Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ


Εὐθὺς ἐξ΄ ἀρχῆς πρέπει νὰ τονίσωμεν ὅτι ὁ ὅρος «Παλαιὰ» ἔχει καθαρῶς χριστιανικὴ προέλευσι. Καθιερώθη μετὰ τὴν συγγραφὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, πρὸς διάκρισιν ἀπὸ τὴν «Καινή». Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καὶ μάρτυς, διδάσκει: «Τί εἶναι ἡ Π. Διαθήκη; Εὐαγγέλιον ποὺ ἔχει προαναγγελθῆ, ἔχει προκηρυχθῆ. Τί δὲ ἡ Καινὴ Διαθήκη; Νόμος ὁλοκληρωμένος, συμπληρωμένος»(Ἀμφιβαλλόμενα, Ἀποκρίσεις πρὸς Ὀρθοδόξους, απόκρ. ΡΑ΄ 101 ΒΕΠΕΣ 4,120) . Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιῶτης ὀνομάζει πολὺ ἐπιτυχῶς τὴν Π.Διαθήκην «πρεσβυτέραν». Εἰς ἐπιστολήν του πρὸς τὸν Ἀμμώνιον τὸν Σχολαστικὸν γράφει: «Τὴ θρησκεία μας, τὸν Χριστιανισμό, θὰ σὲ διδάξουν δύο βιβλία. Ἀπὸ αὐτὰ τὸ μὲν ἕνα ὀνομάζεται Παλαιότερη Διαθήκη, τὸ δὲ ἄλλο Νέα Διαθήκη (Ἐπιστολαί, βιβλ. Α΄, Ἐπιστ. ΚΑ΄, P.G. 78, 196B).

Ἐξ΄ ἄλλου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὑπογραμμίζοντας ὅτι ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, τονίζει ὅτι ὁ ἀπόστολος Παῦλος θεωρεῖ «ἀδιαίρετον τὴν Παλαιὰν καὶ Καινὴν Διαθήκην» καὶ παρατηρεῖ: Ὁ Ἀπόστολος καλεῖ αὐτὴν Καινὴν Διαθήκην, ἵνα δείξη πῶς ἀνεκαινίσθη τῆς οἰκουμένης τὰ πέρατα…Καλεῖ λοιπόν Καινὴν Διαθήκην πρὸς σύγκρισι μὲ αὐτὴν ποὺ ἔχει γηράσει˙ ἀνωτέραν πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῆς ἐλάττονος˙ αἰώνιον πρὸς ἀντιπαράθεσιν τῆς προσκαίρου. Καλεῖ αὐτὴν καὶ δευτέραν Διαθήκην…Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἐλάλησε καὶ ἐν τῆ πρώτη, καὶ ἐν τῆ Δευτέρα, ὁ ἴδιος καλεῖ πρώτην καὶ δευτέραν, ἀποδεικνύων διὰ τῆς ἀριθμήσεως τὴν συμφωνίαν. (Εἰς τὸ ὅτι Παλαιᾶς καὶ Καινῆς εἶς ὁ νομοθέτης…P.G. 56, 313).

Ἀλλοῦ δὲ γράφει: «Καινὴ ὀνομάζεται ἀπὸ τὸ χρόνο καὶ ἀπὸ τὴ φύσι τῶν ὅσων συνέβησαν στὴν περίοδό τῆς, διότι ὅλα ἀνακαινίσθηκαν καὶ πρῶτα ὁ ἄνθρωπος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔγιναν τὰ πάντα. Γιὰ νὰ μὴ λέγη λοιπὸν κάποιος ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ ἴδιος, ἴδια καὶ ἡ γῆ, ἴδιος εἶναι καὶ ὁ ἄνθρωπος, τὸ σπουδαιότερο ὅλων τῶν δημιουργημάτων, καὶ νέος νόμος ἐδόθη, νέες ἐντολές, εἶναι καινούργια ἡ χάρις ποὺ δίδεται μὲ τὸ βάπτισμα, νέος ὁ ἄνθρωπος, νέες οἱ ὑποσχέσεις…Εἶναι νέα τὰ μυστήρια. Σκοπὸς λοιπὸν καὶ στὶς δύο Διαθῆκες ἕνας εἶναι, ἡ διόρθωσι τῶν ἀνθρώπων (Σύνοψις τῆς Παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς….ΡG. 56, 313).

Ἐδῶ διευκρινίζουμε ὅτι ἡ λέξι Διαθήκη σημαίνει συνθήκην ἤ ὑπόσχεσιν. Τὸ ἀναλύει ὡραῖα ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης: «Τὴν συνθήκην, τουτέστι τὴν ἐπαγγελίαν, διαθήκην ἡ θεία καλεῖ Γραφή, διὰ τὸ βέβαιον καὶ ἀπαράβατον. Συνθῆκαι μὲν γὰρ πολλάκις ἀνατρέπονται, διαθῆκαι δὲ νόμιμοι οὐδαμῶς (Ἐπιστολαί, βιβλ. Β΄ Ἐπιστ. 196, P.G. 78,641D).

Τὴν Π.Διαθήκην ἀπέρριπταν οἱ λεγόμενοι Γνωστικοί, καὶ ἰδιαίτερα οἱ ὀπαδοὶ τοῦ Μαρκίωνος. Οἱ Μανιχαῖοι διότι ὁ Μάνης ἀπέδιδε ὁλόκληρη τὴν Π.Δ. στὸν «κακὸ Δημιουργό», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦσε, τὸν ποιητὴν τῆς ὕλης καὶ ἀρχὴν τοῦ κακοῦ. Οἱ Προτεστάνται. Ἐπίσης ἡ αἱρετικὴ ὁμάδα ποὺ αὐτοαπεκλήθη «Γερμανοὶ Χριστιανοί». Αὐτοὶ ἦσαν ἀκραιφνεῖς ὀπαδοὶ τοῦ Χίτλερ καὶ ἀπέρριψαν τὴν Π.Δ. ὡς «σημιτικόν», δηλαδὴ Ἑβραϊκὸ σύγγραμμα. Οἱ νεοπαγανισταί (νεοειδωλολάτραι) κ.α.

Ὁλοι αὐτοί, κινούμενοι ἀπὸ ἄγνοια, ἀπὸ ἐθνοφυλετικὸ πάθος, ἀπὸ ἄκρατο ἑλληνοκεντρισμὸ ἤ καὶ ἐσκεμμένως, οὐσιαστικὰ ἀκρωτηριάζουν τὴν Χριστιανικὴ ἀλήθεια. Ἐπειδὴ ἀμφισβήτησι ἤ ἀπόρριψι τῆς Π.Δ. συμπαρασύρει αὐτομάτως στὴν ἀμφισβήτησι ἤ ἀπόρριψι καὶ τῆς Καινῆς, ἀφοῦ ἡ Π.Δ. εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὴν Καινῆ, ἡ ὁποία εἶναι ἀκατανόητη χωρὶς τὴν Παλαιά, ὅπως άποδεικνύουμε στὴ συνέχεια.

ΟΣΟΙ ΑΠΟΡΡΙΠΤΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ τὴν κατηγοροῦν μεταξὺ ἄλλων ὅτι καταγράφει ἱστορίες προσώπων, οἱ ὁποῖες σκανδαλίζουν μᾶλλον παρὰ οἰκοδομοῦν. Τί ἔχομε νὰ ἀπαντήσωμε στὴν κατηγορία αὐτή;

Δὲν εἶναι δυνατὸν οὔτε καὶ λογικὸ νὰ κρίνωμε μὲ τὰ μέτρα τοῦ ἰδικοῦ μας αἰῶνα, ὁ ὁποῖος ἔχει διαμορφωθῆ πολιτιστικῶς κάτω ἀπὸ τὴν ἰσχυρή, ἔντονη καὶ ἐπίμονη ἐπίδρασι τῆς διδασκαλίας τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συμβάντα τῆς ἱστορίας ποὺ ἔλαβαν χώρα κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατριαρχῶν (περίπου εἴκοσι αἰῶνες π.Χ.) ἢ κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δαβίδ (δέκα αἰῶνες π.Χ.). Πολὺ περισσότερο, διότι ὁ κόσμος τῆς Π.Δ. ἐζοῦσε ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου. Ἑνὸς νόμου, ὁ ὁποῖος ἐπρόσταζε μὲν τὸ ὀρθὸ καὶ τὸ δίκαιο, δὲν ἔδιδε ὅμως καμμία βοήθεια καὶ ἐνίσχυσι γιὰ τὴν κατόρθωσι τοῦ ὀρθοῦ καὶ δικαίου. Ὁ νόμος ἐκεῖνος δὲν ἐλύτρωνε ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, μόνον ἐτιμωροῦσε τὴν ἁμαρτία. Ἐνῶ ὁ κόσμος τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ ἰδικός μας δηλαδὴ κόσμος ποὺ ζῆ μετὰ τὴν θεία Ἐνανθρώπησι, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάστασι, ζῆ ὑπὸ τὸ κράτος τῆς θείας Χάριτος. Ἡ Χάρις αὐτὴ ὄχι μόνο συγχωρεῖ ὅσους μετανοοῦν εἰλικρινῶς δι΄ ὅσα ἁμαρτωλὰ ἔπραξαν, ἀλλὰ καὶ ἐνισχύει καὶ ἀσφαλίζει ὅσους θέλουν νὰ βαδίσουν τὸν δρόμο τῆς ἁγιότητος (βλ. Ρωμ.ς΄ 14).

Τὰ γεγονότα τῆς Π.Δ. πρέπει νὰ τὰ ἐξετάζωμε πάντοτε μέσα στὰ πλαίσια τῆς νομοθεσίας ἡ ὁποία ἴσχυε τότε μεταξὺ τῶν συγχρόνων μὲ τὸν Ἰσραὴλ γειτονικῶν λαῶν. Νὰ τὰ ἐξετάζωμε μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ὄχι τῆς ἰδικῆς μας.

Γιὰ νὰ κατανοήσουμε τὸ περιεχόμενο τῆς Π.Δ. πρέπει νὰ μεταφερθοῦμε στὸν κόσμο τοῦ βιβλικοῦ πολιτισμοῦ καὶ νᾶ ἰδοῦμε ποιὸ εἶδος ἀληθείας μᾶς προσφέρει ὁ Θεὸς στὰ βιβλία της. Πρέπει ἐπίσης νὰ γνωρίζωμε ὅτι γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῶν χρόνων ἐκείνων ἡ ἐξήγησι τοῦ κόσμου καὶ ὅλων τῶν φαινομένων του εἶναι ὁ Θεός. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ὅλα ἔχουν καὶ μιὰ ἄλλη διάστασι. Τὴν ὑπερφυσική, τὴ θρησκευτικὴ διάστασι. Αὐτὴ ἡ διάστασι εἶναι ποὺ ένδιαφέρει τὸν συγγραφέα τῆς Π.Δ. Ἐτσι ὁ ἱερὸς συγγραφέας θὰ στραφῆ π.χ. στὴ θρησκευτικὴ ἔννοια τῆς ἐξόδου τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο.

Ακόμη πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἀποκάλυψι τῶν θείων ἀληθειῶν στὴν Ἁγία Γραφὴ πραγματοποιεῖται προοδευτικῶς. Στὴν ἀρχή, στὶς πρῶτες σελίδες τῆς Π.Δ. συναντοῦμε ἠθικὲς ἀντιλήψεις πολὺ χαμηλές. Ὅλα ὅμως αὐτὰ γίνονται, διότι δι΄ αὐτῶν ὁ Θεὸς διδάσκει ἱερὸ μάθημα ἀναγκαῖο καὶ σπουδαῖο. Τοῦτο ἐπίσης γίνεται, διότι ὑπάρχουν μυστήρια, τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ ἐκφράσουμε πλήρως μὲ τὴν ἀνθρώπινη γλῶσσα. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Βρίσκουμε καὶ ἐκεῖ διδασκαλίες, οἱ ὁποῖες ἐκ΄ πρώτης ὄψεως φαίνονται νὰ ἀντιφάσκουν, ἡ προσέγγισί τους ὅμως μᾶς προσφέρει τὴν ἀλήθεια.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι πάντοτε καὶ σὲ ὅλα ἀληθινὴ καὶ πιστή. Δὲν μᾶς ἀποκρύπτει τὰ λάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες τῶν ἡρώων της…γιὰ νὰ μᾶς διδάσκη ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνήργησε στὴν Π.Δ. τὸ ἅγιο θελημά του μὲ ἁγίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ πρόσωπα τὰ ὁποῖα εἶχαν τὶς ἴδιες άδυναμίες, τὴν ἴδια ἀσθενῆ φύσι μὲ ἡμᾶς (βλ. Ἰακ. ε΄ 17). Καὶ μάλιστα σὲ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποίαν, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Στὰ χρόνια τῆς Π.Δ. ἦταν δυσκολώτερη ἡ ἄσκησι τῆς ἀρετῆς. Διότι οὔτε γραπτὲς συμβουλὲς εἶχαν τότε οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, οὔτε παραδείγματα ἀπὸ τὴ ζωὴ ἄλλων ἀνθρώπων…Τὸ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐνήργησε στὴν Π.Δ. τὸ ἅγιο θέλημά του μὲ ἁγίους ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ πρόσωπα ποὺ εἶχαν τὶς ἴδιες ἀδυναμίες μὲ ἡμᾶς, καὶ ἀκόμη τὸ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι δὲν ἔζησαν στὴν ἐποχη τῆς Χάριτος ἀλλὰ σὲ χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ ἄσκησι τῆς ἀρετῆς ἦταν δυσκολώτερη, εἶναι σπουδαῖο δίδαγμα καὶ στήριγμα γιὰ μᾶς, ποὺ ἀγωνιζόμεθα τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως στοὺς χρόνους τῆς Κ.Δ., ἐνισχυόμενοι ἀπὸ τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ (Εἰς Ἰωάννην, Ὁμ. 71,3 P.G.59,368). Γι΄ αὐτὸ ἀκριβῶς δὲν προβάλλει μόνον ἐκείνους ποὺ ἐπέτυχαν ἄθλους ἀρετής, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ νὰ μιμηθοῦμε τοὺς πρώτους καὶ νὰ ἀποφύγουμε τὸ παράδειγμα τῶν δευτέρων (Σύνοψις τῆς παλαιᾶς τε καὶ Καινῆς P.G.56,313-314).

Ἐπι πλέον πρέπει νὰ ὑπογραμμίσουμε ὅτι οἱ δίκαιοι, οἱ ὁποῖοι ἁμάρτησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἔλαβον δικαίαν ἀνταπόδοσιν καὶ τιμωρίαν.

Ἀντὶ λοιπὸν νὰ ὑβρίζουμε τὴν Π.Δ., πρέπει νὰ εἴμεθα εὐγνώμονες πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεόν, διότι ἐφρόντισε ὤστε οἱ θεόπνευστοι συγγραφεῖς της νὰ καταγράψουν καὶ τὶς ἀδυναμίες καὶ τὰ λάθη τῶν δικαίων ἀνδρῶν τῶν πρὸ Χριστοῦ χρόνων καὶ τὶς παιδαγωγικὲς τιμωρίες ποὺ έδέχθησαν ἀπὸ τὸν Θεόν.

ΕΡΧΟΜΕΘΑ ΤΩΡΑ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΩΜΕ στὴν κατηγορία ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι δῆθεν αύστηρός, σκληρός, ρατσιστὴς καὶ μεροληπτικὸς ὑπὲρ ἑνὸς μόνο λαοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι Θεὸς συγγνώμης, ἐλέους, εὐσπλαχνίας καὶ ἀγάπης. Κατ᾽ ἀρχὰς σημειώνουμε ὅτι ὅσοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ἄλλος ἀπὸ ἐκεῖνον τῆς Καινῆς Διαθήκης, παρανοοῦν καὶ ἀγνοοῦν τόσο τὸ πνεῦμα, ὅσο καὶ τὸ γράμμα τῆς Π. Διαθήκης˙ γιὰ νὰ μὴν ποῦμε ὅτι ἀγνοοῦν ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφή — Παλαιὰ καὶ Καινὴ!

Πρὸς ἀναίρεση λοιπὸν τῆς ἀνωτέρω κατηγορίας θὰ παραθέσωμε στὴ συνέχεια μερικὰ παραδείγματα. Θὰ ἀναφέρωμε μὲ πολλὴ συντομία πρῶτον τὴν στάσι τοῦ δῆθεν σκληροῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἁμαρτήσαντα πρωτόπλαστον, κατόπιν τὴν στάσι του πρὸς τοὺς σκληροτράχηλους Ἰουδαίους καὶ στὴ συνέχεια πρὸς τοὺς ἐθνικούς, δηλαδὴ τοὺς εἰδωλολάτρες.

Ἡ Ἁγία Γραφὴ ἱστορεῖ ὅτι ὁ πρωτόπλαστος ἄνθρωπος ἁμάρτησε καὶ ἐναυάγησε μέσα στὸ λιμάνι τοῦ Παραδείσου! Ἔπεσε, παρ᾽ ὅλον ὅτι ἡ ἐντολὴ ποὺ τοῦ εἶχε δοθῆ ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ ἦταν καὶ σαφὴς καὶ εὔκολη. Ἐν τούτοις ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀπεκήρυξε, ἐνῶ εἶχε κάθε λόγο νὰ τὸ κάμη. Ἀντὶ τούτου ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς ἔσπευσε ἀμέσως νὰ φροντίση μὲ ἀγάπη τὸ πλάσμα του. Καὶ ἐπειδὴ ἠθέλησε νὰ κάμη αἰσθητὴ τὴν παρουσία του, οἱ πρωτόπλαστοι ἄκουσαν τὸν θόρυβο τῶν βημάτων του κατὰ τὸ δειλινό. Ἐνῶ δὲ ὁ Ἀδὰμ καὶ ἡ Εὔα ἐκρύβησαν μεταξὺ τῶν δένδρων τοῦ Παραδείσου, ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ μὲ ἄπειρη ἀγάπη καὶ σοφία. Στρέφεται πρὸς τὸν Ἀδὰμ καὶ μὲ ἡμερότητα καὶ φιλανθρωπία τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του, δεῖγμα καὶ τοῦτο τῆς θείας ἀγάπης, καὶ τοῦ ἀπευθύνει τὸν μεγαλειώδη, φιλάνθρωπο καὶ στοργικὸ λόγο: «Ἀδάμ, ποῦ εἶ;» (Γεν. γ΄ 9). Δηλαδή˙ «Ἀδάμ, ποῦ σὲ ἀφῆκα καὶ ποῦ εἶσαι τώρα; Πῶς σὲ ἔπλασα καὶ πῶς εἶσαι τώρα; Τί σοῦ συνέβη;» Ὅλα αὐτά, ὅπως παρατηροῦν οἱ θεόσοφοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἦσαν μία προσπάθεια τοῦ Θεοῦ νὰ βοηθήσει τὸ λογικὸ πλάσμα του νὰ κάμη καλὴ χρῆσι τῆς ἐλευθερίας του, νὰ ὁμολογήση τὴν ἐνοχή του καὶ νὰ λάβη συγχώρησι. Καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ τιμωρία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους, ἡ ἔξωσί τους δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Παράδεισο καὶ ἡ ἐπιβολὴ τοῦ σωματικοῦ θανάτου, δὲν ἦσαν μόνον τρόποι πανσόφου παιδαγωγίας, ἀλλά, ὅπως διδάσκουν οἱ Πατέρες, οὐσιαστικῶς μεγάλες εὐεργεσίες πρὸς τὸν ἄνθρωπο.

Ὁ ἴδιος δῆθεν σκληρὸς Θεὸς καταδικάζει καὶ ἀπαγορεύει αὐστηρῶς τὴν τότε διαδεδομένη εὐρύτατα ἀνθρωποθυσία, δηλαδὴ τὴν θυσία ἀνθρώπων στὸν μισόθεο καὶ μισάνθρωπο σατανᾶ. Ἡ λεγομένη θυσία τοῦ Ἀβραάμ (Γεν. κβ΄ 22) ἦταν ἁπλῶς μία δοκιμασία — ἰσχυροτάτη ὁμολογουμένως— τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ γενάρχου τοῦ «περιουσίου λαοῦ» του. Ἄλλωστε ἡ θυσία ἐκείνη, ἡ ὁποία τελικῶς δὲν πραγματοποιήθηκε, προεικόνιζε τὴν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ Πατρὸς θυσία τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ του, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἐλύτρωνε τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν αἰώνιο θάνατο.

Ἀπὸ τὸν Προφήτη Ὡσηὲ πληροφορούμεθα ὅτι, ἐνῶ οἱ ἀποστατημένοι Ἰσραηλίτες, κυριευμένοι ἀπὸ τὸν οἶστρο τῆς εἰδωλομανίας, ἔλεγαν πεισματικὰ «πορεύσομαι ὀπίσω τῶν ἐραστῶν μου», δηλαδὴ θὰ ἀκολουθήσω καὶ θὰ λατρεύσω τὰ εἴδωλα, ὁ Θεὸς δὲν τοὺς τιμωρεῖ ἀμέσως. Τοὺς παιδαγωγεῖ πατρικῶς μὲ ἀγάπη καὶ τοὺς φράσσει τὸν ἀναίσχυντο δρόμο, ὥστε νὰ μὴ καταλήξουν στὴν πνευματικὴ πορνεία (Ὡσ. β΄ 7-8), δηλαδὴ στὴν εἰδωλολατρεία καὶ τὴν πλήρη ἀποκοπή τους ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ Θεό. «Καὶ αὕτη ἡ τιμωρία φιλανθρωπίας μεστή», σχολιάζει ὁ ἱερὸς ἑρμηνευτὴς Θεοδώρητος Κύρου˙ «πραγματεύεται γὰρ αὐτῆ παῦλαν τῆς δυσσεβείας» ˙ διότι μὲ αὐτὴν ὁ Θεὸς ἐπιχειρεῖ παῦσι τῆς ἀσεβείας, τῆς μισητῆς καὶ ὀλεθρίας εἰδωλομανίας. Ὁ δὲ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας παρατηρεῖ: «Οὐκοῦν οὐκ ἀνόνητον τὸ παιδεύεσθαι, κἄν εἰ ἔχοι τυχὸν τὸ παρ᾿ αὐτοῦ λυποῦν»˙ λοιπὸν δὲν εἶναι χωρὶς ὠφέλεια ἡ θεία παιδαγωγία, ἔστω καὶ ἄν ἡ παιδαγωγία αὐτὴ προξενῆ λύπη καὶ πόνο στὸν παιδαγωγούμενο.

Ὁ Θεὸς τῆς Π. Διαθήκης εἶναι τόσο φιλάνθρωπος, ὥστε εὐεργετεῖ τὸν Ἰσραὴλ μὲ πλοῦτο ἀγαθῶν, ἄν καὶ προγνωρίζη ὅτι οἱ Ἰσραηλίτες θὰ φανοῦν ἀπεναντί του ἀγνώμονες καὶ ἀχάριστοι (Ὡσ. β΄ 10). Εἶχε κάθε δίκαιο νὰ εφαρμόση δικαιοσύνη˙ καὶ ὅμως ἐφαρμόζει ἄκρα μακροθυμία καὶ ἐκπληκτικὴ εὐσπλαχνία (Ὡσ. β΄ 16 — γ΄ 1).

Ὁ δῆθεν σκληρὸς Θεὸς ἀποδεικνύεται Θεὸς θαυμαστῆς ἀγάπης καὶ τρυφερότητος. Μὲ τὸ στόμα τοῦ μεγαλοφωνότατου Ἡσαΐα λέγει: Ἔγινα φανερὸς καὶ ἀπεκάλυψα τὸν ἑαυτό μου σ᾿ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ἐρώτησαν, διότι μὲ ἀγνοοῦσαν ἐντελῶς˙ εὑρέθηκα ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι δὲν ἐζητοῦσαν νὰ μὲ εὕρουν. Ἀκόμη ὁ Κύριος, μὲ τὸ στόμα τοῦ ἰδίου Προφήτου, λέγει καὶ αὐτὸ τὸ συγλονιστικὸ γιὰ τὸν ἀπειθῆ καὶ ἀντάρτη Ἰσραηλιτικὸ λαό: Διαρκῶς σὰν πατέρας στοργικὸς ἅπλωσα τὰ χέρια μου γιὰ νὰ ἀγκαλιάσω λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει˙ πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐβάδισαν τὸν δρόμο ποὺ τοὺς δεικνύει ὁ θεῖος νόμος, ἀλλὰ ἐπορεύθηκαν πίσω ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες των (Ἡσ. ξε΄ 65. 1-2). Στὴ στάσι αὐτὴ τοῦ Θεοῦ διακρίνουμε μία μακροθυμία, ποὺ ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη κατανόησι. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, γεμᾶτος ἅγιο ἐνθουσιασμό, σχολιάζει: Ὁ Θεὸς λέγει˙ δὲν ἔγινα μόνον φανερός, ἀλλὰ καὶ παρέμεινα τὰς χεῖρας ἀναπεταννύς καὶ παρακαλῶν, πατρὸς φιλοστέργου καὶ μητρὸς φιλόπαιδος κηδεμονίαν ἐπιδεικνύμενος.

Ἀπὸ τὸ θεόπνευστο βιβλίο τοῦ Ἰωνᾶ πληροφορούμεθα ὅτι ὁ δῆθεν σκληρὸς καὶ μισαλλόδοξος Θεὸς τῆς Π. Διαθήκης δίδει ἐντολὴ στὸν Ἰσραηλίτη προφήτη Ἰωνᾶ νὰ μεταβῆ στὴ Νινευή, τὴν πόλιν τὴν μεγάλην. Ἀλλὰ ἡ Νινευὴ δὲν ἦταν πόλις στὴν ὁποῖαν κατοικοῦσαν Ἰσραηλίτες. Ἦταν καθαρῶς ἐθνικὴ πόλις. Ἦταν ἡ πρωτεύουσα τῶν εἰδωλολατρῶν Ἀσσυρίων. Ὁ Ἰωνᾶς ἐκαλεῖτο νὰ κηρύξη σ᾿ αὐτήν, διότι ἡ ἁμαρτία εἶχε πληθυνθῆ καὶ εἶχεν ὑπερβῆ τοὺς ὅρους τῆς θείας μακροθυμίας. Ἐκήρυξεν ὁ Ἰωνᾶς καὶ οἱ εἰδωλολάτραι κάτοικοί της μετενόησαν˙ μὲ ἀποτέλεσμα ὁ Θεὸς νὰ ἀναστείλη τὴν τιμωρία ποὺ εἶχε ἐξαγγείλει ὁ Προφήτης κατ᾿ ἐντολήν του. Ἐπειδὴ ὅμως ὁ Ἰωνᾶς ἀντέδρασε, ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε ὥστε ὁ Προφήτης του νὰ ταλαιπωρηθῆ πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν ἀφόρητο καύσωνα ποὺ τὸν ἐκτύπησε, ὅταν κατ᾽ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἐξηράνθη ἡ κολοκυθιά, ποὺ μὲ τὴ σκιὰ τῶν φύλλων της ἐπροστάτευε τὸν Προφήτη. Διότι ὁ Θεὸς ἤθελε καὶ θέλει τὴν σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Δὲν θέλει τὸν θάνατο τοῦ ἀνόμου καὶ ἁμαρτωλοῦ˙ θέλει τὴν ἐπιστροφὴ καὶ τὴν σωτηρία του (βλ. Ἰεζ. ιη΄ 18, 23). Ἐὰν ἐπιθυμοῦσε νὰ τιμωρήση τὸν ἁμαρτωλό, γράφει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, θὰ ἐσιωποῦσε. Ὅμως ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἐλεῆ, γι᾽ αὐτὸ καὶ παρακαλεῖ˙ λυπεῖται, γι᾽ αὐτὸ παρακαλεῖ˙ σὲ φοβίζει προλέγοντας τὴν τιμωρία, γιὰ νὰ σὲ προφυλάξη ἀπὸ τὸν κίνδυνο ποὺ σὲ ἀπειλεῖ. Στὴν περίπτωσι τῶν ἁμαρτωλῶν Νινευϊτῶν ἀπείλησε, μετενόησαν, τοὺς εὐσπλαχνίσθη καὶ δὲν τοὺς ἐτιμώρησε. Ἐσιώπησε στὴν περίπτωσι τῶν ἀμετανοήτων Σοδομιτῶν καὶ τοὺς ἐτιμώρησε.

Ὅσοι κατηγοροῦν τὸν Θεὸν τῆς Π. Διαθἠκης ὡς δῆθεν σκληρόν, ἔπρεπε νὰ προσέξουν ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ δύο σπουδαῖες καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν φιλάνθρωπες διατάξεις, ποὺ ἀναγράφονται στὸ Λευϊτικὸν καὶ ἀπὸ τὶς ὁποῖες οἱ σοφοὶ κοινωνιολόγοι ὄχι μόνον τῆς ἐποχῆς μας ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἐποχῶν ἔχουν πολλὰ νὰ διδαχθοῦν. Πρόκειται γιὰ τὶς διατάξεις περὶ Σαββατικοῦ καὶ περὶ Ἰωβηλαίου ἔτους.

Στὸ θαυμάσιο βιβλίο Θρῆνοι Ἱερεμίου διαβάζουμε: «Ὁ Κύριος δὲν διέταξε οὔτε ἠθέλησε νὰ ταπεινώνωνται καὶ νὰ ποδοπατοῦνται ἀπὸ τὸν νικητὴ ὅλοι οἱ αἰχμάλωτοι μιᾶς χώρας ἡ ὁποία ἡττήθη˙ οὔτε νὰ διαστρέφεται καὶ νὰ καταπατῆται τὸ δίκαιον ἑνὸς ἀνθρώπου κατὰ τρόπον προσβλητικὸν ἐνώπιον τοῦ Ὑψίστου Θεοῦ˙ οὔτε νὰ καταδικάζεται σὲ μία δίκη μὲ δόλο ἄνθρωπος ἀθῶος» (Θρῆνοι γ΄ 34-36). Ἡ ταπείνωσι καὶ τὸ ποδοπάτημα τῶν αἰχμαλώτων ἀπὸ τὸν νικητὴ ἦταν συνηθισμένο φαινόμενο στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Ὁ Κύριος λοιπὸν καταδικάζει καὶ τὴν κακομεταχείρισι τῶν αἰχμαλὠτων.

Ἀλλά, ἀντιλέγουν ὡρισμένοι, ὁ Θεός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι Θεὸς τιμωρός, πολλὲς φορὲς μάλιστα καὶ πολὺ σκληρὸς πρὸς τοὺς ἐθνικούς. Ἡ ἀπάντησι καὶ στὸν ἀντίλογο αὐτὸ δὲν εἶναι δύσκολη. Μᾶς τὴ δίδει καὶ πάλιν ἡ Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία σὲ τίποτε δὲν μᾶς ἀφῆκε ἀπληροφόρητους.

Ἀλλὰ πρὶν ἀναφερθοῦμε στὴν αὐστηρὴ πράγματι στάσι τοῦ Θεοῦ πρὸς τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη τῆς Χαναάν, πρέπει νὰ ὑπογραμμίσωμε δύο πράγματα:

α) Ὁ Θεός, καί ὅταν ἀκόμη τιμωρῆ, δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ εὐεργετῆ ὡς Θεὸς ἀγάπης καὶ οἰκτιρμῶν. Ὁ Μ. Βασίλειος, σχολιάζοντας τὸν λόγο τοῦ Προφήτου «θὰ ἁπλώσω τὸ χέρι μου ἐπάνω σου καὶ θὰ σὲ ὑποβάλω στὴ φωτιὰ τῆς τιμωρίας (…) καὶ τότε θὰ συντριβοῦν οἱ ἀσεβεῖς περιφρονηταὶ καὶ καταπατηταὶ τοῦ νόμου καὶ οἱ παραβάται του ἁμαρτωλοί ὅλοι μαζί» (Ἡσ. α΄ 25, 28), παρατηρεῖ: Κύτταξε «τὸ ἀγαθὸν τέλος τῆς δικαίας κρίσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν τιμωριῶν ποὺ ἐπιβάλλονται κατὰ τὴν κρίσι (…). Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο παροξύνεται ὁ Θεός, προκειμένου νὰ εὐεργετήση τοὺς ἁμαρτωλούς. Διότι δὲν τιμωρεῖ γιὰ νὰ ἀφανίση, ἀλλὰ παιδαγωγεῖ γιὰ νὰ ἐπανορθώση». Σὲ σχόλιο δὲ στὸ χωρίο «Ἐγὼ ἠμπορῶ νὰ θανατώσω καὶ νὰ δώσω ζωήν˙ ἠμπορῶ νὰ κτυπήσω, νὰ πληγώσω καὶ νὰ θεραπεύσω» (Δευτ. λβ΄ 32,39), ὁ ἴδιος θεοφώτιστος Πατὴρ σχολιάζει: Ὁ Θεὸς θανατώνει αὐτὸν ποὺ ζῆ στὴν ἁμαρτία, ὥστε, ἀφοῦ τὸν καθαρίση ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τῆς κακῆς ζωῆς του, νὰ τοῦ χαρίση τὴ νέα ζωή. Ὁ ἐπίσκοπος Ρώμης Κλήμης, σχολιάζοντας τὸ ἴδιο χωρίο τοῦ Δευτερονομίου, παρατηρεῖ: «ἀποκτείνει μὲν διὰ τῆς ἀριστερᾶς» του, «σώζει δὲ καὶ εὐεργετεῖ διὰ τῆς δεξιᾶς». Γράφει: Στὴν πραγματικότητα ὁ Θεὸς θανατώνει καὶ ζωογονεῖ. Θανατώνει μὲν μὲ τὸ ἀριστερὸ χέρι˙ καὶ ἡ τιμωρία αὐτὴ προξενεῖ χαράν, διότι μὲ τὴν κάκωσιν τῶν ἀσεβῶν μετριάζεται τὸ κακόν. Σώζει δὲ καὶ εὐεργετεῖ μὲ τὸ δεξί χέρι˙ αὐτό προξενεῖ ἱκανοποίησιν καὶ χαράν, διότι ἔτσι εὐεργετοῦνται καὶ σώζονται οἱ δίκαιοι, ἐπικρατεῖ δὲ τὸ ἀγαθόν. Παρόμοια παρατηρεῖ καὶ ὁ ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος γράφει: «Διὰ τοῦτο πληγώνω τοὺς ἀτάκτους, ἵνα τοὺς ἰατρεύσω˙ θανατώνω τὸ σῶμα, ἵνα ζωοποιήσω τὴν ψυχήν˙ πληγώνω τὴν σάρκα, ἵνα ἰατρεύσω τὸ πνεῦμα». Διότι «ὁ Θεὸς ζωοποιεῖ καὶ ἰατρεύει, ὅταν οἱ ζωοποιούμενοι καὶ ἰατρευόμενοι παύσουν καὶ δὲν πράττουν πλέον τὴν ἁμαρτίαν, ἥτις εἶναι ὁ θάνατος καὶ ἡ πληγὴ τῆς ψυχῆς».

β) Ὁ Θεὸς δὲν προσωποληπτεῖ. Δὲν τιμωρεῖ μόνον τὰ ἔθνη, τιμωρεῖ σκληρὰ καὶ τὸν Ἰσραήλ, διότι ἔχει νὰ κάμη μὲ λαὸ ἀσύνετο, ἄστατο, ἄπιστο, ἀγνώμονα, ἀπειθάρχητο, ἐπαναστάτη. Λαό, ὁ ὁποῖος γογγύζει συνεχῶς κατὰ τοῦ Θεοῦ, κατὰ τοῦ Μωϋσῆ, τοῦ Ἀαρών, τῶν Προφητῶν. Λαό, ὁ ὁποῖος παραπονεῖται διαρκῶς, ἀντιλέγει, ἀντιδικεῖ μὲ τὸν Μωϋσῆ καὶ τὸν Ἀαρών. Ἐνῶ ὁ Θεὸς εὐεργετεῖ τοὺς Ἰουδαίους, αὐτοὶ προσθέτουν νέες ἐκδηλώσεις ἀχαριστίας, γιὰ νὰ ἁμαρτάνουν ἀκόμη περισσότερο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ (βλ. Ψαλ. Οζ΄ 77, 17).

Ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος κατηγόρησε τοὺς Ἰουδαίους ὅτι οἱ πατέρες των ἀπέκτειναν τοὺς Προφῆτες (Λουκ. ια΄ 11, 47). Ὅσον ἀφορᾶ δὲ στοὺς Προφῆτες ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἔζησαν κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας εὐσεβῶν βασιλέων, εἶναι γνωστὸν ὅτι ὑπῆρξε πάντοτε μία μερίδα ἀνθρώπων στὸ Ἰσραηλίτικο ἔθνος κακεντρεχὴς καὶ μοχθηρή, ἡ ὁποία τοὺς ἐχλεύαζε καὶ ἦταν ἕτοιμη νὰ τοὺς κακοποιήση.

Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Θεὸς διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ὅπως ἀνεφέραμε, εἶπε: Διαρκῶς ὡς πατέρας στοργικὸς ἅπλωσα τὰ χέρια μου γιὰ νὰ ἀγκαλιάσω λαόν, ὁ ὁποῖος ἀπειθεῖ καὶ ἀντιλέγει (Ρωμ. ι΄ 10, 21). Τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πατέρας φιλόστοργος, ὁ ὁποῖος δεικνύει θαυμαστὴ κηδεμονία γιὰ τὰ παιδιά του, ὅπως παρατηρεῖ ὁ οὐράνιος νοῦς τῆς θεολογίας, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος. Ὁ δὲ ἀπόστολος Παῦλος βεβαιώνει ὅτι παρ’ ὅλη τὴν ἀντίθεη διαγωγὴ τῶν Ἰσραηλιτῶν «οὐκ ἀπώσατο (= δὲν ἀπέρριψε) ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ» (Ρωμ. ια΄ 11, 2). Ἀπόδειξις ὅτι τὸν ὀνομάζει «λαόν» του, τὴν δὲ ἁμαρτωλὴ Ἱερουσαλὴμ «θυγατέρα» του. Ὁ προφήτης Ἠλίας παραπονούμενος ἔλεγε στὸν Θεόν: Οἱ Ἰσραηλίτες «τοὺς προφήτας σου ἀπέκτειναν καὶ τὰ θυσιαστήριά σου κατέσκαψαν», ἀπέμεινα δὲ ἐγὼ τελείως μόνος καὶ ζητοῦν τὴν ζωή μου(Ρωμ. ια΄ 11, 3, πρβλ. Γ΄ Βασ. Ιθ΄ 10, 14, 18). Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ἠλίας ἔλεγε στὸν Θεὸν οὐσιαστικῶς τοῦτο: «Κύριε, ἕως πότε θὰ ἀφήνης ἀτιμώρητον τὸν λαὸν αὐτόν; Δὲν εἶναι ἀκόμη καιρὸς νὰ τὸν ἐξολοθρεύσης;». Ἐν τούτοις ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ, διότι ἔβλεπε μὲ τὸ παντέφορο βλέμμα του καὶ ἐγνώριζε, χάρις στὴν παγγνωσία του, ὅτι στὴ φαινομενικῶς γενικὴ ἐκείνη ἀποστασία ὑπήρχαν ἑπτά χιλιάδες ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐγονάτισαν γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸ εἴδωλο τοῦ Βάαλ (Ρωμ. ια΄ 11, 4), τοῦ θεοῦ τῶν Φοινίκων καὶ τῶν Χαναναίων. Αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ «λεῖμμα», δηλαδὴ τὸ εὐσεβὲς ὑπόλοιπον, ἀνεχαίτιζε τρόπον τινὰ τὴν «δικαίαν ὀργὴν» τοῦ Θεοῦ.

Τὸ ἴδιο θὰ συνέβαινε καὶ πολὺ παλαιότερα μὲ τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμμορα, ἐὰν ὁ Θεός, ὅπως εἶπε στὸν Ἀβραάμ, εὕρισκε ἔστω καὶ δέκα δικαίους στὶς ἁμαρτωλότατες ἐκεῖνες πόλεις. Ἀλλά δὲν εὑρέθησαν ἐκεῖ οὔτε δέκα δίκαιοι, γι’ αὐτὸ ἐξέσπασε ἐναντίον τῶν δύο πόλεων ἡ δίκαιη τιμωρία. Ὅσοι κατηγοροῦν τὸν Θεὸν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὡς σκληρόν, ἂς μελετήσουν μὲ προσοχὴ τὴν γεμάτη χάρι, μεγαλεῖο καὶ ἁπλότητα φιλικὴ συνομιλία τοῦ δικαίου Ἀβραὰμ μὲ τὸν Κύριον, ὅπως ἱστορεῖται στὸ 18ο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως. Θὰ μείνουν κατάπληκτοι μπροστὰ στὴ θεία εὐσπλαχνία, συγκατάβασι καὶ ἀγάπη, ἡ ὁποία μακροθυμεῖ καὶ πρὸς αὐτοὺς τοὺς πείσμονες καὶ βυθισμένους στὴν πιὸ βδελυκτὴ σαρκικὴ ἁμαρτία.

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ ΣΤΗΝ ΠΑΛΑΙΑ ΔΙΑΘΗΚΗ, τὰ ὁποῖα οἱ πολέμιοί της ὑπογραμμίζουν ἰδιαιτέρως καὶ ἐπάνω σ’ αὐτὰ στηρίζουν τὸ ἐπιχειρημά τους ὅτι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι Θεὸς σκληρός, ἐνῶ τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι Θεὸς ἀγάπης. Τό ἕνα εἶναι τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» (Ἐξ. κα΄ [21] 24, Λευϊτ. κδ΄ [24] 20, Δευτ. ιθ΄ [19] 18‑21˙ βλ. καὶ Ματθ. ε΄ 38). Τὸ ἄλλο εἶναι τὸ «ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σαυτόν» (Λευϊτ. ιθ΄ [19] 18) καί, ὅπως συμληρώνεται στὴν παράθεσι τῆς Καινῆς Διαθήκης, «καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου» (Ματθ. ε΄ 43).

Ἂς δοῦμε μὲ προσοχὴν τὰ ἐπίμαχα αὐτὰ χωρία.

1. Ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ὥριζε: Θὰ τιμωρῆται αὐτὸς ποὺ ἔγινε αἰτία νὰ χάση ὁ ἄλλος τὸ μάτι του, μὲ τὸ νὰ βγῆ καὶ τὸ δικό του μάτι. Τὸ χαμένο δόντι θὰ ἀνταποδίδεται μὲ δόντι, τὸ χέρι μὲ χέρι, τὸ πόδι μὲ πόδι, τὸ ἔγκαυμα μὲ ἔγκαυμα, ἡ πληγὴ μὲ πληγήν, τὸ κτύπημα μὲ κτύπημα. Περὶ τοῦ νόμου λοιπὸν τούτου παρατηροῦμε τὰ ἀκόλουθα:

α) Ὁ νόμος αὐτὸς ποὺ εἶχε εἰσαχθῆ στὴν Μωσαϊκὴ νομοθεσία δὲν ἦταν τότε ἄγνωστος. Ἦταν γνωστός, ἀφοῦ ἦταν ἀρχαιότατος˙ ἤδη ἀποτελοῦσε ἄρθρο τοῦ «Μεγάλου Χάρτου» ποὺ ἔθεσε ὁ Θεὸς σὲ ἰσχὺ μεταξὺ τοῦ νέου μετὰ τὸν κατακλυσμὸ κόσμου, δηλαδὴ μεταξὺ τοῦ Νῶε καὶ τῶν ἀπογόνων του (βλ. Γεν. θ΄ 6). Ὁ νόμος δὲ αὐτὸς εἶχε γίνει ἀποδεκτὸς ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ πολλοὺς ἄλλους λαούς. Ἐπρόκειτο περὶ τοῦ λεγομένου «νόμου τῆς ἀνταποδόσεως» (lex talionis) ἢ ἀντεκδικήσεως ἢ ταυτοπαθείας. «Τὴν σπουδαίαν σημασίαν τοῦ νόμου αὐτοῦ διὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ δικαίου ἔχουν, ἤδη πρὸ πολλοῦ, ἐξάρει οἱ ἁρμόδιοι τῆς Νομικῆς ἐπιστήμης». Ὅμως μὲ τὴν ἀνωτέρω διάταξι «καθιεροῦται διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸν ἀρχαῖον κόσμον καὶ μάλιστα εἰς τόσον πρώϊμον ἐποχήν (περὶ τὸν 14ον αἰ. π.Χ.), μέσω τῆς σχετικῆς νομοθεσίας τῆς Π. Διαθήκης, ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσονομίας καὶ ἰσοπολιτείας».

β) Ἀπὸ ἄλλα χωρία τῆς Π. Διαθήκης γίνεται σαφὲς ὅτι ὁ Μωσαϊκὸς νόμος ὥριζε ὅτι ἡ ἐκδίκησι δὲν ἐπαφίεται στὶς διαθέσεις ἐκείνου ὁ ὁποῖος ἔχει ἀδικηθῆ. Ἑπομένως ἡ διάταξι αὐτὴ δὲν ἔχει σχέσι μὲ τὴν αὐτοδικία. Τὸ δίκαιο στὴν Π. Διαθήκη ἔπρεπε νὰ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τοὺς Κριτάς, τοὺς δικαστάς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἐντολοδόχοι τοῦ θεοκρατικοῦ πολιτεύματος, καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν ὁποιονδήποτε. Οὐσιαστικῶς δὲ ἡ ἀνταπόδοσι ἐπεφυλάσσετο στὸν δικαιοκρίτην Θεόν (βλ. Λευϊτ. λβ΄ [32] 35, Ψαλ. Ϟγ΄ [93] 1). Δυστυχῶς ὅμως «οἱ Ἰουδαῖοι συχνότατα ἐνεθυμοῦντο τὸ γράμμα τοῦ νόμου καὶ ὀλίγον ἐσκέπτοντο τοὺς ὑπὸ τοῦ νόμου ἐπιβαλλομένους περιορισμούς».

γ) Ἐπίσης, ἀπὸ ἄλλα χωρία τῆς Π. Διαθήκης πληροφορούμεθα ὅτι τὸ πνεῦμα τῆς ἐκδικήσεως ἀπηγορεύετο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Τὸ Λευϊτικὸν π.χ. ὥριζε: Δὲν θὰ ἐκδικῆται τὸ χέρι σου, δηλαδὴ δὲν θὰ χειροδικῆς γιὰ νὰ πάρης τὸ δίκαιό σου˙ οὔτε θὰ ὀργίζεσαι ἐναντίον τῶν συμπατριωτῶν σου. Θὰ ἀγαπᾶς τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀκριβῶς καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό σου. Ἐγώ, ὁ ὁποῖος νομοθετῶ αὐτά, εἶμαι ὁ Κύριος ὅλων (Λευϊτ. ιθ΄ [19] 18). Στὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ διδάσκεται: Μὴ ὀργισθῆς καὶ μὴ μνησικακήσης κατὰ τοῦ πλησίον σου γιὰ κάθε ἀδίκημα ποὺ θὰ σοῦ κάμη˙ καὶ μὴ ἐνεργήσης τίποτε ἐναντίον του μὲ ὑβριστικὰ ἔργα βίας (Σ. Σειρ. ι΄ [10] 6).

δ) Ὁ νόμος τῆς ταυτοπαθείας ἦταν νόμος ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ἔργο τῆς φιλανθρωπίας του, καὶ εἶχε νομοθετηθῆ ἀπὸ τὸν Κύριο γιὰ σκοποὺς καθαρὰ παιδαγωγικούς.

Ἡ ἐπιχειρηματολογία τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου εἶναι ἐν προκειμένω καταλυτική. Γράφει: Ὡρισμένοι, ὅταν ἀκούουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος», ἀμέσως παρεμβαίνουν λέγοντας: «Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἀγαθὸς ὁ Θεός, ποὺ νομοθετεῖ αὐτά;» Λοιπόν, στοὺς ἀνθρώπους αὐτοὺς ἀπαντῶμεν, λέγει ὁ θεοφώτιστος Πατήρ: Ὁ νόμος αὐτὸς ἀποτελεῖ μέγιστο ἔργο τῆς θείας φιλανθρωπίας. Διότι ὁ Θεὸς ἔθεσε τὸν νόμο αὐτό, ὄχι γιὰ νὰ βγάζη ὁ ἕνας τὸ μάτι τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφεύγωμε νὰ πράξωμε κάτι παρόμοιο, ἀπὸ φόβο μήπως πάθωμε τὸ ἴδιο ἀπὸ ἄλλους. Ὅπως ἄλλοτε εἶχε ἀπειλήσει μὲ καταστροφὴ τοὺς Νινευΐτες (βλ. Ἰων. γ΄ 4), ὄχι γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίση (διότι, ἂν ἤθελε τὸν ἀφανισμό τους, ἔπρεπε νὰ σιωπήση καὶ νὰ μὴ τοὺς καλέση σὲ μετάνοια), ἀλλὰ γιὰ νὰ παύση τὴν ὀργή, ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς κάμη καλύτερους μὲ τὴν ἀπειλὴ τοῦ φόβου˙ ἔτσι ὥρισε τιμωρία καὶ γιὰ ἐκείνους ποὺ εὔκολα ἐπιτίθενται ἐναντίον τῶν ὀφθαλμῶν τῶν ἄλλων, ὥστε, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν θέλουν ἀπὸ ἀγαθὴ προαίρεσι νὰ ἀποφεύγουν τὴν σκληρότητα, νὰ ἐμποδισθοῦν νὰ λυμαίνωνται τὰ μάτια τῶν πλησίον των ἀπὸ τὸν φόβο. Ἐὰν ὅμως ἡ ἐντολὴ αὐτὴ εἶναι δεῖγμα τῆς σκληρότητος τοῦ Θεοῦ, τότε παρόμοια ἀπόδειξι εἶναι καὶ ἡ σύλληψι τοῦ φονιά καὶ ἡ ἀναχαίτισι τοῦ μοιχοῦ.

Ἀλλὰ, συνεχίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, τὰ λόγια αὐτὰ προέρχονται ἀπὸ ἀνθρώπους ἀνόητους, οἱ ὁποῖοι κατέχονται ἀπὸ μεγάλη παραφροσύνη. Ἐγὼ ὅμως ἀπέχω τόσο πολὺ ἀπὸ τοῦ νὰ ὀνομάσω ὅλα αὐτὰ σκληρότητα, ὥστε νὰ ὑποστηρίζω ὅτι παράνομα εἶναι τὰ ἀντίθετα πρὸς αὐτά. Διότι σὺ μὲν λέγεις ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σκληρὸς ἐπειδὴ διέταξε νὰ βγάζωμε «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμού»˙ ἐγὼ δὲ ἀντιθέτως λέγω ὅτι, ἐὰν ὁ Θεὸς δὲν διέτασσε κάτι τέτοιο, τότε θὰ ἔδιδε στοὺς πολλοὺς τὴν ἐντύπωσι ὅτι εἶναι αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέγεις ἐσύ (δηλαδὴ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι σκληρός). Διότι, ἂς ὑποθέσωμε ὅτι ὁ νόμος κατηργήθη ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ὅτι κανένας δὲν φοβάται τὴν τιμωρία ποὺ ἐπιβάλλει ὁ νόμος, ἀλλὰ ὅλοι οἱ κακοὶ εἶναι ἐλεύθεροι νὰ ἀναπτύσσουν χωρὶς φόβο τὴν κακοποιὸ δραστηριότητά των, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ μοιχοὶ καὶ οἱ φονιάδες καὶ οἱ κλέπται καὶ οἱ ἐπίορκοι καὶ οἱ πατροκτόνοι. Δὲν θὰ εἶχαν γίνει τότε ὅλα ἄνω – κάτω καὶ δὲν θὰ ἐγέμιζαν οἱ πόλεις καὶ οἱ ἀγορὲς καὶ τὰ σπίτια καὶ ἡ γῆ καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὅλη ἡ οἰκουμένη ἀπὸ ἀναρίθμητα κακουργήματα καὶ φόνους; Ἀσφαλῶν ναί. Διότι ἐάν, παρ’ ὅλον ὅτι ὑπάρχουν νόμοι καὶ φόβος τιμωρίας καὶ ἀπειλή, μόλις καὶ μετὰ βίας συγκρατοῦνται καὶ ἀναχαιτίζονται οἱ πονηρὲς διαθέσεις, τί θὰ ἦταν ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἐμπόδιζε τοὺς κακοὺς στὸ νὰ προτιμοῦν τὴν κακία, ἐάν κατηργεῖτο αὐτὴ ἡ ἀσφάλεια; Καὶ πόση διαφθορὰ δὲν θὰ ἐβασίλευε εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον; Διότι δὲν εἶναι αὐτὸ μόνον ἀπόδειξι σκληρότητος, τὸ νὰ ἐπιτρέπεται δηλαδὴ στοὺς κακοὺς νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν, ἀλλὰ καὶ τὸ ἄλλο, ὄχι μικρότερο ἀπὸ αὐτό, δηλαδὴ τὸ νὰ μὴ παθαίνει τίποτε ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖ, καὶ ἀντιθέτως νὰ ἀφήνεται χωρὶς προστασία ἐκεῖνος ποὺ ἀδικεῖται χωρὶς αἰτία καὶ σκοπό.

Σὲ ἄλλη περίπτωση πάλι ὁ θεῑος Χρυσόστομος παρατηρεῖ: «Ἐκεῖνα συνεχώρησεν οὐχ ἵνα ἀλλήλοις αὐτὰ ποιῶμεν, ἀλλ’ ἵνα δέει τοῦ παθεῖν ἀπεχώμεθα τοῦ τολμᾶν». Ἐκεῖνα (τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος») τὰ ἐπέτρεψε ὁ Κύριος, ὄχι γιὰ νὰ τὰ κάμνωμε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀποφεύγωμε νὰ τὰ πράττωμε ἀπὸ φόβο μήπως τὰ πάθωμε! Τὰ ἴδια περίπου γράφει καὶ ὁ Θεοδώρητος Κύρου: Ὁ Θεὸς «οὐχ ἵνα πάσχωσι ταῦτα νενομοθέτηκεν, ἀλλ’ ἵνα μὴ πράττωσι. Τοῦ γὰρ πάθους τὸ δέος (=ὁ φόβος) τὴν πρᾶξιν ἐκώλυσεν». Ὁ Θεὸς εἶχε νομοθετήσει αὐτὰ στοὺς Ἰσραηλίτες, ὄχι γιὰ νὰ τὰ παθαίνουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ τὰ πράττουν. Διότι ἐμπόδισε τὴν πρᾶξι μὲ τὸν φόβο ὅτι θὰ τὰ πάθουν.

Ἀλλοῦ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος παρατηρεῖ: νόμος αὐτὸς ἐδόθη στοὺς Ἰσραηλίτες, ὅχι γιὰ νὰ βγάζουν ὁ ἕνας τὰ μάτια τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ πράττουν κανένα κακὸ στὺς ἄλλους, ἀναχαιτιζόμενοι καὶ συγκρατούμενοι ἀπὸ τὸν φόβο μήπως πάθουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους τὰ ἴδια. Ὁ Θεὸς ἐνομοθέτησε τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ», γιὰ νὰ δέση τὰ χέρια ἐκείνου τοῦ ἄλλου, ὥστε νὰ μὴ σὲ ἀντεκδικηθῆ βγάζοντας τὰ δικά σου μάτια· ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἐμποδίση τὴ βλάβη τῶν δικῶν σου ὀφθαλμῶν, ἀλλὰ γιὰ νὰ διατηρήση σῶα καὶ τὰ μάτια τοῦ ἄλλου.

Ὁ νόμος αὐτὸς ἐδόθη, λέγει πάλι σὲ ἄλλη περίπτωσι ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, διότι οἱ Ἰσραηλίτες ἦσαν ἀκόμη νήπιοι πνευματικῶς. Τὰ «δόγματα αὐτῶν παίδων ἐστί»· τοῦτο φανερώνει ἡ ἐντολὴ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος». Διότι τίποτε δὲν φέρεται τόσον ὁρμητικὰ πρὸς ἄμυνα καὶ ἐκδίκησι, ὅσον ἡ παιδικὴ σκέψι. Καὶ ἐπειδὴ τὸ πάθος τῆς ἀντεκδικήσεως εἶναι ἀποτέλεσμα ἐλλείψεως λογικῆς, ὑπάρχει δὲ μεγάλη ἀπερισκεψία καὶ μεγάλη ἔλλειψι λογικοῦ στὴν ἡλικία αὐτή, εἶναι φυσικὸ τὸ παιδὶ νὰ κατατυραννῆται ἀπὸ τὴν ὀργή· τόσον, ὥστε πολλὲς φορὲς νὰ ἀναστατώνεται, νὰ ὑφίσταται δυστυχήματα, νὰ αὐτοτραυματίζεται, νὰ καταστρέφη, νὰ κτυπᾶ τὸ γόνατό του ἀπὸ ἀγανάκτησι, νὰ πληγώνη γιὰ νὰ σβήση τὴν ὀργὴ καὶ νὰ καταπραΰνη τὸ πάθος τῆς ἐκδικήσεως! Κάτι τέτοιο ἔκαμε ὁ Θεὸς καὶ στὴν περίπτωσι τῶν «νηπίων» Ἰσραηλιτῶν.

Ἀπὸ τὶς ἑρμηνεῖες ποὺ δίδει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος στὸ χωρίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ νόμος αὐτὸς ἐδόθη στοὺς Ἰσραηλίτες ὡς φραγμὸς στὰ ἄγρια κύματα τῆς ἀντεκδικήσεως ποὺ ἐγείρονται στὴν ψυχὴ ἑνὸς μὴ ἀναγεννημένου πνευματικῶς ἀνθρώπου. «Ταῦτα μὲν ὁ (Μωσαϊκός) νόμος ὡς ἀσθενεῖς τοὺς Ἰσραηλίτας» ὥρισε, παρατηρεῖ ὁ Ὠριγένης. Ἔτσι ὁ Θεὸς περιώριζε τὴν ἐκδίκησι μόνο στὴν ταυτοπάθεια, δηλαδὴ στὸ νὰ πάσχη κάποιος τὰ ἴδια μὲ τὸν ἄλλον τὸν ὁποῖον ἔβλαψε. Ἐκ πρώτης ὄψεως ὁ νόμος αὐτὸς φαίνεται σκληρός. Οὐσιαστικὰ ὅμως περιώριζε καὶ ἀνεχαίτιζε τὸ κακό, ἐπρολάμβανε δὲ μεγαλύτερα κακά. Ἐπὶ πλέον συνέβαλλε στὴν καταπράϋνση, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἐπετέθη ἄδικα ἦταν δυνατὸν νὰ τύχη χειροτέρας μεταχειρίσεως ἀπὸ ἐκείνην ποὺ ὑπέστη τὸ θῦμα του. Ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐντολὴ αἠτὴ ἔλεγε στοὺς ἀκαλλιέργητους καὶ νηπιώδεις Ἰσραηλίτες: Σοῦ ἔβγαλε ὁ ἕνας τὸ μάτι; Σύ, σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τῆς ταυτοπαθείας, δικαιοῦσαι νὰ τὸν τιμωρήσης μὲ τὸν ἴδιο τρόπο˙ ὄχι βγάζοντάς του καὶ τὰ δύο μάτια! Ὄχι τιμωρῶντας τον σκληρότερα καὶ αὐστηρότερα, δοκιμάζοντας ἔτσι μιὰ κτηνώδη ἀνακούφισι. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁ Θεὸς ἔφρασσε τὴν ἐκδικητικότητα τῶν ἀκαλλιέργητων Ἰουδαίων.

Τὰ ἀνωτέρω ὅμως πιστοποιοῦν ὅτι ὁ νόμος αὐτὸς τοῦ Μωϋσέως ἦταν δῶρο ἑνὸς φιλανθρώπου Κυρίου καὶ πανσόφου Νομοθέτου καὶ ὄχι ἐκδικητικοῦ.

Ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς ἑρμηνευτὴς Ζιγαβηνός: «Ἔστι μάλιστα φιλάνθρωπος οὗτος ὁ νόμος. Τοῦτο γὰρ ἐκέλευσεν, ἵνα φόβω τῆς ταυτοπαθείας μὴ τοὺς ἀλλήλων ἐκκόπτωσιν ὀφθαλμοὺς καὶ ὀδόντας οἱ τότε ἄνθρωποι, σφόδρα λυττῶντες εἰς τὰς κατ’ ἀλλήλων πληγάς». Δηλαδή˙ αὐτὸς ὁ νόμος εἶναι κατ’ ἐξοχὴν φιλάνθρωπος. Διότι ὁ Θεὸς διέταξε τοῦτο, ὥστε οἱ τότε ἄνθρωποι διὰ τοῦ φόβου τῆς ταυτοπαθείας νὰ μὴ βγάζουν τὰ μάτια ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου καὶ τὰ δόντια, ἕνεκα τῆς μανίας καὶ τῆς λύσσης ποὺ ἔτρεφαν ὁ ἕνας ἐναντίον τοῦ ἄλλου γιὰ τὶς πληγὲς ποὺ ὑφίσταντο. «Ἐν τῶ νόμω» τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «ὁ φόβος ἐκώλυσε τὴν μάχην» καὶ ἐμπόδιζε τὸν ἕνα νὰ βγάζη τὸ μάτι τοῦ ἄλλου˙ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐδάμαζε τὴν «μνησικακίαν» καὶ τὸ πάθος τῆς ἀντεκδικήσεως.

Ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης στὴν ἐπιστολή του πρὸς Τιμόθεον Ἀναγνώστην γράφει: Τὸ «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ, καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» νομίζω ὅτι ἔχει νομοθετηθῆ γιὰ τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τὸν ἡμερώτατον Θεόν, γιὰ νὰ μὴ εἶναι «ἀσύγγνωστοι καὶ πικροί» (= μὴ συγχωρητικοί, σκληροί, δηκτικοί) εἰς αὐτοὺς ποὺ ἀδικοῦν, ὅπως νομίζουν οἱ αἱρετικοὶ Μανιχαῖοι, οἱ ὁποῖοι διασύρουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ἀλλ’ ἐδόθη γιὰ νὰ ἀπέχουν οἱ Ἰσραηλίτες ἀπὸ τοῦ νὰ ἐργάζωνται τὴν ἀνταπόδοσι, ἀπὸ τὸν φόβο μήπως πάθουν καὶ αὐτοὶ τὰ ἴδια μὲ ἐκεῖνα ποὺ πράττουν, παρ’ ὅλον ὅτι τοῦτο εἶναι «δίκαιον καὶ εὔλογον». Ὅμως «ἡ θεἰα γαληνότης εἰς ἡμερότητα βλέπουσα, καὶ εἰς ἀγαθότητα ὁρῶσα, καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἰς ταύτην ἂλείφουσα (= ἑτοιμάζουσα, παρορμῶσα)», διὰ τοῦ φόβου «τῆς τιμωρίας προανέστειλε (= ἀνεχαίτισε ἐκ προτέρου) τὰ πταίσματα». Διότι, ὅταν δὲν ὑπάρχει αὐτὸς ποὺ ἐργάζεται τὸ κακόν, δὲν θὰ ὑπάρχη οὔτε καὶ αὐτὸς ποὺ ἀμύνεται. Οἱ αἱρετικοὶ λοιπὸν ἂς ἀντιλαμβάνωνται καλά, ἂς κατανοοῦν «τὸ βάθος τῆς σοφίας τοῦ νομοθέτου (Θεοῦ), καὶ μὴ ἐκ τοῦ προχείρου, ὡς ὠμὸν καὶ ἀπάνθρωπον αἰτιάσθωσαν». Διότι αὐτὸ ποὺ γράφεται στὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, «ὅστις σε ραπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῶ καὶ τὴν ἄλλην» (βλ. Ματθ. ε΄ 39), δὲν εἶναι ἀντίθετο πρὸς τὴν ἐντολὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, «ἀλλὰ μεῖζον, καὶ κρεῖττον, καὶ τῆς ἀκροτάτης φιλοσοφίας ὅρος». Διότι ἐκεῖνα ἔχουν νομοθετηθῆ «ὑπὲρ τοῦ μηδόλως δρᾶσαι», ἐπειδὴ τὸ νὰ ὑποφέρουν μὲ χαρὰ δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ τὸ δεχθοῦν ἄνθρωποι ποὺ διψοῦν αἵματα. Αὐτὰ ὅμως τὰ τῆς Καινῆς Διαθήκης, «καὶ ὑπὲρ τοῦ προθύμως πάσχειν πεφιλοσόφηται». Διότι εἶναι καλὸ τὸ νὰ μὴ πράττη κανεὶς κάτι κακό˙ εἶναι ὅμως πολὺ καλύτερο καὶ ἀνώτερο τὸ νὰ ὑποφέρη κανεὶς κάτι μὲ προθυμία. Καὶ καταλήγει ὁ Ἅγιος: «Καλὴ ἡ σελήνη, ἀλλὰ κρεῖττον (= ὑπεροχώτερος) ὁ ἥλιος. Ὥσπερ οὖν τῆς μὲν σελήνης καλῆς οὔσης, τοῦ δὲ ἡλίου κρείττονος, εἰς ἐστιν ὁ Δημιουργός», ἔτσι «καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης εἷς νομοθέτης, ὁ σοφῶς καὶ προσφόρως καὶ καταλλήλως τοῖς καιροῖς νομοθετήσας».

ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΜΑΧΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, ποὺ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνονται σκληρὲς καὶ ἐκδικητικές, ὑπάρχουν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη φράσεις καὶ ἐνέργειες οἱ ὁποῖες δίδουν παρομοία ἐντύπωσι ἢ προξενοῦν ἀπορία καὶ δημιουργοῦν ἐρωτηματικά. Ἐν τούτοις τὸ νόημά τους εἶναι, σύμφωνα πάντα μὲ τοὺς ἱεροὺς ἑρμηνευτάς, διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο τοὺς ἀποδίδεται μὲ τὴν πρώτη ἀνάγνωσι. Στὴ συνέχεια ἀναφέρομε καὶ πάλιν δειγματοληπτικῶς μερικὲς τέτοιες ἐκφράσεις καὶ γεγονότα.

Στὸ Δευτερονόμιον ὁ Θεὸς λέγει στὸν λαό του ὅτι Αὐτὸς ὑπάρχει˙ δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ αὐτόν˙ καὶ προσθέτει: «Ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω, πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἐξελεῖται ἐκ τῶν χειρῶν μου» (Δευτ. λβ΄ [32] 39). Δηλαδή: Ἐγὼ καὶ μόνο μπορῶ νὰ θανατώσω καὶ νὰ δώσω ζωήν˙ μόνον ἐγὼ μπορῶ νὰ κτυπήσω, νὰ πληγώσω καὶ νὰ θεραπεύσω. Κανεὶς δὲν εἶναι σὲ θέσι νὰ ἀποσπάση καὶ νὰ πάρη κάποιον ἀπὸ τὰ χέρια μου. Τὰ λόγια αὐτὰ τὰ ἑρμήνευσαν ἄριστα οἱ πνευματοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι διεῖδαν σ’αὐτὰ πάνσοφη καὶ πανάγαθη τὴν παιδαγωγία τοῦ φιλανθρώπου Θεοῦ. Ὁ Κλήμης ἐπίσκοπος Ρώμης, σχολιάζοντας τὸ χωρίον τοῦτο παρατηρεῖ: Ὁ Θεὸς «ἀληθῶς ἀποκτείνει καὶ ζωογονεῖ. Ἀποκτείνει μὲν διὰ τῆς ἀριστερᾶς, τουτέστι διὰ τοῦ ἐπὶ κακώσει τῶν ἀσεβῶν χαίρειν κραθέντος (= ἀναμειχθέντος) πονηροῦ. Σώζει δὲ καὶ εὐεργετεῖ διὰ τῆς δεξιᾶς, τουτέστι διὰ τοῦ ἐπ’ εὐεργεσία καὶ σωτηρία δικαίων χαίρειν δημιουργηθέντος ἀγαθοῦ» .

Στὴ φράσι αὐτὴ τοῦ Δευτερονομίου ὁ Μέγας Βασίλειος διαβλέπει πνευματικώτερο νόημα. Γράφει: Ὁ Θεὸς «ἀποκτενεῖ τὸν κακῶς ζῶντα, ἵνα μετὰ τὴν κάθαρσιν τῆς χείρονος ζωῆς, τὴν καινὴν αὐτῶ χαρἰσηται» . Καὶ ἀλλοῦ σχολιάζει: Μπορεῖς βεβαίως νὰ σκεφθῆς καὶ κάτι ἀνώτερο ἐπάνω σὲ ὅσα λέγει ὁ Θεός˙ «ἐγὼ ἀποκτενῶ τῆ ἁμαρτία˙ καὶ ζῆν ποιήσω τῆ δικαιοσύνη»˙ διότι ὅσον ὁ ἐξωτερικός ἄνθρωπος, δηλαδὴ τὸ σῶμα, φθείρεται ἀπὸ τὶς θλίψεις καὶ τὶς δοκιμασίες, τόσον ὁ ἐσωτερικὸς ἄνθρωπος, δηλαδὴ ἡ ψυχή, γίνεται νεώτερος ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα (βλ. Β΄ Κορ. δ΄ 16). Ὁ Θεὸς λοιπὸν δὲν ἀποκτείνει ἄλλον καὶ ἄλλον ζωοποιεῖ, «ἀλλὰ τὸν αὐτόν (= τὸν ἴδιον), δἰ ὧν ἀποκτείνει, ζωοποιεῖ˙ καὶ δἰ ὧν πατάσσει, ἰᾶται». Δηλαδή˙ μὲ τὰ μέσα ἐκείνα διὰ τῶν ὁποίων τὸν πληγώνει, τὸν ζωοποιεῖ˙ καὶ δι’ ὅσων τὸν κτυπᾶ, τὸν θεραπεύει. Ἑπομένως, κατὰ τὸν Μέγα Βασίλειο, ὁ Θεὸς δὲν τιμωρεῖ καὶ δὲν ἀποκτείνει ἀπὸ σκληρότητα, ἀλλὰ κινούμενος ἀπὸ καθαρῶς φιλάνθρωπα αἰσθήματα˙ γιὰ νὰ ἐπαναφέρη τὸν ἁμαρτωλὸ σὲ συναίσθησι, μετάνοια καὶ ἐπιστροφή.

Στὸ σημεῖο αὐτὸ θεωροῦμε ἀναγκαία μία ἀναλυτικώτερη ἐξήγηση γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἐκ μέρους του τιμωριῶν: Στὴ σύνολη θεολογικὴ σκέψι τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ἡ ἁμαρτία νοεῖται ὡς ἀσθένεια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἡ ὁποῖα ἔχει ἀνάγκην θεραπείας. Ἑπομένως ἡ ὅλη οἰκονομία τοῦ φιλαγάθου Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο συντελεῖται μὲ μοναδικὸ σκοπὸ νὰ θεραπεύση τὸ λογικὸ πλάσμα του ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Ἡ σκέψι τῶν θεοσόφων Πατέρων τῆς Ἀνατολῆς δὲν περιπίπτει στὸ ἀδιέξοδο Δυτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τῆν ἁμαρτία ὡς προσβολὴ τοῦ Θεοῦ, διότι ἁπλούστατα ὁ Θεὸς δὲν εἶναι παθητός (δὲν ὑπόκειται εἰς πάθη), ὥστε νὰ προσβάλλεται. Καὶ ναὶ μὲν ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφέρει ὅτι «ἡ ἁμαρτία αὐτὴ καθ’ ἑαυτὴν εἶναι ἕνα κακὸν ἄπειρον, διότι εἶναι μία ὕβρις εἰς τὸν ἄπειρον Θεὸν καὶ μία καταφρόνησις τῆς ἀπείρου μεγαλειότητος», αὐτὸ ὅμως τίθεται ὡς ἐξ ὑποκειμένου˙ ὅτι δηλαδὴ ὁ ἄνθρωπος ἐξ ἑαυτοῦ πρέπει νὰ ἀποφεύγη τὴν ἁμαρτία, νιώθοντας ὅτι ἔτσι θὰ προσβάλη καὶ θὰ λυπήση καὶ θὰ ὑβρίση τὸν ἀγαθὸν Κύριόν του, τὸν Θεόν˙ ὄχι ὅμως ἐξ ἀντικειμένου, ὅτι δηλαδὴ ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ πάθη αὐτὰ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.

Στὸ ἴδιο νοηματικὸ πλαίσιο θεωροῦνται καὶ ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ὅτι ὁ Θεὸς ἐκδικεῖται ἢ ὅτι ἀναλαμβάνει νὰ ἀποκαταστήση τὴν «ὑβρισμένη» τιμή του, ἀλλὰ ὅτι ἀποβλέπει μὲ κάθε τρόπο στὴ θεραπεία τοῦ νοσοῦντος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπου.

Ἐξ ἄλλου, ὅταν μιλοῦμε περὶ δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ἔννοια τοῦ ὅρου ὅπως νοεῖται ἀνθρωπίνως καὶ νομικῶς. Ἡ θεία δικαιοσύνη ὑπερβαίνει κατὰ πολὺ τὴν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη, μέχρι σημείου ὥστε κάποιες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἀκόμη, νὰ φαίνωνται ἐκ πρώτης ὄψεως ἀδικίες! (Βλέπε π.χ. τὴν παραβολὴν τῶν ἐργατῶν τοῦ ἀμπελῶνος [Ματθ.κ΄ [20] 1-16], ὅπου οἱ ἐργάται τῆς ἑνδεκάτης ὥρας ἀμείβονται ὅπως καὶ ἐκεῖνοι τῆς πρώτης ὥρας! Ἢ τὴν παραβολὴν τοῦ ἀσώτου [Λουκ. ιε΄ [15] 11-32], ὅπου ὁ ἄσωτος υιὸς ἀποκαθίσταται στὰ πρῶτα δικαιώματά του, ἐνῶ εἶχε κατασπαταλήσει ἀσώτως «τὸ ἐπιβάλλον [αὐτῶ] μέρος τῆς οὐσίας» ). Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας διδάσκει ὅτι «εἰ γάρ ἐστί τις ἀρετὴ Θεοῦ καὶ δικαιοσύνη, τοῦτο ἂν εἴη τὸ πᾶσιν ἀφθόνως τῶν ἀγαθῶν τῶν ἑαυτοῦ μεταδοῦναι καὶ ἡ τῆς μακαριότητος κοινωνία». Δηλαδή: Ἂν μπορούσαμε νὰ μιλήσουμε γιὰ ἀρετὴ καὶ δικαιοσύνη Θεοῦ, αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ ἄφθονη μετάδοσι τῶν ἀγαθῶν του σὲ ὅλους καὶ ἡ κοινωνία τῆς μακαριότητός του.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στοὺς ψαλμοὺς οη΄ [78] 10-13, πβ΄ [82] 10-10, ρλς΄ [136] 7-9 καλεῖται ὁ Θεὸς νὰ ἐκδικηθῆ καὶ μάλιστα σκληρά, τοὺς ἐχθροὺς τοῦ λαοῦ του. Θὰ ἦταν ὅμως βιαστική, ἐπιπόλαιη καί συναισθηματικὰ φορτισμένη ἡ ὁποιαδήποτε κρίσι, ἡ ὁποία θὰ ἐχαρακτήριζε τὶς ἐκφράσεις αὐτὲς ἄθρησκες καὶ ἀποτρόπαιες. Διότι ἐδῶ ἡ κραυγὴ γιὰ ἐκδίκησι προέρχεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖται, ὀνειδίζεται καὶ ὑβρίζεται εἶναι ὁ ὑπεράπειρος Θεός· αὐτὸ δὲ ποὺ κηλιδώνεται εἶναι ἡ τιμὴ καὶ τὸ πανάγιον Ὄνομα τοῦ ἀπειροτελείου Θεοῦ. Γι’ αὐτό ἀκούγεται ἡ κραυγή: «Ἀπόδος τοῖς γείτοσιν ἡμῶν ἑπταπλασίονα εἰς τὸν κόλπον αὐτῶν τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν, ὅν ὠνείδισάν σε, Κύριε» (Ψαλμ. οη΄ [78] 12)· ἀνταπόδωσε στοὺς γείτονές μας λαοὺς τὸν ὀνειδισμὸ μὲ τὸν ὁποῖον σὲ ὠνείδισαν, Κύριε, ἑπταπλάσιον καὶ μυριοπλάσιον μέσα στοὺς κόλπους των, μέχρι σημείου ποὺ νὰ γεμίσουν καὶ νὰ ἐκχειλίσουν απὸ αὐτόν! Δηλαδὴ γέμισέ τους, πλημμύρισέ τους μονίμως μὲ συμφορές!

Ἔπειτα πρέπει νὰ ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι στὸν Ψαλμὸ πβ΄ [82] 19 δίδεται ἡ ἀπάντησι στὸ γιατί ὁ Ψαλμωδὸς στοὺς στίχους 10-12 εἶναι τόσον ὀξύς. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ θαυμάσιος ἑρμηνευτὴς τῶν Ψαλμῶν Κωνστ. Καλλίνικος, ὁ Ψαλμωδὸς δὲν ζητεῖ «τὴν ποταπὴν ἐκδίκησιν, ἀλλὰ τὴν ανύψωσιν τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ». Ἄς ἀπολεσθοῦν μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς σου, Κύριε, ὅλοι δὲ οἱ ἄλλοι ἂς γνωρίσουν ὅτι ὂχι τὰ ὀνόματα τῶν ψευδοθεῶν των, ἀλλὰ τὸ ἰδικόν Σου Ὄνομα εἶναι «ὁ Κύριος». Ἄς γίνη «ἡ καταισχύνη ἐκ τῶν μερικῶν ἀπωλειῶν των γέφυρα πρὸς συνολικὴν ἀνάνηψιν καὶ μετάγνωσιν»! Εἰς δὲ τὸν Ψαλμὸ ρλς΄ [136] 9 μὲ τὰ ὅσα λέγει ὁ ποιητὴς θέλει νὰ τονίση τοῦτο: «Ἂν ὑπάρχει ἠθικὴ τάξις» στὸν κόσμο, «ἂς μὴ μείνη ἡ ἀπανθρωπία ἀτιμώρητος».

Ἐπὶ πλέον πρέπει νὰ σημειωθῆ ὅτι μὲ τὰ ὅσα λέγονται δὲν παρακινεῖται ὁ λαὸς νὰ λάβη ἐκδίκησι, ἀλλά προσεύχεται στὸν Θεὸν νὰ ἐνεργήση ἀναλόγως καὶ νὰ ἀνταποδώση Ἐκεῖνος δικαιοσύνη «ἐν ἡμέρᾳ ἐκδικήσεως» (Δευτ. λβ΄ [32] 35) κατὰ τὸ· «μὴ ἑαυτοὺς ἐκδικοῦντες, ἀλλὰ δότε τόπον τῆ ὀργῆ· γέγραπται γάρ· ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ρωμ. Ιβ΄ [12] 19). Ἡ ἐκδίκησις στὴν ὁποία ἐλπίζει ὁ Ἰσραὴλ καὶ τὴν ὁποίαν εὔχεται εἶναι ἡ δικαία κρίσι καὶ ἀνταπόδοσι ἐκ μέρους τοῦ φιλαγάθου Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ εἶναι ἀπάντησι στὴν καταφρόνησι, τὴ χλεύη, τοὺς ἐμπαιγμοὺς τῶν ἐχθρῶν εἰδωλολατρῶν. Ἄλλωστε «ἐν γένει τὴν ψυχολογικὴν βάσιν τοῦ 78ου Ψαλμοῦ θὰ ἀνεύρισκέ τις», ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κωνσταντῖνος Ν. Καλλίνικος, καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ συγκεκριμένα στὸ τελευταῖο της βιβλίο «Ἀποκάλυψις». Στὸ βιβλίο αὐτὸ ἐκφράζεται ἡ βεβαιότης ὅτι ἡ «ἐκδίκησις» αὐτὴ τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ λάβη χώρα στὸ ἀόρατο καὶ ἀόριστο μέλλον, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα τοῦ παρόντος κόσμου. Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ δυνατὴ κραυγὴ τῶν Μαρτύρων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸ Ἀρνίον τῆς Ἀποκαλύψεως, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὸν ἀετὸν τῆς Πάτμου, λέγουν: Ἕως πότε, Κύριε, σὺ ποὺ εἶσαι ὁ δεσπότης καὶ κυρίαρχος, ὁ ἅγιος καὶ ἀληθινὸς, θὰ σιωπᾶς καὶ θὰ μακροθυμῆς καὶ δὲν θὰ κάνης κρίσι καὶ δὲν θὰ ζητῆς ἐκδίκησι καὶ τιμωρία γιὰ τὸ ἀδικοχυμένο αἷμα μας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦν τὴ γῆ; (Ἀποκ. Ϛ΄ 10).

Ἑπομένως ἡ κραυγὴ γιὰ «ἐκδίκησιν» ποὺ ἀκούομε στοὺς Ψαλμοὺς πρέπει νὰ νοηθῆ ὡς ἡ ἀναμονὴ τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ, ὁ ὁποῖος καταπιέζεται καὶ ὑποφέρει· ἀναμονὴ ὅτι ὁ δικαιοκρίτης Θεὸς θὰ τιμωρήση ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τὸν ὑβρίζουν, καὶ θὰ κάμη αἰσθητὴ τὴν δύναμί του μεταξὺ τῶν εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν.

Oἱ Ψαλμοί, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὑμνοῦν καὶ δοξάζουν τὴν δύναμι, τὴν ἀγαθότητα, τὴν πρόνοια καὶ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο καὶ στὴν ἱστορία. Δοξολογοῦν καὶ ἐξαίρουν τὸν Δημιουργὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὁ Ὁποῖος εἶναι «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων» (Α΄ Τιμ. ς΄ 15). Προκύπτει λοιπὸν τὸ θέμα τῶν «ἐχθρῶν» ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀντιτίθενται στὸν Δημιουργὸ καὶ τὸν λαό του. Οἱ «ἐχθροὶ» αὐτοί (Ψαλ. ξε΄ [65] 3 καὶ ξζ΄ [67] 2, 22, 24 κλπ.), οἱ ὁποῖοι μισοῦν τὸν ἀληθινὸν Θεόν (Ψαλ. ξζ΄ [67] 2), ὅπως μάλιστα παρουσιάζονται πεισματώδεις καὶ ἐκδικητικοὶ στὸν θαυμάσιο Ψαλμό τῆς δημιουργίας (Ψαλ. η΄ 3), πρέπει νὰ παταχθοῦν. Ἰδιαιτέρως στοὺς Ψαλμοὺς ρδ΄ [104] 36 καὶ ρμδ΄ [144] 20 ἡ παρουσία ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἀντιτίθενται στὸν Πανάγιον δικαιοκρίτην καὶ δημιουργὸν Θεὸν καὶ συμπεριφέρονται ἀπέναντί του μὲ περιφρόνησι θεωρεῖται καὶ ἐκλαμβάνεται «ὡς εἰσβολή δυσαρμονίας» στὸν κόσμο. Πῶς εἶναι λοιπὸν δυνατὸν μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ὡραία δημιουργία τοῦ Θεοῦ, στὸν «κόσμον», σ’ αὐτὸ τὸ ἀληθινὸ στολίδι, ὅπου τὰ πάντα ἔχουν δημιουργηθῆ «καλὰ λίαν» (Γεν. α΄ 31), νὰ ὑπάρχει ἢ νὰ εἶναι ἀνεκτὴ ἡ σκοτεινὴ παρουσία ἐγωϊστικῶν, καταστρεπτικῶν δυνάμεων καὶ στοιχείων, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν ἀναστάτωσι καὶ χάος; Διὰ τοῦτο ὁ Δαβίδ βλέπει τὴν ἀποστόμωσι καὶ τὸν ἐξευτελισμὸ ὅλων τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ πεῖσμα καὶ τυφλωμένοι ἀπὸ ἐκδίκησι ἐπιμένουν νὰ ἀρνοῦνται τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν ὕμνο τῆς δόξης ὁ ὁποῖος ἀναπέμπεται στὸν Θεὸν «ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων» (Ψαλ. η΄ 3). Ἐνῶ στὸν θαυμάσιο ργ΄ [103] Ψαλμόν, ἔνα «ἀπὸ τὰ ἔξοχα προϊόντα τῆς ὑψηλῆς καὶ θεοπνεύστου λυρικῆς ποιήσεως τῶν Ἑβραίων», ὁ Δαβὶδ ἀσυγκράτητος διατυπώνει στὸ τέλος τοῦ Ψαλμοῦ τὴν εὐχή: « Ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτούς» (Ψαλ. ργ΄ [103] 35) · εἴθε νὰ ἐκλείψουν οἱ ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ οἱ ἄνομοι, ὥστε νὰ μὴ ὑπάρχουν· ἀλλ’ ὅλοι νὰ ὑποταχθοῦν στὸν Θεὸν καὶ μαζὶ μὲ ὅλη τὴν φύσι νὰ ἀναπέμπουν σύμφωνο ὕμνο πρὸς τὸν Δημιουργόν. Μὲ ἄλλα λόγια, ἂς ἐκλείψουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι ἀσχημίζουν τὴν ὡραία δημιουργία, γιὰ νὰ ἐμφανισθῆ τὸ ἀριστούργημά σου, Κύριε, τελειότερο!

Τὸ νόημα τοῦ ἀνωτέρω Ψαλμικοῦ στίχου «ἐκλείποιεν ἁμαρτωλοὶ ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἄνομοι, ὥστε μὴ ὑπάρχειν αὐτοὺς» ἀναλύει πολὺ ὡραῖα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ὁ ὁποῖος γράφει:

Μὲ τὰ λόγια αὐτὰ ὁ Ψαλμωδὸς προσεύχεται νὰ χαθῆ παντελῶς ἡ ἁμαρτία καὶ ἡ ἀνομία. Διότι δὲν πολεμεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, ἀλλὰ ἡ κακὴ ἐπιθυμία τῆς προαιρέσεως κατέταξε στοὺς ἐχθροὺς ὅ,τι ἦταν συνδεδεμένο μαζί της (ἡ ἑκούσια κίνησί του πρὸς τὸ κακὸ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὸ σημεῖο νὰ φαίνεται ὅτι εἶναι ἐκ φύσεως συνδεδεμένος μὲ τὸ κακό). Προσεύχεται λοιπὸν ὁ Ψαλμωδὸς νὰ χαθῆ τὸ κακὸ (καὶ ὄχι ὁ ἄνθρωπος), διότι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι κακὸ πλάσμα. Διότι πῶς μποροῦσε νὰ εἶναι κακὸν ὁ ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐπλάσθη γιὰ νὰ ὁμοιάση πρὸς τὸν ἀγαθὸν Θεόν; Ἔτσι, ἐνῶ (ὁ Ψαλμωδός) προσεύχεται καὶ ἐπιθυμεῖ σφοδρῶς νὰ ἐξευτελισθοῦν καὶ νὰ καταισχυνθοῦν οἱ ἐχθροί, σοῦ φανερώνει τὸ πλῆθος τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποῖοι ὑποκινούμενοι ἀπὸ τὸν ἀόρατο ἐχθρό, τὸν διάβολο, πολεμοῦν τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Σχετικὰ μὲ τὸ «πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, πρόσθες αὐτοῖς κακὰ τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς» (Ἡσ. κς΄ [26] 15), ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης γράφει τά ἑξῆς ἀξιόλογα:

« Τὸ πρόσθες ἐδῶ δὲν εἶναι προστακτικόν, ἀλλὰ προαγορευτικόν, κατὰ τὸν Θεοδώρητον, ἤγουν προφητικῶς λέγει ἐδῶ ὁ Ἡσαΐας ἐκεῖνα τὰ κακὰ καὶ τὰς συμφοράς, ὅπου ἔμελλον νὰ συμβοῦν εἰς τοὺς ἀσεβεῖς καὶ τυράννους, ὅπου ἐδίωκον τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανούς, καὶ ὄχι εὐκτικῶς ἢ προστακτικῶς. Ὁ δὲ θεῖος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρείας λέγει, ὅτι ἐκείνους, ὅπου εἶπεν ἀνωτέρω ὁ Ἡσαΐας ἄρρενας (βλ.Ἡσ.κς΄ [26] 14), τούτους λέγει ἐδῶ ἐνδόξους· ἐννοεῖ δὲ τοὺς ἐνδοξοτέρους καὶ ὑπερέχοντας τῶν Ἰουδαίων, Ἀρχιερεῖς δηλαδὴ καὶ Ἱερεῖς καὶ Πρεσβυτέρους. Καταρᾶται λοιπὸν ὁ Προφήτης νὰ προστεθοῦν κακὰ εἰς τοὺς τοιούτους ἐνδόξους καὶ ἄρχοντας, ἤγουν ὄχι νὰ προσθέσουν αὐτοὶ καὶ νὰ κάμουν κακίας καὶ ἁμαρτίας, ἀλλὰ νὰ πάθουν κακώσεις καὶ δυστυχίας, ἵνα μὲ τὰς τοιαύτας συμφορὰς ταπεινωθῆ καὶ κρημνισθῇ ἡ ἑωσφορικὴ αὐτῶν ὑπερηφάνεια. Ἐπειδὴ κατὰ ἄλλον τρόπον οἱ τοιοῦτοι ἔνδοξοι καὶ ὑπερήφανοι δὲν ταπεινώνονται, οὐδὲ συστέλλονται· ὅθεν καὶ ὁ Ἰὼβ εἶπε: «βραχίονα ὑπερηφάνων συνέτριψας» (Ἰώβ λη΄ [38] 15), καὶ ὁ Δαβίδ «ὀφθαλμοὺς ὑπερηφάνων ταπεινώσεις» (Ψαλ. ιζ΄ [17] 30). (Ὁ δὲ Εὐθύμιος ἐνδόξους ἐννοεί ὅλους τοὺς δυνάστας τῆς γῆς, εἰς τοὺς ὁποίους παρακαλεῖ ὁ Προφήτης νὰ προστεθοῦν καὶ νὰ αὐξηθοῦν κακὰ καὶ δυστυχίαι, ἵνα μὲ αὐτὰ συσταλθέντες, γίνουν ταπεινότεροι πρὸς τοὺς ὑπηκόους, καὶ σωφρονέστεροι).

«Λέγει δὲ ὁ Εύσέβιος, ὅτι ὁ Θεός, ὡς δίκαιος ὅπου εἶναι, εἰς μὲν τοὺς ἔχοντας ἀγαθὰ καὶ ἀρετάς, προσθέτει τὰ οὐράνια ἀγαθά, τὰ παρ’ αὐτῶν τεθησαυρισμένα˙ «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη»

κατὰ τὸν Παῦλον (Α΄ Κορ. β΄ 9). Εἰς ἐκείνους δὲ πάλιν, ὅπου ἔχουσι κακίας καὶ ἀμαρτίας, προσθέτει ὁ Θεὸς κακά, ὅμοια μὲ τὰ ἔργα αὐτῶν˙ τῆς δικαιοσύνης γὰρ τοῦ Θεοῦ εἶναι τοῦτο ἴδιον νὰ ἀποδίδη εἰς τὸν καθ’ ἕνα κατὰ τὰ ἔργα του, τόσον εἰς τὸν καλὸν, ὅσον καὶ εἰς τὸν κακόν˙ ὅθεν εἶπε ὁ Δαβίδ˙ «ἀγάθυνον, Κύριε, τοῖς ἀγαθοῖς καὶ τοῖς εὐθέσι τῆ καρδία˙ τοὺς δὲ ἐκκλίνοντας εἰς τὰς στραγγαλιάς (ἤτοι εἰς τὰς πονηρίας καὶ ἁμαρτίας) ἀπάξει Κύριος μετὰ τῶν ἐργαζομένων τὴν ἀνομίαν» (Ψαλ. ρκδ΄ [124] 4)» , θὰ ἐξολοθρεύση ὁ Κύριος μαζὶ μὲ τοὺς ἐργαζομένους τὴν ἀνομίαν.

Ἐκτενῆ ἀνάλυσι καὶ ἐμβάνθυνσι στὴ σχετικὴ διήγησι τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως βλέπε εἰς: Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, τόμ. 1ος, Γένεσις, ὑπὸ ΝΙΚ Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, ἐκδ. «Ὁ Σωτήρ» Ἀθῆναι 2001, σελ. 188-198. Βλ. καὶ ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Γένεσιν, Ὁμ. 47 PG 54, 428-434.

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ Κύρου, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ὡσηὲ P.G 81, 1561D

ΚΥΡΙΛΛΟΥ Ἀλεξανδρείας, Ἐξήγησις ὑπομνηματικὴ εἰς τὸν Ὡσηὲ P.G. 71, 69Β

ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ρωμαίους, Ὁμ. 18, 3 PG 60, 575

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, κεφ. α΄ 55,59 ΒΕΠΕΣ 56,92

ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Κλημέντια, Ὁμ. Κ΄ 20, 3 ΒΕΠΕΣ 1, 223 (7-9).

ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ τοῦ Ἁγιορείτου, Κῆπος Χαρίτων (ἤτοι Ἑρμηνεία εἰς τὰς θ΄ ᾡδάς…), ἐκδ. Σ. Ν. Σχοινᾶ, ἐν Βόλῳ 1958, σελ. 77.

ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ρωμαίους, Ὁμ. 18, 3 PG 60, 575.

ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὰς Ἐπιστολὰς τῆς Καινῆς Διαθήκης, τόμ. Α΄ ἔκδ. «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1989, σελ. 162 (σχόλια εἰς Ρωμ.ια΄ 3).

Βλ. Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μετὰ συντόμου ἑρμηνείας, τόμ. 1ος, Γένεσις, ὑπὸ ΝΙΚ. Π. ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ.

ΝΙΚ. Π. ΜΠΡΑΤΣΙΩΤΟΥ, Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ὡς Ἁγία Γραφή (ὀλίγα περὶ τῆς σχέσεώς της πρὸς τὸν Ἑλληνισμὸν καὶ τὴν Ὀρθοδοξίαν), Ἀθῆναι 1996, σελ. 12.

ALF. PLUMMER, An exegetical Commentary on the Gospel according to St. Matthew, London 1911, παρὰ ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ἐκδ. « Σωτήρ», Ἀθῆναι 2000, σελ. 102‑103 (σχόλια εἰς Ματθ. ε΄ 38).

ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ματθαῖον, Ὁμ. 79, 5 PG 58, 723.

ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ Κύρου, Ἄπορα, Εἰς τὸ Λευϊτικόν, Ἐρωτ. ΛΔ΄ 34, PG 80, 344C.

ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἐφεσίους, Ὁμ. 16, 3 PG 62, 116.

ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Κολοσσαεῖς, Ὁμ. 4, 4 PG 62, 330.

ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ, Εἰς τὸ Δευτερονόμιον, κεφ. Ιθ΄ ΒΕΠΕΣ 15, 196 (22).

M. J. LAGRANGE, Evangile selon S. Matthieu, Deuxieme edition, Paris 1923, παρὰ ΠΑΝ. Ν. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 103 (σχόλια εἰς Ματθ. ε΄ 38).

ΕΥΘΥΜΙΟΥ Ζιγαβηνοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, κεφ. ε΄ 38 PG 129, 221Α

ΩΡΙΓΕΝΟΥΣ (Ἀμφιβαλλόμενα), Ἀδαμαντίου διάλογος περὶ τῆς εἰς Θεὸν ὀρθῆς πίστεως, Μέρος Α΄ ΒΕΠΕΣ 17, 65 (24-26).

ΙΣΙΔΩΡΟΥ Πηλουσιώτου, Ἐπιστολαί, Βιβλ. Β΄, Ἐπιστ. ΡΛΓ΄ 33, Τιμοθέω Ἀναγνώστη PG 78, 576ABC.

ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ Ρώμης, Τῶν Πέτρου ἐπιδημιῶν κηρυγμάτων ἐπιτομή, Ὁμ. Κ΄ [20], 3 PG 2, 449C.

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἡσαΐαν, κεφ. α΄ 59 ΒΕΠΕΣ 56, 95 (1–3).

Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Εἰς τὸ « Ὅτι οὐκ ἔστιν αἴτιος τῶν κακῶν ὁ Θεός», 4 PG 31, 337AB.

Βλ. ΙΣΑΑΚ τοῦ Σύρου, Λόγοι ἀσκητικοί, Λόγ.Ξ΄ [60] 8,9, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν ΕΠΕ 8Β, 402.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Περὶ τῆς ἐν Χριστῶ ζωῆς, 17, Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ Ἀσκητικῶν ΕΠΕ 22, 284. Βλ. καὶ ὑποσ. 5 τοῦ 4ου κεφ.

ΚΩΝ. Ν. ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ, Ὑπόμνημα εἰς τὸν ἱερὸν Ψαλτῆρα, τόμ. Β΄ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ 1929,σελ. 78, 350.

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Νύσσης Εἰς τὴν προσευχήν, Λόγ. PG 44, 1132ΑΒ.

ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ τοῦ Ἁγιορείτου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 143.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου