Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2009
Ο ΛΑΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΦΥΛΑΞ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (ΚΑΘΗΓΗΤΟΥ ΚΩΝ/ΝΟΥ ΜΟΥΡΑΤΙΔΟΥ)
Σέ μιά έποχή κατά τήν όποία όλα τά πολιτικά, κοινωνικά, οίκονομικά, πολιτιστικά καί θρησκευτικά άκόμη συστήματα έχουν ώς πρωταρχική έπιδίωξη τόν προσεταιρισμό του λαού γιά τήν έπίτευξη τών στόχων τους, προσλαμβάνει ίδιαίτερη σημασία καί σπουδαιότητα ή όρθή άξιολόγηση καί μάλιστα ή πλήρης άξιοποίηση του λαϊκού στοιχείου, είς τήν έπίτευξη του άπολυτρωτικού εργου τής 'Εκκλησίας.
eH τοιαύτη, ένταξη τού λαϊκού στοιχείου είς τήν στρατεία τής eΑγίας τού Χριστού 'Εκκλησίας καθίσταται όλως έπείγουσα καί έπιτακτική έπειδή κατά καιρούς άνάξιοι καί έπίορκοι ποιμένες καί έπίσκοποι, έπιλήσμονες γενόμενοι τών δοθεισών άπ' αύτούς ένώπιον Θεού καί άνθρώπων, κατά τή χειροτονία τους, πανηγυρικών διαβεβαιώσεων, παραβιάζουν καί άνατρέπουν έκ βάθρων τήν κανονική τάξη τής 'Εκκλησίας καί άντιμετωπίζουν τόν πιστό λαό του Θεου, ώς ξένο σώμα, τό όποίο πρέπει νά περιθωριοποιηθη καί νά άδρανοποιηθη, παραμένοντας αβουλος θεατής τών τεκταινομένων σέ βάρος της 'Εκκλησίας έκ μέρους τών έπισκόπων γιά τούς όποίους ίσχύουν οί λόγοι του Κυρίου διά του Προφήτου 'Ιερεμίου (κεφ. 12, 10): «Ποιμένες πολλοί δΖέφθεΖραν τόν αμπελώνά μoυ~ έμόλυναν τήν μερίδα μoυ~ έδωκαν τήν μερίδα τήν έπιθυμητήν μου εΙς έρημον άβατον...».
Θά περιορισθουμε νά άπαντήσουμε είς τό έρώτημα αν ή θέση τών λαϊκών έντός της έκκλησιαστικης διοργανώσεως συνίσταται είς τήν παθητική άπλώς άποδοχή της ποιμαντικης διακονίας του κλήρου η άντιθέτως οϊ λαϊκοί έχουν ώς όποστολή τήν ένεργό συμπαράσταση είς τό έκκλησιαστικό ποιμαντικό εργο καί είναι όπό κοινού μέ τόν κλήρο ύπερασπιστές καί φύλακες τής όρθοδοξίας.
eH άπάντηση είς τό άνωτέρω έρώτημα δίδεται μέ βάση τήν θεόπνευστη πράγματι διδασκαλία του άγίου 'Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ή όποία είναι καί ή πληρεστέρα σχετική πατερική διδασκαλία, άπό τήν όποία καί έπισημαίνομε τίς κάτωθι θεμελιώδεις άρχές, σχετικές μέ τήν θέση τών λαϊκών έντός της 'Εκκλησίας καί τήν σχέση αυτών πρός τόν κληρο.
1. «~Eν σώμά έσμεν οί πάντες», κλήρος καί λαός
Η Αγία τοῦ Χριστοῦ Εκκλησία, ώς ένιαίος καί άδιαίρετος θεανθρώπινος όργανισμός, ἐχουσα κεφαλή τόν Κύριον "Ημῶν Iησoῦν Χριστόν άπαρτίζεται άπό τό σύνολο τών πιστών, κληρικών καί λαϊκών, οί όποίοι άποτελοῦν τό σώμα του Χριστου.
"Η διάκριση τών μελών τής Eκκλησίας σέ κληρικούς καί λαϊκούς ούδεμία είσάγει διαίρεση μεταξύ αύτών καί μάλιστα μέ τήν έννοια περισσοτέρων δικαιωμάτων καί όλιγοτέρων ύποχρεώσεων.
"Όλα τά μέλη τής Ἐκκλησίας άδιακρίτως, κλήρος καί λαός, άποτελουν τόν «λαόν του Θεοῦ», τό «έκλεκτόν γένος καί βασίλειον ίεράτευμα», τό «άγιον έθνος», τό όποίο καλουνται οί ποιμένες νά διαποιμάνουν καί νά διακονουν μέ ταπείνωση καί άγάπη καί σε καμμία περίπτωση με καταπίεση, «ως κατακυριεύοντες τών κλήρων»~ δπως παρατηρεί ό Άπόστολος Πέτρος.
2. Η άρχή της ίσότητος τών μελών της Έκκλησίας
Μέσα στήν 'Εκκλησία ή προελθουσα άπό τήν άμαρτία διάκριση τών άνθρώπων σέ άνωτέρους καί κατωτέρους, δούλους καί έλευθέρους, άρχοντες καί άρχομένους ούσιαστικά καταργήθηκε. Όπως παρατηρεί σχετικώς ό άγιος Iωάννης ό Χρυσόστομος: «Ή γάρ πίστις καί ή του πνεύματος Χάρις τήν έκ τών κοσμικών άξιωμάτων άνωμαλίαν περιελουσα είς μίαν απαντας έπλασε μορφήν καί είς ένα άπετύπωσε χαρακτήρα τόνβασιλικόν» (PG 50, 75).
Μέ τό μυστήριο του βαπτίσματος όλοι οί πιστοί, κληρικοί καί λαϊκοί, μετέχουν εις τό τριπλό άξίωμα του Κυρίου: «Ούτω καί σύ γίνη βασιλεύς καί ίερεύς καί προφήτης έν τῶ λουτρῶ» (PG 61, 417 έξ.).
Όπως είναι αύτονόητο, ή συμμετοχή τών λαϊκών εις τήν ίερωσύνη του Κυρίου δέν εχει τήν εννοια, ούτε ταυτίζεται μέ τήν ειδική ίερωσύνη, ή όποία προσκτᾶται με τη χειροτονία.
Είναι πάντως χαρακτηριστικό, ότι ό ί. Χρυσόστομος άποκαλεί όλους τούς πιστούς «πλήρωμα ίερατικόν» (PG 67, 204).
Γι' αύτό καί ή σπουδαιοτέρα διάκριση τών μελών της Ἐκκλησίας σέ κλήρο καί λαό δέν διαταράσσει τήν άρχή της ισότητος καί της ένότητος μεταξύ αύτών, δεδομένου ότι, όπως παρατηρεί ό Ι Χρυσόστομος, ή διάκριση του πληρώματος σέ πρόβατα καί ποιμένες άφορα είς τήν άνθρωπίνη πλευρά της ''Εκκλησίας καί ύπάρχει χάριν της άποτελεσματικης διαποιμάνσεως τών πιστών. "Ενώπιον δμως του Χριστου δέν ύπάρχει ή διάκριση αύτή. Ποιμένες καί ποιμαινόμενοι είναι ολοι ποιμαινόμενοι, μέ μοναδικό άρχιποίμενα τόν Θείο της 'Εκκλησίας Δομήτορα.
Ὀ άγιος 'Ιωάννης ό Χρυσόστομος άπευθυνόμενος πρός τούς πιστούς ύπογραμμίζει όλως ίδιαιτέρως τήν βασικής σημασίας ώς πρός τήν ούσιαστική ίσότητα καί ένότητα μεταξύ κλήρου καί λαου διαπίστωση αύτή διά τής άκολούθου φράσεως: «Είπον γάρ πολλάκις πρός τήν ύμετέραν άγάπην, ότι πρόβατα καί ποιμένες πρός τήν άνθρώπων είσίν διάκρισιν, πρός δέ τόν Χριστόν πάντες πρόβατα, καί γάρ οί ποιμαίνοντες καί οί ποιμαινόμενοι ύφ' ένός του ἄνω ποιμένος ποιμαίνονται» (PG 52, 784).
Παρά τήν σπουδαιότητα καί τό άπολύτως άπαραίτητο αύτής, ή ίερωσύνη δημιουργεί έξωτερικές μόνο διακρίσεις μεταξύ κληρικών καί λαϊκών χωρίς νά θίγη τήν ίσότητα μεταξύ αύτών: «Τά πάντων κεφαλαιωδέστερα, παρατηρεί ό ί. πατήρ, κοινά πάντων έστι, τό βάπτισμα, τό διά πίστεως σωθήναι, τό τόν Θεόν έχειν πατέρα, τό του αυτου Πνεύματος απαντας μετέχειν» (PG 62, 81).
Δηλαδή τά πιό ούσιώδη καί σημαντικά χαρίσματα γιά τήν άπολύτρωση καί τήν θέωση τών άνθρώπων, πού έξεπήγασαν άπό τό άπολυτρωτικό έργο του Κυρίου μας άνήκουν έξίσου είς όλους τούς πιστούς, κληρικούς καί λαϊκούς, άδιακρίτως. Καί αύτά είναι τό βάπτισμα, ή σωτηρία διά τής πίστεως, τό νά έχουν όλοι τόν Θεόν Πατέρα, νά μετέχουν στήν θεία Εύχαριστία καί νά γίνονται κοινωνοί του Αγίου Πνεύματος πού είναι ή πηγή τών χαρισμάτων καί όδηγεί τούς πιστούς είς πᾶσαν τήν άλήθειαν.
Ο ί. Χρυσόστομος καταφέρεται μέ σφοδρότητα έναντίον κάθε προσπαθείας τών κληρικών νά μεταβάλλουν τή θεμελιώδη άρχή της ισότητος μεταξύ κλήρου καί λαοϋ σέ ούσιαστική άνισότητα. Aναφερόμενος εις τήν Έκκλησία τών Iερoσoλύμων κατά τήν έποχή τών ~Aπoστόλων τονίζει τό ένδιαφέρον καί τήν προσπάθεια πού κατέβαλλαν οί άπόστολοι καί οί λοιποί μαθηταί γιά τήν ένότητα καί τήν συμμετοχή τού πιστού λαού είς τό έπιτελούμενο ύπό τής Εκκλησίας άπολυτρωτικό εργο, σέ άντίθεση μέ τήν κατάσταση πού έπικρατοϋσε στήν Έκκλησία της έποχης του, όπως και σήμερα, κατά την οποια αντί τῆς ἐνότητος και της συνεργασίας μεταξύ κλήρου καί λαοῦ ύπάρχει άντίθεση καί σύγκρουση.
Κυριώτερη αιτία της διασπάσεως ήταν ή έπαρση τών κληρικών καί ή άρνησή τους νά διακονούν μέ άδελφική ταπείνωση καί άγάπη τό ποίμνιο πού τούς έμπιστεύθηκε τό ...Αγιο Πνεύμα κατά τή χειροτονία τους, λησμονούντες στι χωρίς τήν ένεργό συμμετοχή καί συμπαράσταση τών λαϊκών είναι άδύνατο νά έκπληρώσουν άποτελεσματικώς τήν ύψηλή καί έξόχως δυσχερή άποστολή τους. (Παράβ. P.G. 60, 265).
H δύναμη τής συνόδου τών πιστών, δηλαδή όλοκλήρου του πληρώματος της Έκκλησίας, κλήρου καί λαοῦ, είναι μεγίστη, ύπερτέρα άκόμη καί τών οίκουμενικών συνόδων, σταν έκδηλουται ώς συνείδησις τής 'Εκκλησίας. "Όπως είναι δέ γνωστό, Σύνοδοι συγκληθείσαι ώς οίκουμενικαί, όπως ή Σύνοδος τῆς Έφέσου καί τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας άπεκηρύχθησαν καί κατεδικάσθησαν άπό τήν συνείδησιν της 'Εκκλησίας καί παρέμειναν είς τήν Ιστορία της Έκκλησίας ώς ψευδοσύνοδοι.
H σπουδαιότητα καί τό άπολύτως άπαραίτητο της ένεργοϋ συμπαραστάσεως τών λαϊκών είς τό ἐργο τῆς διασφαλίσεως τοϋ όρθοδόξου ήθους περιγράφεται κατά τρόπο συγκλονιστικό άπό τόν ίερό Χρυσόστομο είς τήν άκόλουθη περικοπή: «τί ποιείς άνθρωπε; Παρεβιάσθη ό νόμος, κατεφρονήθη σωφροσύνη, πλημμελήματα τοσαύτα έτολμήθη παρά τινός τών Ιερωμένων, τά άνω κάτω γέγονε καί ού φρίττεις; Αλλ' ό μέν προφήτης καί αύτά τά άναίσθητα στοιχεία καλεί πρός έκτασιν καί κοινωνίαν τού θρήνου τών κοινῆ πεπλημμελημένων κακών. 'Εξέστη ό ούρανός, λέγων, καί ἐφριξεν ή γῆ έπί πλείον σφόδρα. Καί πάλιν, Πενθήσει ό Κάρμηλος, πενθήσει οίνος, πενθήσει άμπελος. Καί τά μέν άψυχα πενθεί καί στένει καί συναγανακτεί τῶ Δεσπότη, σύ δέ ό λογικός ούκ άλγείς; ούκ έπιτιμᾶς, ού yίνη χαλεπός τιμωρός τών τού Θεού νόμων, άλλά καί κοινωνείς;» (PG 55, 252).
Οί λίαν προχωρημένες αύτές θέσεις τοϋ ίεροῦ Χρυσοστόμου γιά τή θέση τών λαϊκών έντός τῆς Έκκλησίας φθάνουν στήν άποκορύφωσή τους στήν ἐκκληση πού κάνει στούς πιστούς της Aντιοχείας νά άποκαταστήσουν τήν ένότητα της Eκκλησίας ή όποία είχε διασπασθει μέ τό Μελετιανόν σχίσμα (P.G. 62, 88).
Δέν διστάζει μάλιστα στήν εκκλησή του αύτή χαρακτηρίζοντας ιός «μοιχεία» τό διαμορφωθέν σχίσμα έκ μέρους τών αίρετικών άρειανών, νά έμπιστευθη στήν κρίση του Λαου του Θεου τήν λήψη της όριστικῆς άποφάσεως σχετικώς μέ τήν παράταξη, ή όποία εχει τό δίκαιο καί συνεπώς νά άποκατασταθή ή ένότητα στήν Έκκλησία μέ τήν προσχώρηση είς αύτήν της άντιπάλου παρατάξεως: «Μοιχεία τό πρᾶγμά έστιν. Ει δέ ού δέχη περί έκείνων ταύτα άκούειν, ούκούν ούδέ περί ήμών' τών γάρ δύο τό έτερον παρανόμως γεγενήσθαι δεί. Ει μέν ούν περί ήμών ταύτα ύποπτεύετε, έτοιμοι παραχωρήσαι τής άρχής ότῶ περ ἄν βούλησθε' μόνον ή Έκκλησία έστω μία' εἰ δέ ύμείς έννόμως γεγενήμεθα, πείσατε καταθέσθαι τούς παρανόμους έπί τόν θρόνον άναβεβηκότας. Ταύτα είπον ούχ ώς έπιτάττων, άλλ' ύμας άσφαλιζόμενος καί φρουρών. Έπειδή έκαστος ήλικίαν έχει, καί τών αύτῶ πεπραγμένων δώσει τάς δίκας, παρακαλώ μή τό πᾶν έφ' ήμας (δηλ. τούς ίερεις) ρίψαντας, νομίζειν άνευθύνους είναι ύμᾶς αυτους, ἴνα μή μάτην απατῶντες εαυτούς κόπτητε» (PG 62, 88).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου