’ αγιάζουν και να σώζουν τους πιστούς και μετά θάνατον! Πηγή: ΣΤΥΛΟΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου