Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟΥ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ''




Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, σᾶς ἐνημερώνουμε ὅτι ἡ παλαιά μας σελίδα θὰ σταματήσει τὶς νέες ἀναρτήσεις. Οἱ νέες ἀναρτήσεις θὰ συνεχιστοῦν εἰς τὴν νέα μας σελίδα. Ἡ παλαιὰ θὰ μείνει ὡς ἔχει διὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν παλαιῶν ἀναρτήσεων.

Ἡ διεύθυνση τῆς νέας μας σελίδας πρὸς τὸ παρὸν εἶναι http://entoytwnika1.blogspot.gr/





ΤΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΩΔΕΣ ΠΙΟΤΟ


Ο Μάρκος κρατοῦσε τό γεμᾶτο πουγκί μέ τά χρήματα  πού τοῦ ᾽χαν βάλει στά χέρια του καί προσπαθοῦσε νά καταλάβει ἐπακριβῶς τί τοῦ ἔλεγαν.
- ῾Λοιπόν; Εἴμαστε σύμφωνοι;᾽ ἄκουσε νά τοῦ λέει χαμηλόφωνα ὁ ἕνας ἀπό τούς τρεῖς προύχοντες τῆς πόλης τῶν Βόστρων πού εἶχε μπροστά του. ῾Κι αὐτά πού σοῦ δίνουμε εἶναι μόνο ἡ ἀρχή. ῞Οταν κάνεις τήν δουλειά θά σοῦ δώσουμε διπλάσια. Φτωχός ἄνθρωπος εἶσαι. ῎Εχεις οἰκογένεια κι εἶναι μεγάλη ἡ εὐκαιρία γρήγορα νά ἀποκτήσεις τόσα πού θά σοῦ ἀρκέσουν γιά πολύ καιρό. Καί μή φοβᾶσαι ὅτι μπορεῖ νά σέ κυνηγήσει κανείς, γιατί ὅλοι οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου τό θέλουν καί εἶναι σύμφωνοι᾽.

῾Ο φτωχός ἄνθρωπος ἄρχισε νά μπαίνει καλά στό νόημα. ῎Οχι ὅτι δέν εἶχε καταλάβει ἀπό τήν ἀρχή πού βρέθηκε στό ἀρχοντικό ἑνός ἀπό τούς ἰσχυρούς τῆς πόλης περί τίνος ἐπρόκειτο. Αὐτός πού τοῦ εἶχε μηνύσει νά ἔλθει νύκτα στό σπίτι τοῦ ἄρχοντα κάτι τοῦ εἶχε πεῖ μέσες ἄκρες, ἀλλά δέν περίμενε μέ τόση ὠμότητα νά τοῦ τό θέσουν: ἔ π ρ ε π ε  ὁ νέος ἐπίσκοπος τῶν Βόστρων ᾽Ιουλιανός νά βγεῖ ἀπό τήν μέση κι ὁ ἴδιος ἦταν ὁ πιό κατάλληλος ὡς ὁ ὑπηρέτης του πού τοῦ φτιάχνει τό κρασί. Καθημερινά συναναστρέφεται τόν ἐπίσκοπο, ὁ ἐπίσκοπος τοῦ ἔχει ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη, λοιπόν δέν ἦταν δά καί πολύ δύσκολο τήν ὥρα πού θά τοῦ προσφέρει στό φαγητό του τό κρασί νά ἔχει ρίξει μέσα  δηλητήριο. Οὔτε πού θά τό πάρει εἴδηση κανείς.

 Δέν τοῦ εἶπαν πολλά πράγματα γιά τήν αἰτία τοῦ φόνου, ἀλλά δέν ἦταν καί κανένα χαϊβάνι ὁ φτωχός Μάρκος γιά νά μήν καταλάβει: ἀπό τήν ἀρχή πού τοποθετήθηκε στήν πόλη ὁ ᾽Ιουλιανός  φάνηκε ὅτι δέν θά ᾽ναι εὔκολο νά γίνει ὑποχείριο κανενός. ῞Ολοι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας πού τόν πλησίασαν ἀπ᾽ τήν πρώτη στιγμή πού πάτησε τό πόδι του στήν πόλη, κατάλαβαν ὅτι ὁ νέος ἐπίσκοπος εἶναι ῾σκληρό καρύδι᾽. Δέν ἄφηνε περιθώρια γιά χαριεντισμούς καί φιλικά χτυπήματα στήν πλάτη. Δέν φαινόταν νά ῾κλίνει τό μάτι᾽ σέ ἠθικές παρεκκλίσεις ἤ σέ ῾φιλοδωρήματα᾽ γιά νά ἐξυπηρετοῦνται καταστάσεις. Τό στόμα του μᾶλλον δέν θά μποροῦσε κανείς νά τοῦ τό κλείσει γιά νά ᾽μαστε ὅλοι ῾ἥσυχοι᾽. Συνεπῶς ἡ θέση του ἦταν στούς ἐχθρούς.

῾Ο Μάρκος δέν ἄργησε νά συγκατανεύσει στό ὑποχθόνιο σχέδιο. Μπορεῖ νά εἶχε κάνει ἤδη τήν ἐκτίμησή του γιά τόν ἐπίσκοπο, ὅτι ἦταν πράγματι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὅμως ὁ ἴδιος δέν εἶχε καί πολλά ῾πάρε -δῶσε᾽ μέ τόν ῞Υψιστο. Περισσότερο τόν ἐνδιέφερε ὁ κόσμος μέ τά θέλγητρά του καί πάνω ἀπό ὅλα ἡ οἰκογένειά του. ῾Η γυναικούλα του, τά παιδάκια του. ῎Αν αὐτοί ἦταν καλά, τότε καί ἐκεῖνος ἦταν καλά. Καί τώρα μάλιστα πού ἔβλεπε στά χέρια του τό ζεστό χρῆμα ἦταν σά νά κρατοῦσε τήν εὐτυχία στά χέρια του. ῎Ω, ἦταν βέβαιος ὅτι ἡ ἐπιλογή πού ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας στό πρόσωπό του δέν ἦταν τυχαία. Πρέπει νά ἤξεραν τήν ἀδυναμία του στά χρήματα, τά ὁποῖα ὅμως ποτέ δέν τοῦ ἦταν ἀρκετά. Τώρα λοιπόν μέ μιᾶς ἀπέκτησε ἀρκετά καί θά ἔρχονταν καί ἄλλα. ῾Η προσμονή καί τῶν ὑπολοίπων πολλαπλασίων χρημάτων τόν ἔκανε νά ριγήσει.

῾Σύμφωνοι᾽, εἶπε, καί σάν νά αἰσθάνθηκε τήν ὥρα πού τό ἐκστόμισε ἕνα τσίμπημα στήν καρδιά. ῾Η εἰκόνα τοῦ ᾽Ιούδα ξάφνου σχηματίστηκε μέσα του. ῾Σύμφωνοι. ᾽Αφῆστε το ἐπάνω μου᾽.

῾Ο ἐπίσκοπος ᾽Ιουλιανός σηκώθηκε ἀπό τήν προσευχή του. Δέν εἶχε περάσει πολύς καιρός πού ἡ ᾽Εκκλησία τόν εἶχε καλέσει νά ἀναλάβει τήν Μητρόπολη τῶν Βόστρων καί ἤδη ἔνιωθε ἀρκετά ἔξω ἀπό τά νερά του. Χρόνια στό κοινόβιο μοναστήρι του ζοῦσε τήν καλογερική ζωή μέ μεγάλη χαρά. Αἰσθανόταν εὐλογημένος ἀπό τόν Θεό πού εἶχε ἀνοίξει αὐτόν τόν συγκεκριμένο δρόμο στήν ζωή του καί πάλευε διαρκῶς ἀπό τήν ὥρα πού μπῆκε στό κοινόβιο γιά τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς του. Σύντομα ὁ ἡγούμενος εἶδε τήν ἁγνότητα καί τήν ἁγιότητα τῆς ζωῆς του καί τόν πρότεινε γιά διάκονο καί στήν συνέχεια γιά πρεσβύτερο. Καί νά λοιπόν πού τελικά ἡ ᾽Εκκλησία τόν ἀνύψωσε καί στόν ἀρχιερατικό θρόνο. Δέν ἤθελε, ἀρνήθηκε στήν ἀρχή, ἀλλά πείστηκε ὅτι δέν πρέπει νά ἐναντιώνεται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τά Βόστρα ἐκεῖ στήν ᾽Αραβία θά ἦταν ἐφεξῆς ὁ χῶρος τῆς διακονίας του. ᾽Εκεῖ θά ἔπρεπε νά δίνει τίς μάχες ἀπέναντι στά πάθη του καί τόν πονηρό.

Ζήτησε νά μάθει καί τό ἐπιβεβαίωσε καί ὁ ἴδιος πώς ἡ πόλη τῆς ὁποίας ἀνέλαβε τήν διαποίμανση δέν ἦταν εὔκολη. ῾Υπῆρχαν βέβαια οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοί ἦταν ἡ παρηγοριά του, ἀλλά οἱ προεστοί καί οἱ ἰσχυροί, ὅπως κι ἕνα μεγάλο πλῆθος τοῦ λαοῦ, εἶχαν χαρακτηριστικά διαφθορᾶς. ᾽Ανηθικότητες, δολοπλοκίες, διαμάχες, ἔχθρες, βρίσκονταν στήν καθημερινή διάταξη. ῎Επρεπε νά βρίσκεται ἀδιάκοπα σέ ἐγρήγορση. Σκέφτηκε ὅτι ἄν ὁ ἀγώνας του στό μοναστήρι γινόταν μέ ἔνταση, αὐτή τώρα ἔπρεπε νά πολλαπλασιαστεῖ. Νά μή δώσει ῾τοῖς βλεφάροις του νυσταγμόν καί ὕπνον τοῖς κροτάφοις του᾽ κατά τόν ψαλμικό στίχο. Ζήτησε μέ πόνο τήν βοήθεια τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του. ῾Σύ, Κύριε᾽, ἔλεγε, ῾πού μέ ἔφερες ἐδῶ σ᾽ αὐτόν τόν τόπο, ἐνίσχυσέ με μέ τίς πρεσβεῖες τῆς ἁγίας Μητέρας Σου. Ξέρεις ὅτι δέν τό ἐπεδίωξα. Στό δικό Σου θέλημα ἀφέθηκα. Κύριε, ἐλέησον ἐμένα  καί τούς δούλους Σου στήν πόλη αὐτή᾽.

Τοῦ ἦρθε στόν νοῦ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νεοκαισαρείας. Κι ἐκεῖνος εἶχε βρεθεῖ σέ τόπο πού ἦταν γεμᾶτος ἀπό εἰδωλολάτρες μέ ἐλάχιστους μόνον χριστιανούς. Καί τό ἀποτέλεσμα; ῞Οταν κοιμήθηκε, ὁ τόπος ἦταν γεμᾶτος ἀπό χριστιανούς μέ ἐλάχιστους εἰδωλολάτρες. Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶχαν μεταστραφεῖ. Τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν ἔκανε προστάτη του μετά τόν Κύριο καί τήν Παναγία. Τό δικό του παράδειγμα τόν ἠλέκτριζε ἔκτοτε καθημερινά.

Δέν ὑπῆρξε ἡμέρα πού νά μήν συνεχίζει τόν καθημερινό του κανόνα. Τό ὄνομα τοῦ Κυρίου δέν ἔφευγε καθόλου ἀπό τά χείλη του,  ἐνῶ ἔβαλε πρόγραμμα γιά καθημερινές λατρευτικές συνάξεις στούς ναούς, κήρυγμα τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, προσφορά στούς φτωχούς καί ἀναγκεμένους ἀνθρώπους, προσανατολισμός διαρκής στήν ἀληθινή πατρίδα, τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ῾Ο κόσμος πολύ σύντομα διχάστηκε: οἱ καλοπροαίρετοι τόν ἀποκαλοῦσαν ἅγιο καί τόν θεωροῦσαν στήριγμα καί παρηγοριά τους, οἱ κακοπροαίρετοι ὑποκριτή πού ξέρει νά παίζει καλά τόν ρόλο του. Οἱ ἄγγελοι χαίρονταν, οἱ δαίμονες ἔφριτταν. Καί μέσα στούς δαίμονες βεβαίως ἦταν καί οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐξουσίας, οἱ ὁποῖοι βάλθηκαν ὅπως εἴδαμε νά τόν βγάλουν γρήγορα ἀπό τήν μέση.

῾Ο ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ᾽Ιουλιανός σηκώθηκε ἀπό τήν προσευχή του.  ῎Ενιωθε μιά βαθειά ἀγαλλίαση ἀλλά καί μιά ὀδύνη. ῾Ο Κύριος τοῦ εἶχε ἀποκαλύψει τήν σκευωρία πού ἐξύφαιναν πίσω ἀπό τήν πλάτη του. ῾Ωστόσο δέν εἶπε οὔτε ἔκανε τίποτε. ῾Απλῶς περίμενε.

Κάθησε στό μικρό γραφεῖο του γιά τό σερβίρισμα τοῦ λιτοῦ φαγητοῦ του. Πίσω του δέσποζε μία εἰκόνα τοῦ ᾽Εσταυρωμένου Κυρίου. ῾Ο Μάρκος ὁ ὑπηρέτης τοῦ Μητροπολίτη ἐμφανίστηκε στήν πόρτα ὅπως πάντα τήν καθιερωμένη ὥρα. ῾Υποκλίθηκε στόν ἐπίσκοπο καί σ᾽ ἕναν δίσκο τοῦ ἄφησε τό φαγητό. Μαζί ἦταν καί τό ποτήρι μέ τό κρασί. Μόνο πού ὁ Μάρκος ἤξερε ὅτι τό κρασί εἶχε μέσα καί τό δηλητήριο. Τά μάτια του ἔλαμψαν μέ μιά περίεργη λάμψη. ῾Η καρδιά του σάν νά σφίχτηκε.

῾Μάρκο, παιδί μου᾽, εἶπε μέ μεγάλη στοργή ὁ ᾽Ιουλιανός, ῾κάθησε σέ παρακαλῶ σήμερα μαζί μου᾽. Τοῦ ὑπέδειξε ἕνα κάθισμα μπροστά σχεδόν στό γραφεῖο του. Διστακτικά ὁ Μάρκος κάθησε χωρίς νά πεῖ τίποτα. Περίμενε μέ ἀγωνία νά φάει καί νά πιεῖ ὁ ἐπίσκοπος.

᾽Εκεῖνος ὅμως δέν ἔκανε καμμία κίνηση γιά φαγητό καί πιοτό. Οὔτε τήν καθιερωμένη προσευχή του. Πῆρε μόνο τό ποτήρι καί τό ἔβαλε στό κέντρο τοῦ δίσκου, ἀκριβῶς μπροστά του. ῾Η καρδιά τοῦ Μάρκου κόντευε νά σπάσει. Τό χέρι τοῦ θείου ᾽Ιουλιανοῦ κινήθηκε ἔπειτα σ᾽ ἕνα μικρό κουδούνι πάνω στό γραφεῖο. ᾽Αμέσως ἐμφανίστηκε ὁ διάκονός του. ῾Εὐλογεῖτε᾽, εἶπε σεμνά.
῾Σέ παρακαλῶ, διάκονε, στεῖλε ἀμέσως καί φώναξε ἐδῶ ὅλους τούς προύχοντες τῆς πόλης καί ὅλους ἐκείνους πού κατά καιρούς ἔχουν ἐκφράσει παράπονα ἐναντίον μου. Νά τούς πεῖς ὅτι εἶναι πολύ μεγάλη ἀνάγκη καί τούς παρακαλῶ προσωπικά ἐγώ νά ἔλθουν. Νά μή λείψει, εἰ δυνατόν, κανείς᾽.

῾Ο διάκονος ἔκανε πράξη τήν ἐντολή τοῦ ἁγίου ἐπισκόπου. ῾Ο Μάρκος συνέχιζε νά κάθεται μέ γουρλωμένα μάτια στήν θέση του, ἐνῶ τό ποτήρι μέ τό δηλητήριο ἦταν ἀνέγγιχτο μπροστά στόν ἐπίσκοπο. ῾Ο ᾽Ιουλιανός δέν ἔλεγε τίποτε στόν ὑπηρέτη ἐνῶ νοερῶς προσευχόταν ἀκατάπαυστα. ῾Ο Κύριος τοῦ εἶχε δώσει πληροφορία ἐπακριβῶς τό τί εἶχε συμβεῖ.

Δέν ἄργησαν νά προσέλθουν ὅλοι. Μέ ἔνοχη ἀπορία ζωγραφισμένη στά πρόσωπά τους κάθονταν τώρα ἔναντι τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ ῾ἐχθροῦ᾽ τους, καί περίμεναν μέ ἀγωνία τόν λόγο του.  Ὅσο ἔβλεπαν τό ποτήρι τοῦ κρασιοῦ μπροστά στόν ᾽Ιουλιανό τόσο καί ἡ ἀγωνία τους κορυφωνόταν. ῾Η στάση τοῦ Μάρκου, ἔνοχη καί ταραγμένη καί αὐτοῦ, ἐπέτεινε τήν ψυχική τους ἄσχημη κατάσταση.

῾Νά μέ συγχωρεῖτε πού σᾶς κάλεσα ἔτσι ἀπότομα σήμερα ἐδῶ᾽,  ἀκούστηκε ἡ φωνή τοῦ ἁγίου, ῾ἀλλά ἔπρεπε ὁπωσδήποτε νά σᾶς ἔχω κοντά μου γι᾽ αὐτό πού πρόκειται νά συμβεῖ τώρα᾽, εἶπε κοιτάζοντας μέ νόημα τό ποτήρι μέ τό δηλητήριο. Οἱ ἄλλοι ἀδυνατοῦσαν νά καταλάβουν τά λεγόμενα τοῦ ἐπισκόπου καί ὅ,τι διαδραματιζόταν.

῾Δέν θέλω νά σᾶς κρατῶ ἄλλο σέ ἀγωνία. Αὐτό πού ἔχω ὅμως νά σᾶς πῶ εἶναι τοῦτο᾽. Σηκώθηκε ὄρθιος ὁ ᾽Ιουλιανός καί κοίταξε ὅλους κατάματα. ῾῎Αν νομίζετε ὅτι θά σκοτώσετε τόν ταπεινό ᾽Ιουλιανό μέ δηλητήριο, νά πού τό πίνω μπροστά σας᾽.

῞Υψωσε τό χέρι του καί μέ τά δάχτυλά του σταύρωσε τρεῖς φορές τό ποτήρι καί εἶπε: ῾Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πίνω τοῦτο τό ποτήρι᾽.

Τό ἤπιε ὅλο μέχρι τόν πάτο. Μπροστά σέ ὅλους. Τό ἄφησε κάτω σταθερά, τούς ξανακοίταξε μέ θλιμμένη ἀγάπη, καί τούς εἶπε: ῾Σᾶς συγχωρῶ ἀπό τήν καρδιά μου γι᾽ αὐτό πού θελήσατε νά πάθω. ῾Ο ᾽Εσταυρωμένος Κύριός μου Τόν ὁποῖο βλέπετε πάνω ἀπό τό γραφεῖο μου αὐτό μοῦ ἐπιτάσσει.  ῞Οπως ᾽Εκεῖνος συγχώρησε τούς σταυρωτές Του, ἔτσι κι ἐγώ μέ τήν χάρη Του συγχωρῶ κι ἐσᾶς. Δέν σᾶς κρατῶ καμμία κακία κι οὔτε πρόκειται νά σᾶς καταγγείλω. Τό μόνο πού θέλω νά ξέρετε εἶναι ὅτι ὁ Κύριός μας εἶναι ὁ Παντοδύναμος καί μόνον ἀληθινός Θεός᾽.

Οἱ προεστοί καί ὅλοι οἱ ἐχθροί τοῦ Μητροπολίτη, ὁ Μάρκος ὁ ὑπηρέτης, ὁ διάκονος, ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι στέκονταν μαρμαρωμένοι. ῾Ο Θεός ἐπέτρεπε νά γίνονται θεατές ἑνός μεγάλου θαύματος, διάκονος τοῦ ὁποίου ἦταν ὁ ἐπίσκοπός τους. ῾Ο ᾽Ιουλιανός, ἀβλαβής καθ᾽ ὅλα μετά καί τήν πόση τοῦ δηλητηρίου, φαινόταν θεόρατος μπροστά τους. ᾽Αδυνατοῦσαν νά κατανοήσουν πῶς τό θανατηφόρο δηλητήριο γι᾽ αὐτόν λειτουργοῦσε ὡς τό νεράκι τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἀκόμη περισσότερο δέν χωροῦσε τό μυαλό τους τήν γεμάτη στοργή καί ἀνεξικακία στάση του ἀπέναντί τους. Αὐθόρμητα ὁ καθένας ἔσκυψε καί τοῦ ᾽ βαλε μετάνοια.


(᾽Από τό ῾Λειμωνάριον᾽ τοῦ ᾽Ιωάννου Μόσχου)



ΠΗΓΗ ''ΑΚΟΛΟΥΘΕΙΝ''

ΠΟΣΟ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ Ο ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ;


ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ''ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ'': ΑΝΑΓΝΩΣΑΜΕ ΤΗΝ ΕΞΗΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΕΚ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΚΑΙ ΕΡΩΤΟΥΜΕ. ΠΟΣΟ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΤΕΙ Ο ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟΣ;





Ἐν Πειραιεῖ τῇ 7ῃ Ὀκτωβρίου 2013
ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ
Θλιβερὲς διαπιστώσεις



Δύο ἱστορικῆς σημασίας ἐπιστολές, κατὰ τὴν ἐκτίμηση πολλῶν, ἔγραψε κα ὶἀπέστειλε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφεὶμ στὸ πρόσφατο παρελθόν. Ἐπιστολὲς, ποὺ προκάλεσαν πανελλήνια αἴσθηση καὶ εὐρύτατο σχολιασμὸ ἀπὸ πολλούς, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς. 

Ἡ πρώτη ἐγράφη τὸν παρελθόντα Μάϊο πρὸς τὸν ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο Β΄καὶ τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ θέμα τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, στὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἐπισημαίνει τὴν ἐπείγουσα ἀναγκαιότητα συγκλήσεως τοπικῆς Συνόδου γιὰ τὴν ἄμεση καταδίκη της καθὼς καὶὅσων τὴν προωθοῦν: «Διὰ τὸν λόγον αὐτόν, ἐκφράζοντες τὴν ἀγωνία μας, ἀπευθυνόμεθα πρός Σας,…ἰκετευτικῶς καὶ ταπεινῶς παροτρύνοντας καὶ προτείνοντας, ὅπως ἐμεῖς,…ἀναλάβωμεν τὰς εὐθύνας μας ἔναντι Αὐτοῦ καὶ τοῦ πιστοῦ λαοῦ Του καὶ ἀρθῶμεν στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ συγκαλέσωμε Τοπικὴ Σύνοδο, ἡ   ὁποία καθηκόντως ὀφείλει νὰ προχωρήσει στὴν ἐπίσημο συνοδικὴ καταδίκη της εἰρημένης κακοδοξίας καὶ δεινῆς αἱρέσεως». 

Ἕνα θέμα καυτὸ, ἐπίκαιρο, φλέγον, πρώτης προτεραιότητος, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπίλυση καὶ ἡ συνοδικὴ ἀντιμετώπιση, χρονίζει δυστυχῶς ἐδῶ καὶ ἑκατὸ χρόνια. Ἕνα θέμα μεγίστης ἐπισκοπικῆς εὐθύνης, τὸ ὁποῖο θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε ἀπασχολήσει πρὸ πολλοῦ τούς ἱεράρχες μας, ἀφοῦ ἡ παναίρεση αὐτὴ ὁλοένα καὶ περισσότερο ἑξαπλοῦται ἐν εἴδει ἐπιδημικῆς νόσου, προξενοῦσα μεγίστη διάβρωση καὶ φθορὰ στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. 
Ἕνα θέμα γιὰ τὸ ὁποῖο Πανορθόδοξα Συνέδρια καὶ Ἡμερίδες ἔχουν διοργανωθῆ, βιβλία καὶ φυλλάδια ἔχουν γραφῆ, ὅπως τὸ ἱστορικὸ κείμενο τῆς Συνάξεως Κληρικῶν καὶ Μοναχῶν «Ὁμολογία πίστεως κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ», ἀποτειχίσεις μέρους τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἔχουν σημειωθῆ. Ἕνα θέμα τὸ ὁποῖο, χάρις στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου, τίθεται πλέον ἐπισήμως σὲ ἐπίπεδο Ἱεραρχίας. 
Ὡστόσο ἡ Ἱεραρχία μας, ὅπως ἦταν δυστυχῶς ἀναμενόμενο, σὲ πεῖσμα ὅλων των ἀνωτέρω, ἐξακολουθεῖ τὴν ἐκκωφαντικὴ σιωπή Της. Οὔτε καὶ αὐτὴ ἀκόμη ἡ συγκλονιστικὴ στὸ περιεχόμενό της ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας ἴσχυσε δυστυχῶς νὰ ἐπιδράση στὸ νοῦ καὶ τὶς καρδιὲς τῆς πλειονότητος τῶν ἱεραρχῶν μας, προκειμένου νὰ πράξουν τὸ αὐτονόητο καθῆκον των. Ἔχουν ἤδη παρέλθει ἕξι μῆνες ἀπὸ τῆς ἐκδόσεως τῆς ἐπιστολῆς καὶ ὁ ἅγιος Πειραιῶς οὐδεμία ἐπίσημη συνοδικὴ ἀπάντηση ἔλαβε μέχρι σήμερα. 
Τὸ δὲ τραγικότερο εἶναι, ὅτι ἐλάχιστοι ἱεράρχες μέχρι σήμερα ἔσπευσαν νὰ ἐπιδοκιμάσουν δημοσίως καὶ νὰ ἐκφράσουν ἐπισήμως τὴν σύμφωνη γνώμη τους γιὰ τὴν ἀναγκαιότητα συγκλήσεως συνόδου. Μὲ θλίψη καὶ ἀπογοήτευση πληροφορηθήκαμε, ὅτι τὸ θέμα αὐτὸ δὲν πρόκειται νὰ ἀπασχολήσει τὴν Ἱεραρχία κατὰ τὴν ἐτήσια τακτική της συνεδρία τοῦὈκτωβρίου. Παραμερίζεται λοιπὸν τὸ καυτὸ καὶ φλέγον, τὸ κολοσσιαίων διαστάσεων, «τὸ ἐκρηκτικό, τὸ διαιρετικὸ τοῦ ποιμνίου, τὸ διαβρωτικό της Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ ζωῆς» θέμα τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, Διαχριστιανικοῦ καὶ Διαθρησκειακοῦ, τὴν ὁποία αἵρεση σύγχρονοι Πατέρες καὶ ἅγιοι Γέροντες, ὅπως ὁἅγιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς χαρακτήρισαν ὡς τὴν χειρότερη ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση ὅλων των αἰώνων. 
Ἄφατη θλίψη καὶ ὀδύνη, ἀλλὰ καὶ δικαία ὀργὴ καὶ ἀγανάκτηση συνέχουν τὶς καρδιὲς τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ. Τί ἀπολογία θὰ δώσωμε στὸν Θεὸ ἐν ἡμέρα κρίσεως ἐνώπιον τοῦ φοβεροῦ βήματός Του γιὰ τὴν ἀδιαφορία, τὴν ἐγκληματική μας ἀμέλεια; Γιὰ τὸν βαρύτατο σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν; Γιὰ τὴν καταπάτηση τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ὅπως τοῦ 37ου Ἀποστολικοῦ, ὁ ὁποῖος ὁρίζει: «Δεύτερον τοῦ ἔτους Σύνοδος γινέσθω τῶν ἐπισκόπων καὶ ἀνακρινέτωσαν ἀλλήλως τὰ δόγματα τῆς εὐσεβείας καὶ τὰς ἐμπιπτούσας ἐκκλησιαστικάς ἀντιλογίας διαλυέτωσαν…» .  Τί ἀπολογία θὰ δώσωμε γιὰ τὴν ἔνοχη σιωπή μας, τὴν ὁποία μάλιστα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζει ὡς τρίτο εἶδος ἀθεΐας;«τρίτον δὲ ἐστὶν εἶδος οὗ πόρρω τῆς ἀνωτέρω πονηρᾶς ξυνωρίδος, τὸ παραιτεῖσθαι τί λέγειν τῶν δεδογμένων περὶ Θεοῦ» .
***
    Καὶ ἐρχόμεθα στὴν δεύτερη ἐπιστολὴ τοῦ Σεβασμιωτάτου πρὸς τὸνΠαναγιώτατον Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο. Μιὰ βαρυσήμαντη ἐκτενέστατη ἐπιστολὴἀντι-οἰκουμενιστικοὺ χαρακτῆρος, στὴν ὁποία τὰ θιγόμενα θέματα, βαθείαν ἐσωτερικὴν σχέσιν ἔχοντα μεταξύ των, παραπέμπουν ὅλα σὲ ἕνα κοινὸ παρονομαστή, τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. 
Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ ὁ Σεβασμιώτατος, σὲ καιροὺς πνευματικῆς ἀφασίας καὶ ἐπισκοπικῆς ἀδρανείας, πρώτον μὲν ἐπισημαίνει «ἀδήριτη τὴν ἀνάγκη συγκλήσεως Πανορθοδόξου Συνόδου μὲ τὴν συμμετοχὴἁπάντων των Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, Ἀρχιεπισκόπων, Μητροπολιτῶν καὶ Ἐπισκόπων καὶ λαϊκῶν θεολόγων, ἡὁποία θὰ ἔχει μέγα χρέος καὶ πρώτιστο καθῆκον νὰ καταδικάσει τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὑπὸ τὸ φῶς τῆς Ἁγιογραφικῆς, Ἁγιοπατερικῆς καὶ Ἱεροκανονικὴς διδαχῆς καὶ παραδόσεως…»
Στὴ συνέχεια, σχολιάζων τὰ πραχθέντα καὶ λεχθέντα τοῦ Παναγιωτάτου στὸ Μιλάνο καὶ στὴν Κωνσταντινούπολη μὲ ἀφορμὴ τὸν ἑορτασμὸ τῶν 1700 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ὑπογραφὴ τοῦ«Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων», καθὼς καὶ τὴν ἐπακολουθήσασα ἐπίσκεψή του στὴν Τσεχία καὶ Σλοβακία, ἀφ’ ἑνὸς μὲν θέτει ὁρισμένα καυτὰ ἐρωτήματα πρὸς Αὐτόν, καὶ ἀφ’ ἑτέρου καταλογίζει σ’ Αὐτὸν εὐθύνες γιὰ λόγους καὶ πράξεις του.

Παραθέτουμε ὁρισμένα χαρακτηριστικὰ ἀποσπάσματα τῆς ἐπιστολῆς: «Εἶναι πασιφανές, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς ὁμιλίες, ποῦἐκφώνησε ἡ Ὑμετέρα Παναγιότης στὸ Μιλάνο, ὅτι διδάσκετε καινοφανῆ, πρωτοφανῆ καὶ οἰκουμενιστικὴἐκκλησιολογία, ἡὁποία, βεβαίως, τυγχάνει ἀλλοτρία καὶ ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιολογία.  Ἀποδέχεσθε τὶς κακόδοξες οἰκουμενιστικὲς θεωρίες περὶ “ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν” καὶ “δύο πνευμόνων”. Ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρετικὲς παρασυναγωγὲς τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ (Λουθηρανοί, Μεταρρυθμισμένοι) ὡς “Ἐκκλησίες” ἰσότιμες καὶ ἰσάξιες της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἀναγνωρίζετε τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα, τοὺς Καρδιναλίους, τοὺς Πάστορες σὰν νὰ ἔχουν ἔγκυρη ἱερωσύνη, μυστήρια καὶἀποστολικὴ διαδοχή. Χρησιμοποιεῖτε ὁμοειδῆ θεολογία καὶ γιὰ τοὺς ἀλλοθρήσκους (Μουσουλμάνους, Ραββίνους). 
Γιά Σάς, Παναγιώτατε, ὅλες οἱ παραπάνω αἱρέσεις μαζὶ μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν ἤδη τὴ “Μία Ἐκκλησία”, ἡ ὁποία ὅμως, στὸν παρόντα καιρὸ εἶναι διηρημένη καὶ προχωρᾶ πρὸς τὴν ἑνότητά της»«…Ἐπὶ τῶν ἀνωτέρω ἀπαραδέκτων ἐξ ἐπόψεως θεολογικῆς, δογματικῆς καὶ ἐκκλησιολογικὴς δηλώσεων Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἐπισημαίνομεν ὅτι σφάλλετε». 
«…Μετὰ ταῦτα, ἐρωτοῦμεν Ὑμᾶς, Παναγιώτατε Δέσποτα: Πῶς χρησιμοποιεῖτε τὸν ὄρο “ἀδελφὲς ἐκκλησίες”, ὅταν αὐτὸς εἶναι ἁγιοπατερικῶς ἀμάρτυρος καὶ μάλιστα πανορθοδόξως ἔχει ἀπορριφθεῖ καὶ ἀκυρωθεῖ; Διατὶ κάνετε ἐπιλεκτικὴ χρήση τῶν πανορθοδόξων ἀποφάσεων;». «Ἀναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα, τὸν Παπισμὸ ὡς “Ἐκκλησία;” Εἶναι, ὅμως, “ἐκκλησία” ἢ αἵρεσις; Πλῆθος Ὀρθοδόξων Συνόδων ἔχουν καταδικάσει τὸν Παπισμὸ ὡς αἵρεση…». «Ἀναγνωρίζετε, Παναγιώτατε Δέσποτα καὶ τὸν Προτεσταντισμὸ ὡς “Ἐκκλησία”. «Ὡς φυσικὸς ἀπότοκος τῆς ἀναγνωρίσεως τῶν αἱρέσεων ὡς “Ἐκκλησιῶν” ἐκ μέρους Ὑμῶν, Παναγιώτατε Δέσποτα, ἀκολουθεῖ ἡ ἀναγνώριση  ἐγκυρότητος τοῦ βαπτίσματος, τῆς ἱερωσύνης καὶ τῶν μυστηρίων τους». 
«Εἶναι φανερὸ πλέον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι διαχέετε τὸ πνεῦμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’αὐτὸ καὶ δέχεσθε, ὀνομάζετε καὶ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς  “Ἐκκλησίες”, ἐρχόμενος σὲ πλήρη ἀντίθεση καὶἀντίφαση μὲ τὴν διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». «Ταπεινῶς ἐρωτῶμεν, Παναγιώτατε Δέσποτα: Διατί, ἐνῶ  ἀποδίδετε τίτλους ἐκκλησιαστικότητος στοὺς πρόδηλα κακοδόξους αἱρετικούς, δὲν προβαίνετε στὴν μαζί τους διαμυστηριακὴ κοινωνία;» «…προσπαθεῖτε νὰ στηρίξετε τὴν παναίρεση τοῦ συγκρητιστικοῦ διαχριστιανικοῦ καὶ διαθρησκειακοὺ Οἰκουμενισμοῦ,βασιζόμενος στὴν ἀνεξιθρησκεία τοῦ Διατάγματος, τὸ ὁποῖο, ὅμως, δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ ὅσα σήμερα τεκταίνονται στὸ χῶρο τοῦ διαθρησκειακοῦ καὶ διαχριστιανικοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος δὲν προβάλλει τὴν μοναδικότητα τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εὐνοεῖ τὸ Χριστιανισμό, ὅπως τὸν εὐνόησε τὸ “Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων” καὶ ἡ μετέπειτα ἰσαπόστολη δράση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου». «Εἶναι ἡλίου φαεινότερον, Παναγιώτατε Δέσποτα, ὅτι Ὑμεῖς, ἐκφράζετε καὶ υἱοθετεῖτε τὴ θεωρία περὶ “διηρημένης Ἐκκλησίας”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία, ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη σὲ ἐπὶ μέρους “ἐκκλησίες” (ὄχι τοπικές, ἀλλ’ ὁμολογιακὲς- δογματικές, βλ. τὸ κείμενο τοῦ Porto Alegre) καὶ χρήζει ἑνώσεως. Ἡ τοιαύτη θεώρησις τοῦ θεσμοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πέραν πάσης σοβαρῆς, ἔστω βασικῆς, κατανοήσεως τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας».
   
Παρῆλθον ἤδη 4 μῆνες ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως τῆς ἐπιστολῆς καὶ ὁ Σεβασμιώτατος, ὅπως ἦταν ἀναμενόμενον, οὐδεμία ἀπάντηση ἔλαβε ἀπὸ τὸν Παναγιώτατον. Πῶς ὅμως ἐξηγεῖται νὰ μὴν δέχεται διάλογο ὁ Παναγιώτατος μὲ τοὺς ἐντός της Ἐκκλησίας ὁμοδόξους, καθ’ ὃν χρόνον ἐμφανίζεται ὁ κατ’ ἐξοχὴν θιασώτης καὶ ὑπέρμαχος τῶν διαλόγων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, παρὰ τὸ γεγονὸς μάλιστα ὅτι οἱ τελευταῖοι ἔχουν ἀποτελματωθῆ καὶ χρεοκοπήσει; 
Ἀντὶ ἄλλης ἀπαντήσεως περιορίστηκε νὰ κάνη μιὰ σύντομη ἀναφορὰ στὸ θέμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῶν διαλόγων, στὸν χαιρετισμό, τὸν ὁποῖον ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Μακαριώτατον Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεόφυτον, κατὰ τὴν εἰρηνικὴ ἐπίσκεψή του στὸ Φανάρι στίς 20-9-2013.

Στὶς δηλώσεις του προσπαθεῖ νὰ ἀπορρίψει, ἀνεπιτυχῶς βέβαια, τὴν κατηγορία, ὅτι κατέχεται ἀπὸ οἰκουμενιστικὲς ἀντιλήψεις. Λέγει ἐπὶ λέξει: «…Διὰ τῆς τακτικῆς ταύτης δὲν προδίδομεν τὴν Ὀρθοδοξίαν, ὡς κατηγορούμεθα, οὔτε ὑποστηρίζομεν οἰκουμενιστικάς ἀντιλήψεις, ἀλλὰ κηρύσσομεν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν»
Ὡστόσο ἡ διπλωματικοῦ χαρακτῆρος αὐτὴ ἀόριστη δήλωση κανέναν δὲν πείθει πλέον. Ἀκριβῶς τὸἀντίθετο συμβαίνει. Ὑπάρχει ἕνα μπαρὰζ λόγων καὶ πράξεων στὴν ἐπὶ 22 χρόνια πατριαρχική Του πρωθιεραρχία, ποὺ ἐπιβεβαιώνει τὴν ἀλήθεια αὐτή. 
Εἰλικρινὰ θὰ θέλαμε πολύ, νὰ πιστεύσωμε στὴ διακήρυξή Του αὐτή. Ἀναγνωρίζοντας ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση καὶ ἀποστολικὴ διαδοχὴ στὶς αἱρετικὲς προτεσταντικὲς καὶ παπικὲς κοινότητες, ἀποκαλώντας αὐτὲς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;».  
Ὅταν συμπροσεύχεται μὲ αἱρετικούς, ἀλλοθρήσκους, μάγους καὶ εἰδωλολάτρες μπροστά σε ὁμοίωμά της ... «θεᾶς» Γαίας στὴ Γροιλανδία, κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;»
Ὅταν προσφέρει τὸ Κοράνιο, τὸ ὁποῖο μάλιστα χαρακτηρίζει ὡς «ἅγιο», ὡς δῶρο στὸν πρόεδρο τῆς Κόκα Κόλα κ. Μουχτάρ, ἀντὶ Ἁγίας Γραφῆς, κηρύσσει  «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;». Ὅταν χαρακτηρίζει τοὺς ἁγίους Πατέρες ὡς «κληροδοτήσαντες εἰς ἠμᾶς τὴν διάσπασιν» καὶ ὡς «θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως» κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;». 
Ὅταν ὑποδέχεται τὸν αἱρεσιάρχη τῆς Ρώμης Πάπα Βενέδικτο τὸν 16ο στὸ Φανάρι τὸ 2006 μὲ κωδωνοκρουσίες, θυμιατίσματα, ἀσπασμούς, λειτουργικὲς δεήσεις καὶ αἰτήσεις ὑπὲρ αὐτοῦ,«εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος», πολυχρόνια, κοινὴ εὐλογία, δῶρα, ἀπαγγελία τοῦ «Πιστεύω» καὶ τοῦ«Πάτερ ἠμῶν», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;». 
Ὅταν ἰσχυρίζεται, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἐπιδιώκει νὰ πείση τοὺς ἄλλους περὶ συγκεκριμένης τινὸς ἀντιλήψεως τῆς ἀληθείας ἢ τῆς ἀποκαλύψεως, οὔτε ἐπιδιώκει νὰ τοὺς μεταστρέψει εἰς συγκεκριμένον τινὰ τρόπον σκέψεως», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;». Ὅταν διακηρύσσει, ὅτι «…Ρωμαιοκαθολικοὶ καὶ Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες καὶ Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καὶἸ νδοί, Βουδιστὲς καὶ Κομφουκιανοί, ἦλθε ὁ καιρὸς ὄχι ἁπλῶς γιὰ προσέγγιση, ἀλλὰ γιὰ μιὰ συμμαχία καὶ συλλογικὴ προσπάθεια πρὸς τὸν σκοπὸν τῆς καθοδηγήσεως τοῦ κόσμου, μακράν των ψευδοπροφητῶν τοῦ ἐξτρεμισμοῦ καὶ τῆς μισαλλοδοξίας», κηρύσσει «πρὸς πάντας τὴν Ὀρθόδοξον ἀλήθειαν;»

Δὲν εἶναι δυνατὸν βέβαια νὰ ἀπαριθμηθοῦν ὅλα αὐτὰ (λόγοι καὶ ἔργα) ἕνα πρὸς ἕνα, στὰ πλαίσια ἑνὸς ἄρθρου, τὰ ὁποῖα ὡστόσο κατὰ καιροὺς ἔχουν ἐπισημανθῆ καὶ δημοσιευθῆ μὲ ἄρθρα καὶ μελέτες στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο. Τέτοιου εἴδους διπλωματικοὶ ἑλιγμοὶ δὲν ὀφελοῦν, διότι ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἔχει πρὸ πολλοῦ ἀφυπνιστῆ καὶ εὐαισθητοποιηθῆ ἀπέναντι στὴν φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση.
Ματαίως ἐπίσης προσπαθεῖ νὰ πείσει τὸν πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, ὅτι οἱ Διαχριστιανικοὶ Διάλογοι δῆθεν «δὲν ἀποσκοποῦν, ὡς ἐγράφη καὶ ἐν Βουλγαρία καὶ ἀλλαχοῦ, εἰς τὴν δημιουργίαν ἑνὸς κοινῶς ἀποδεκτοῦ “συνονθυλεύματος” δοξασιῶν. Δηλαδή, δὲν ἐπιδιώκεται διὰ τῆς λεγομένης οἰκουμενικῆς κινήσεως ἡἀποδοχὴ μιᾶς “χριστιανικῆς συγκρητιστικῆς ὁμολογίας”, ἀλλὰ ἡ ἐμβάθυνσις εἰς τὴν Χριστιανικὴν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ εἰς τὴν κοινωνικὴν συνεργασίαν τῶν ἐπικαλουμένων τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Τὰ συμφωνηθέντα στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου τὸ 1993 καὶ στὸ Πόρτο Ἀλέγκρε της Βραζιλίας τὸ 2006, γιὰ νὰ περιοριστούμε μόνον σ’ αὐτά, ἐπιβεβαιώνουν τὸν ἰσχυρισμὸ Του αὐτὸν ἢ μαρτυροῦν τὸἀντίθετο;
    
 Στὴν προσπάθειά Του νὰ δικαιώσει τοὺς Διαλόγους ὁ Παναγιώτατος ἐπιχειρεῖ νὰ τοὺς θεμελιώσει πατερικῶς, ἐπικαλούμενος τοὺς ἁγίους Ἰωάννην τῆς Κλίμακος καὶ Ἰωάννην τὸν Χρυσόστομον. Λέγει ὁ πρῶτος ἐξ’ αὐτῶν: «Ἐν τοῖς μὲν κακοθελῶς ἠμὶν μαχομένοις ἀπίστοις, ἢ κακοπίστοις, μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα. Ἐν δὲ τοῖς τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις, τὸ καλὸν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μὴ ἐκκακῶμεν. Πλήν, καὶ πρὸς στηριγμὸν ἠμῶν τῆς καρδίας ἐν ἀμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περὶ διακρίσεως, 2,11). 
Ἐδῶ ὁ ἅγιος οὐδόλως δογματίζει ἀτέρμονες διαλόγους μὲ τοὺς αἱρετικούς. Ἀπεναντίας σαφέστατα διευκρινίζει τοὺς ὅρους καὶ τὶς προϋποθέσεις τοῦ διαλόγου, ἐρχόμενος σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὴν παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν πρὸς Τίτον ἐπιστολὴ του (Τίτ.3,10). 
Ὅταν εὐρισκόμεθα πρὸ αἱρετικῶν καὶ ἀθέων («ἀπίστοις ἢ κακοπίστοις»), οἱὁποῖοι δὲν ἔχουν τὴν καλὴ διάθεση καὶ θέληση («κακοθελῶς»), νὰ γνωρίσουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ἀντίθετα μάλιστα ἐναντιώνονται μὲ πεῖσμα («μαχομένοις ἠμὶν») καὶἐπιμένουν στὴν πλάνη τους, τότε ὀφείλομε μετὰἀπὸ μία πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν, νὰ σταματήσωμε τὸν διάλογο («μετὰ πρώτην καὶ δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα»). Μόνον ὅταν διαπιστώνουμε διάθεση μαθητείας («τοῖς τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν βουλομένοις»), ἃς εἴμαστε ἀκούραστοι στὸ νὰ κάνουμε τὸ καλὸ ἀκατάπαυστα («το καλὸν ποιοῦντες, ἕως αἰῶνος μὴἐκκακῶμεν»). 
Τί συμβαίνει λοιπὸν μὲ τοὺς «κακοπίστους» καὶ αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες; Ἔδειξαν μέχρι τώρα κάποια διάθεση μαθητείας καὶ ἀποδοχῆς τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, στοὺς μέχρι τώρα γενομένους διαλόγους; Καμμία ἀπολύτως.Ὄχι μόνο σημάδια ἐπιστροφῆς καὶ προσεγγίσεως πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία δὲν διαπιστώθηκαν, ἀλλὰ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο. Μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσον, θεμιτὸ καὶ ἀθέμιτο, μὲ τὴν διπλωματία, μὲ τὸν προσηλυτισμὸ καὶ τὴν Οὐνία, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγάπης (διάλογος τῆς ἀγάπης), μὲ τὴν βία (σταυροφορίες, φραγκοκρατία, γενοκτονία τῶν Σέρβων τὸ 1941, βομβαρδισμοὶ στὴ Σερβία τὸ 1999 κ.λ.π.), καὶ μὲ τοὺς ἐπὶ αἰῶνες μέχρι τώρα γενομένους θεολογικοὺς  διαλόγους, προσπάθησαν  νὰ προσελκύσουν στὶς πλάνες τους τοὺς Ὀρθοδόξους μὲ σκοπὸ νὰἐξαφανίσουν, ἢ δυνατόν, τὴν Ὀρθοδοξία. Παραθέτει ἐπίσης ὁ Παναγιώτατος μία φράση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: «Ὁ Θεὸς ἀεὶ μεθ’ ἠμῶν διαλέγεται». Δὲν διευκρινίζει ὅμως, ποῦ ὁ ἅγιος εἶπε αὐτὴ τὴν φράση, ὥστε ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα νὰ προσδιορίσουμε τὸ πραγματικὸ νόημά της.
    Περαίνοντες, υἱϊκῶς παρακαλοῦμεν τὸν Παναγιώτατον γιὰ ἀλλαγὴ πορείας πλεύσεως μὲ ἀμετάκλητη στροφὴ πρὸς τὴν ἁγιοπατερικὴ μας παράδοση, ἡ ὁποία θὰ ἐπισφραγισθῆ μὲ τὴν σύγκληση Πανορθοδόξου Συνόδου, ἡ ὁποία θὰ καταδικάσει τὴν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πράγμα τὸ ὁποῖον εὐχόμεθα ἀπὸ καρδίας!

Ἐκ τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν.

Ὁ ὑπεύθυνος
Ἀρχ. Παῦλος Δημητρακόπουλος.

Ὁ Γραμματέας
κ. Λάμπρος Σκόντζος, Θεολόγος

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Η ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΤΗΝ ''ΠΑΤΕΡΙΚΗ'' ΣΤΑΣΗ ΕΙΣ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΕΩΣ!


Ἀναγνώσαμε ἕνα ἄρθρο ἀπὸ τὸ ἰστολόγιο ''ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ'', τὸ ὁποῖο ἀναφέρει σχετικὸ διάλογο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ καὶ τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς διὰ τὸ θέμα τῆς ἡμερίδος περὶ Ἀποτειχίσεως ποὺ θὰ ὀργανώσει ἡ Μητρόπολη.
Ἐμεῖς δὲν θὰ σχολιάσουμε τὸ ἄρθρο, ἀλλὰ θὰ ἐπικεντρωθοῦμε εἰς τὴν ''ὁμολογία'' ποὺ κάνει ἡ Μητρόπολη Πειραιῶς ἀναφέροντας ὅτι:


Δυστυχῶς, ἡ Μητρόπολη Πειραιῶς δὲν μᾶς λέγει ποιοὶ εἶναι οἱ ''παλαιοὶ πατέρες'' οἱ ὁποῖοι ''συμφωνοῦν'' μὲ τὰ πιστεύω τὰ δικά τους! Μάλιστα ἐτήρησαν καὶ διαφορετικὴ στάση σὲ σχέση μὲ τοὺς σημερινοὺς χριστιανοὺς ποὺ ἀποτειχίζονται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστὲς! Θὰ θέλαμε νὰ δοῦμε τὰ παραδείγματα αὐτῶν τῶν ''παλαιῶν πατέρων'', ποὺ δὲν διευκρινίζει ποιοὶ εἶναι αὐτοί, ποὺ μᾶς λέγει ἡ Μητρόπολη Πειραιῶς.

Ἀφοῦ ἀκολουθοῦν τούτη τὴν ''Πατερικὴ στάση'', τότε δυστυχῶς δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς εὐχηθοῦμε ''καλό ἀγώνα'', διότι ἡ στάση ποὺ ἀκολουθοῦν, οὔτε ἀγώνα περιέχει, οὔτε ὁμολογία ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΑΞΗ, ἀλλὰ ἕναν χαρτοπόλεμο λόγων καὶ ἰδεῶν χωρὶς κάποιο ὄφελος. Μᾶλλον ὑπάρχει ὄφελος τὸ ὁποῖο μόνο τους Οἰκουμενιστὲς ἱκανοποιεῖ.

Δεῖτε καὶ ὁλόκληρη τὴν ἐπιστολὴ


Ο ΦΟΒΟΣ (1ο ΜΕΡΟΣ)




Οι Πατέρες συμπεριλαμβάνουν στα πάθη τον φόβο και τις συγγενείς προς αυτόν καταστάσεις, που συνιστούν μορφές ή διαβαθμίσεις του, όπως τη φοβία, το δέος, τον τρόμο και επιπλέον το άγχος, την αγωνία, την αδημονία.



Γενικά, ο φόβος προκαλείται από τον κίνδυνο στέρησης ή πόνου/δοκιμασίας, μέσω της ιδέας ή του αισθήματος ότι θα χάσουμε ή ενδεχομένως θα χάσουμε αυτό, που επιθυμούμε ή αυτό στο οποίο είμαστε προσκολλημένοι.

Ωστόσο, ο φόβος, -που ορίζεται κατ' αυτό τον τρόπο- είναι δυνατόν ν' αποτελεί αρετή παρά πάθος. 

Σημειώνει σχε­τικά ο Κλήμης ο Αλεξανδρέας: «Ει και πάθος ο φόβος, ως βούλονταί τινες, ότι φόβος εστί πάθος, ουχ ο πας φόβος πά­θος». 

Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε δύο είδη φόβου.

1) Το πρώτο είδος φόβου, που ο Θεός ενέβαλε στον άν­θρωπο κατά τη δημιουργία του, -συνεπώς ανήκει στην αν­θρώπινη φύση-, έχει διπλή μορφή.

α) Η πρώτη του μορφή είναι μια δύναμη, που συνδέει τον άνθρωπο με την ίδια την ύπαρξή του και τον κάνει να φο­βάται για την απώλεια της ίδιας της ψυχής και του σώματός του. Μέσω αυτού του φόβου στις στοιχειωδέστερες εκδηλώσεις του, ο άνθρωπος προσαρμόζεται στη ζωή και το είναι, ενώ φοβάται ο,τιδήποτε θα ήταν δυνατόν να τα διαβρώσει και να τα καταστρέψει [Σ.τ.μ.: Τη ζωή και το είναι]. 

Επιπλέ­ον αποστρέφεται το μη-είναι και την ανυπαρξία, όπως το εξηγεί ο Άγιος Μάξιμος, που υπογραμμίζει ότι η συγκεκρι­μένη ροπή είναι φυσική, δηλαδή ανήκει στην ίδια τη φύση του ανθρώπου: «Ει γαρ εξ ουκ όντων τα όντα γενόμενα, και του όντος, ου του μη όντος, έχουσι ανθεκτικήν δύναμιν· ταύτης δε κατά φύσιν ίδιον η προς τα συστατικά ορμή, και προς τα φθαρτικά αφορμή»· μετέχει των λόγων, «των δημιουργικώς αυτή [Σ.τ.μ.: «Τη ανθρωπίνη φύσει»] παρ' α(Α)υτού εντεθέντων». Και ο ίδιος γράφει σε άλλο σημείο: «Εστί γαρ και κατά φύσιν και παρά φύσιν δειλία [Σ.τ.μ.: Φόβος]· και κατά φύσιν δειλία εστί, δύναμις κατά συστολήν του όντος ανθεκτι­κή».

Ακριβώς με την ίδια έκφραση, «δύναμιν κατά συστολήν του όντος ανθεκτικήν», χαρακτηρίζει το φόβο, ο Αγιος Ιω­άννης Δαμασκηνός και συμπληρώνει ότι θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αντιστοιχεί στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, την ορμή της ζωής, την έμφυτη ροπή ότι οφείλουμε να παρα­μείνουμε στο είναι και να διαιωνίσουμε την ύπαρξή μας. Ιδιαίτερα εκδηλώνεται ως φόβος του θανάτου που συνιστά φυσική ροπή, καθώς ο Δημιουργός μας έδωσε τη ζωή για να τη διατηρήσουμε και η φθορά και ο θάνατος αποτελούν φαινόμενα αντίθετα στη φύση.

β) Η δεύτερή του μορφή είναι ο «φόβος του Θεού», που στην αρχική βαθμίδατου είναι ο φόβος της θείας τιμωρίαςκαι στην ανώτερη βαθμίδα του ο φόβος της απομάκρυνσης και του αποχωρισμού από το Θεό. Η δεύτερη μορφή φόβου συνδέεται φυσικά με την προηγούμενη: ο προσκολλημένος στη ζωή και το είναι του άνθρωπος, φοβούμενος την απώλειά τους, εάν γνωρίζει την πραγματική φύση τους, τρέμει πιθανόν τον χωρισμό από το Θεό, που είναι η αρχή και το τέλος τους, η πηγή και το νόημά τους. Ακόμη υψηλότερα από τη βιολογική ζωή, για τον άνθρωπο που συνειδητοποιεί το θεμέ­λιο της πραγματικότητας, βρίσκεται η εν Χριστώ ζωή, για την απώλεια της οποίας φοβάται. Να γιατί στον πνευματικό άνθρωπο, ο φόβος του Θεού και ο φόβος αυτών που είναι δυ­νατόν να τον χωρίσουν από τον Θεό, -της αμαρτίας και του Πονηρού που οδηγούν στο θάνατο της ψυχής (πρβλ. Ματθ. 10, 28. Λουκ. 12, 5)-, εξαφανίζουν το φόβο του θανάτου. Ο θάνατος της ψυχής είναι ο μόνος, που οφείλει να φοβάται ο άνθρωπος, καθώς του στερεί οριστικά όλη τη ζωή, ενώ ο βιολογικός θάνατος μόνο πρόσκαιρα χωρίζει την ψυχή από το σώμα και αποσυνθέτει μόνο τη γήινη και φθαρτή μορφή της ύπαρξης.

Το πρώτο είδος του φόβου, που μόλις παρουσιάσαμε στις δύο μορφές του, συνιστά αρετή, που κατείχε ο Αδάμ στην προπτωτική κατάστασή του. 

Πράγματι, ο προορισμός του Αδάμ ήταν να γίνει κατά χάρη αθάνατος, αλλ' ήταν επιδεκτι­κός θανάτου εξαιτίας της ελεύθερης βούλησής του, εάν μέσω αυτής ερχόταν σε αντίθεση με το θέλημα του Θεού. Να για­τί ο Θεός λέγει στον Αδάμ και την Εύα: «Από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ' αυτού· η δ' αν ημέρα φάγητε απ' αυτού, θανάτω αποθανείσθε» (Γεν. 2, 17). Ο φόβος, (συγχρόνως, του θανάτου και του χωρισμού από το Θεό),ήταν ένα από τα μέσα που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο, για να τον βοηθήσει να τηρεί την εντολή Του και να προφυλάσσεται από τ' αποτελέσματα της παράβασής της.

2) Το δεύτερο είδος φόβου, το οποίο οι Πατέρες θεωρούν ως πάθος, αποτελεί συνέπεια του προπατορικού αμαρτήμα­τος. Εκδηλώνεται πάντα με τη μορφή αποστροφής, που νιώθει ο άνθρωπος έναντι αυτού που είναι δυνατόν να φθεί­ρει και να καταστρέφει την ύπαρξή του· ο όρος ύπαρξη δεν αναφέρεται όμως στο κατά Θεόν είναι του ανθρώπου, αλλά στο πεπτωκός είναι του, στο οποίο προσκολλάται με τη φιλαυτία. Εμφανίζεται πάντα πριν από κάθε φόβο θανάτου, αλλά πλέον για διαφορετικό λόγο σε σχέση με την πρώτη μορφή. Λαμβάνει πολυποίκιλες μορφές, και θα ήταν κουρα­στικό να τις απαριθμήσουμε στο σημείο αυτό. Θ' αναφέρου­με μαζί με τον Αγιο Μάξιμο, για να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο φόβο ότι συμμετέχει στα πάθη που οφείλονται στη στέρηση της ηδονήςκαι έρχεται όπως εκείνα ως αποτέ­λεσμα αυτού που η φιλαυτία κατεργάζεται μέσω της οδύνης ψυχής και σώματος: ο άνθρωπος φοβάται μήπως χάσει ένα αισθητό αντικείμενο, η κατοχή του οποίου (πραγματική ή φανταστικά πρόωρη) του παρέχει συγκεκριμένη αισθητή απόλαυση. Φοβάται επίσης και την αιτία της πιθανής απώ­λειας του αντικειμένου. Η ιδέα ή η αίσθηση της πιθανής αυτής απώλειας γεννά στην ψυχή του κατάσταση δυσφορίας και ταραχής, των οποίων τις συνέπειες υφίσταται και στο σω­ματικό πεδίο εξίσου: «Ποτέ μεν η ψυχή, ποτέ δε το σώμα προεδειλίασε, και τω ετέρω του πάθους μετέδωκεν», σημει­ώνει ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος.

Σε όλες τις περιπτώσεις ο φόβος-πάθος αποκαλύπτει πρόσδεση και αγάπη στον κόσμο τούτο: στα αγαθά του, στην αισθητή ηδονή τους, καθώς επίσης και στο συγκεκριμένο τρόπο ζωής, καθώς αυτή η ζωή κατανοείται ως προϋπηρεσία για να φτάσει κάποιος στην απόλαυση. Από τότε είναι δυνα­τόν να επανασυνδέσουμε στη συγκεκριμένη μορφή φόβου, κάθε φόβο θανάτου, που δεν υπήρχε πριν για παράδειγμα, όπως στο πλαίσιο του φυσικού φόβου μπορούμε να συνά­ψουμε το φόβο απώλειας της ζωής, ο οποίος αναγνωρίζεται: 

α) ως αγαθό που προσφέρεται από το Θεό και προϋπηρεσία για να ενωθούμε μαζί Του,
β) ως απώλεια των αισθητών ηδονών του κόσμου, τις οποίες η ζωή επιτρέπει ν' απολαύ­σουμε. Η βασική αυτή σχέση του πάθους του φόβου και της κοσμικής ζωής, -που κατανοείται και βιώνεται σαρκικά-, αξιολογείται συχνά στο πλαίσιο της διδασκαλίας των Πατέ­ρων. 

Ο Άγιος Ισαάκ γράφει: «Ότε [άνθρωπος] εν τη γνώ­σει και τη πολιτεία του σώματος ίσταται, εκ του θανάτου πτο­είται». Ένα απόφθεγμα αναφέρει: «Ρωτήθηκε ένας Γέροντας: "Γιατί φοβάμαι όταν περπατώ στην έρημο;» Και απάντησε: «Γιατί εξακολουθείς να ζεις"!». Και ένα ακόμη: «Αδελφός ρώτησε ένα Γέροντα: "Γιατί με καταλαμβάνει φό­βος όταν μου τυχαίνει να βγαίνω μόνος τη νύκτα;" Και ο Γέ­ροντας απαντά:«Γιατί η ζωή τού κόσμου εξακολουθεί να έχει αξία για σένα»».

Ενώ το πρώτο είδος του φόβου είναι «κατά φύσιν», το δεύτερο, που συνιστά κακό πάθος, είναι «παρά φύσιν» και «παρά λόγον». Οφείλεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος απομάκρυνε το διπλό σκοπό του φόβου, -φυσιολογικό και φυσικό-, που τον συνέδεε με το αληθινό είναι του και το Θεό, για να τον καταστήσει φόβο απώλειας του πεπτωκότος είναι τού αποχωρισμού από τον αισθητό κόσμο, και απώλειας της εμπαθούς ζωής και της αντίστοιχης, προς αυτή, ηδονής. Αντί να φοβάται ό,τι απειλεί την ύπαρξή του και ιδιαίτερα την πνευματική του ύπαρξη, ο άνθρωπος αρχίζει να φοβάται ό,τι θέτει σε κίνδυνο το αισθητό είναι του και τις απολαύσεις, που καρπώνεται απ' αυτό.

Στο σημείο αυτό φαίνεται ότι ο κατά Θεόν φόβος και ο «κοσμικός» φόβος δε συνιστούν δύο διαφορετικές στάσεις εκ φύσεως, αλλά ουσιαστικά την ίδια διάθεση και στάση, προσανατολισμένη προς δύο διαφορετικούς σκοπούς. Τούτο προκύπτει από τις πατερικές διδασκαλίες, όπου οι δύο σκοποί παρουσιάζονται ως αποκλείοντες ο ένας τον άλλο: αν φο­βόμαστε κάποιο πράγμα του κόσμου αυτού, τούτο συμβαίνει γιατί δε φοβόμαστε το Θεό· αντίστροφα, όποιος φοβάται το Θεό, δεν έχει τίποτε να φοβηθεί: «ο δούλος Κυρίου γενόμενος τον οικείον Δεσπότην και μόνον φοβηθήσεται· ο δε τούτον ούπω φοβούμενος, την εαυτού σκιάν πολλάκις πεφόβηται», γράφει για παράδειγμα ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Για το λόγο αυτό εξάλλου οι Πατέρες αναφέρουν ότι ο φόβος-πάθος ευνοείται από την ακαρπία της ψυχής, εξαι­τίας της απώλειας της θείας παρουσίας σ' αυτήν: «Εφοβήθην ότι γυμνός ειμί», εξομολογείται ο Αδάμ, μετά το αμάρτη­μά του (Γεν. 3, 10).

Όπως όλα τα υπόλοιπα πάθη, ο φόβος παρουσιάζεται από τους Πατέρες ως νόσος. Κύριος λόγος, που μόλις πα­ρουσιάσαμε είναι η διαστροφή της ενάρετης φυσικής διάθε­σης και στάσης σε παρά φύση πάθος. Δευτερεύοντα λόγο συνιστούν οι ταραχές που γεννά ο φόβος.

Κατά πρώτον, ο φόβος αποκαλύπτει παθολογική σχέση του ανθρώπου προς το Θεό. Ο άνθρωπος αποστρέφεται το Θεό, την πηγή της ζωής του, την αρχή και το τέλος τού είναι του, το νόημα της ύπαρξής του και τοποθετεί το κέντρο των μερίμνων του στην αισθητή πραγματικότητα που γίνεται γι' αυτόν το Απόλυτο: φοβούμενος την απώλεια κάποιου αγαθού του κόσμου και κάποιας αισθητής ηδονής, αντί να φοβάται την απώλεια του Θεού και συνεπώς του ίδιου του εαυτού του, απομακρύνεται τελικά από το Θεό. Όλη η διαδι­κασία του προπατορικού αμαρτήματος, εντοπίζεται και πάλι στη συγκεκριμένη στάση, όπως βλέπουμε μαζί με όλες τις συ­νέπειές της προφανώς.

Ο έμφοβος, όμως δεν έχει λησμονήσει το Θεό μόνο ως αρχή και τέλος τού είναι και του βίου, αλλά και ως νόημα και κέντρο της ύπαρξης: Τον έχει εξίσου απαρνηθεί και αγνοή­σει· έχει αρνηθεί την Πρόνοια και την προστασία, με την οποία περιβάλλει κάθε ύπαρξη. Ο φόβος αποκαλύπτει την παραίσθηση, την οποία έχει ο παραδομένος στον εαυτό του άνθρωπος: να μη μπορεί ή να μη πρέπει να βασίζεται στις δι­κές του δυνάμεις, να αποστερείται της βοήθειας του Θεού. «Ρώτησαν ένα Γέροντα: «Γιατί φοβάμαι διασχίζοντας την έρημο;» Και αυτός απάντησε: «Γιατί νομίζεις ότι είσαι μόνος και δε βλέπεις το Θεό δίπλα σου». Η διδασκαλία του ίδιου του Χριστού έρχεται ν' ακυρώσει και να διαλύσει την ψευδαίσθηση, υπενθυμίζοντας στον άνθρωπο ότι ο Θεός προνοεί αδιάκοπα γι' αυτόν (Ματθ. 10, 29-31. Λουκ. 12, 6-7). Ακόμη ο φόβος είναι τεκμήριο και σημείο απώλειας της πίστης στη Θεία Πρόνοια: «Τί δειλοί εστε ούτω; πώς ουκ έχετε πίστιν;» λέγει ο Χριστός στους κατατρομαγμένους από τη θύελλα μα­θητές του (Μάρκ. 4, 36-40). 

Επιπλέον, ο φόβος εκφράζει απώλεια πίστης και στα πνευματικά αγαθά. Διότι αν ο άνθρωπος είχε συνδεθεί μ' αυτά, μόνο αυτά θα φοβόταν μή­πως χάσει: «μίαν οδύνην ειδώς, την τούτων [θείων] αποτυχίαν», αναφέρει σχετικά ο Αγιος Μάξιμος. Τα θεία αγαθά είναι πραγματικά τα μόνα, τα οποία έχουν για τον άνθρωπο απόλυτη αξία και ζωτική σημασία. Ο άνθρωπος, που έχει εμπιστοσύνη στο Θεό, γενόμενος μέτοχος της Αναστάσεως του Χριστού και της θείας ζωής, οφείλει να μη φοβάται καμιά επίθεση κατά της ψυχής ή κατά του σώματός του, ούτε ακόμη την επίθεση του θανάτου που σκοτώνει προσωρινά το σώμα, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε περισσότερο (Ματθ. 10, 28. Λουκ. 12, 4). Όποιος ενώνεται με το Θεό, βρίσκει σ' Αυτόν την πληρότητα των αγαθών και δε φοβάται μήπως στερηθεί κάποιου αισθητού αγαθού.

Βεβαίως, ο φόβος δεν αφορά μόνο στην έλλειψη πίστης προς τα πνευματικά αγαθά, τα μόνα αληθινά. Ο ίδιος αποδίδει μάταιη πίστη στα αισθητά αγαθά, των οποίων η πραγμα­τικότητα είναι απατηλή και η παρουσία σύντομη όπως του άνθους και της χλόης. Αποτελούν θησαυρούς, που αφανί­ζουν η αποσύνθεση και ο σκόρος και κλέβουν οι κλέφτες (Ματθ. 6, 19. Λουκ. 12, 33). Ο άνθρωπος, αργά ή γρήγορα, χάνει τα αισθητά αγαθά, εξαιτίας του πρόσκαιρου και παρο­δικού χαρακτήρα τους ή λόγω του θανάτου του. Μαζί τους χάνεται και η συνδεδεμένη μ' αυτά ηδονή, η οποία άλλωστε όπως έχουμε δει, είναι πενιχρή σε σύγκριση με την απόλαυση των αγαθών της Βασιλείας του Θεού. Για το λόγο αυτό ο πεπτωκώς άνθρωπος σφάλλει ως προς την αληθινή ουσία των πραγμάτων και των αισθητών ηδονών στις οποίες προσκολλάται. Μάλιστα είναι δυνατόν ο ίδιος να κατέχεται από φό­βο: αν γνώριζε τη φύση των αγαθών, η ενδεχόμενη απώλειά τους θα του ήταν αδιάφορη.

Το γεγονός ότι συνολικά ο φόβος είναι ανωφελής συνιστά ένα ακόμη λόγο εξαιτίας του οποίου παρουσιάζεται ως ασύ­νετη και παράλογη στάση. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να εμπο­δίσει με το φόβο ο,τιδήποτε του συμβαίνει ούτε ν’ αποφύγει τον κίνδυνο ή τη στέρηση που φοβάται, αν υποθέσουμε ότι πράγματι θα επισυμβούν: «Τις εξ υμών μερίμνων δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν ένα;» (Ματθ. 6, 27). 

Ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός στον αναποτελεσματικό φό­βο και την ατελέσφορη μέριμνα, τους οποίους ο Χριστός κατηγορεί με τους λόγους Του, αντιπαραθέτει την ενεργή [Σ.τ.μ.: Ή αποτελεσματική] αμεριμνησία αυτού, που αποθέ­τει τον εαυτό του για τα πάντα στη θεία Πρόνοια.

Η παθολογία του φόβου εμφανίζεται και στο, περισσότε­ρο ή λιγότερο σημαντικό, τμήμα της φαντασίας, το οποίο τον δέχεται γενικά. Με τη φαντασία του ο άνθρωπος παραμορ­φώνει την πραγματικότητα, της αποδίδει διαστάσεις που δεν έχει, μεγεθύνοντας για παράδειγμα τους κινδύνους ή θεωρώ­ντας επικείμενη την απώλεια κάποιου αντικειμένου. Η φα­ντασία όμως προβάλλει και ανύπαρκτες πραγματικότητες: κατασκευάζει, προδικάζει ή και οδηγεί στην αποδοχή ως βέβαιον, -στο παρόν ή το εγγύς μέλλον- γεγονότων που δεν έχουν συμβεί και για τα οποία κανένας αντικειμενικός λόγος δεν εγγυάται την πραγματοποίησή τους. 

Έτσι ο Άγιος Ιω­άννης της Κλίμακος δίνει για το φόβο τον εξής ορισμό: «Φό­βος εστί προμελετώμενος κίνδυνος [...], σύντρομος αίσθησις καρδίας περί αδήλων συμφορών κλονουμένη και ασχάλλουσα» [Σ.τ.μ.: Αγωνιώδης]. Παρατηρεί επιπλέον πως ο φόβος θέτει ερωτηματικά και για τα πλέον βέβαια πράγματα (στο όνομα του αντικειμένου του) και το ρόλο που αναλαμβάνει η φαντασία στο σημείο αυτό: «Φόβος εστί πληροφορίας [Σ.τ.μ.: Η ακλόνητη βεβαιότητα για κάποιο θέμα με την επίνευση της Θείας Χάρης] στέρησις». Και ακολουθούν τα πα­θολογικά σημεία του παραληρήματος: παραμόρφωση της πραγματικότητας, όχι αντίληψη του συμβαίνοντος ή του γε­γονότος, αντίληψη ανύπαρκτης πραγματικότητας. Από τον τρόπο, που το πραγματικό γίνεται αντιληπτό και βιώνεται, ο φόβος αποκαλύπτει πάντα ότι η φαντασία δίνει το βήμα και στις υπόλοιπες δυνάμεις και επιβάλλει τις παραστάσεις της σ' αυτές. 

«Κατάπληξις δε φόβος εκ μεγάλης φαντασίας», παρατηρεί ο Αγιος Ιωάννης Δαμασκηνός. Ενώ ο φόβος και η κατάπληξις μόνο μερικώς διεγείρονται από αντικειμενι­κούς λόγους, αποτελούν συχνότατα ισχυρό τμήμα τής φαντα­σίας. Οι περισσότερες όμως από τις υπόλοιπες μορφές φό­βου, και ιδιαίτερα το άγχος και η αγωνία, χαρακτηρίζονται από την απουσία αντικειμενικών λόγων θεμελίωσης· στο άτομο που είναι υποχείριο του φόβου σημαντικό ρόλο ασκεί η επιρροή του παραλόγου. Στον έμφοβο άνθρωπο, μοιά­ζουν κατεσταλμένες οι δυνάμεις, που θα του επέτρεπαν να εκτιμά τα πράγματα και τα γεγονότα στις ακριβείς τους δια­στάσεις. Ο συγγραφέας του βιβλίου Σοφία Σολομώντος αναφέρει: «ουθέν γαρ εστι φόβος ει μη προδοσία των από λογισμού βοηθημάτων» (17, 11).

Ενδεχομένως, η γέννηση και η ανάπτυξη του φόβου, υπο­κινούνται ή εννοούνται από διάφορα πάθη. Στην πρώτη θέ­ση, η υπερηφανία, η οποία είναι στενά συνδεδεμένη με το φό­βο. Συναφής είναι η παρατήρηση του Αγίου Ισαάκ: «Ο ταύ­της [της ταπεινώσεως] ελλείπων, ελλιπής εστι και από της τελειώσεως· και ο από ταύτης ελλιπής, αεί περίφοβός εστι». 

Ο Αγιος Ιωάννης της Κλίμακος συμπληρώνει σχετικά: «Υπερήφανος ψυχή, δειλίας δούλη· εφ' εαυτή πεποιθυΐα, και κτύπους κτισμάτων και σκιάς δεδοικυΐα». Ο Άγιος Συ­μεών ο Νέος Θεολόγος υπενθυμίζει ότι ο φόβος συνδέεται προφανέστατα και με το πάθος τής δειλίας.

Σύμφωνα με τη διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ο φόβος είναι δυνατόν να γεννάται από την αμαρτία: «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν» (Ρωμ. 2, 9). 

Ο Αγιος Ιωάννης ο Χρυσόστο­μος επισημαίνει: «Οι εν αμαρτίαις όντες και φόβω συζώσι διηνεκεί· και καθάπερ οι δια νυκτός ασελήνου βαδίζοντες τρέμουσι, καν μηδείς ο φοβών παρή, ούτω και οι την αμαρτίαν εργαζόμενοι, θαρρείν ουκ έχουσι, καν μηδείς ο ελέγχων η· αλλά πάντα δεδοίκασι, και υποπτεύουσιν, υπό του συνειδότος κεντούμενοι, και πάντα αυτοίς δέους και αγωνίας εστί μεστά, πάντα περιβλέπονται, πάντα φοβούνται».Οι συγκε­κριμένες θέσεις φαίνεται ότι δεν πρέπει να αναφέρονται μό­νο σ' όσους υποκρίνονται ότι ζουν σύμφωνα με τις εντολές ή ότι τουλάχιστον τις γνωρίζουν, ενώ τις έχουν παραβεί και κα­τά συνέπεια υφίστανται τον έλεγχο της συνείδησής τους. Πρέπει να εφαρμόζονται και σε όσους, ενώ ζουν έξω από την πίστη, αγνοώντας τους κανόνες και τις εντολές της, έχουν εντούτοις κάποια αόριστη και ασαφή αίσθηση της αμαρτωλότητάς τους. Φαίνεται ακόμη ότι η ισχύς της αμαρτητικής κατάστασης που υποκινεί το φόβο με τη μορφή του άγχους και της αγωνίας είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο το υποκείμενο δεν έχει συνειδητοποιήσει σαφώς το ελάττωμα και το σφάλ­μα του. 

Υπενθυμίζοντας «την της ψυχής δειλίαν της εαυτών κακίας» ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής συμβουλεύει το χριστια­νό να επαγρυπνεί και να φροντίζει την εξομολόγηση ιδίως των ακουσίων αμαρτημάτων του και μάλιστα των ασυνείδη­των από την πρώτη στιγμή. Πάλι ο ίδιος γράφει: «εάν γαρ μη πρεπόντως και περί αυτών [των ασυνειδήτων] εξομολογησώμεθα, δειλίαν τινα άδηλον [...] ευρήσομεν εν εαυτοίς».

Όπως και τα υπόλοιπα πάθη, ο φόβος έχει άμεσα μερίδιο στη δαιμονική ενέργεια, συνδεδεμένος με τους δαίμονες, οι οποίοι συμβάλλουν στην εμφάνισή του, και επωφελούνται πολύ από την παρουσία του, καθώς συνιστά ιδιαίτερα ευνοϊ­κό έδαφος για τη δράση τους. Βρίσκουν στο φόβο το σύμμα­χό τους, παρατηρεί ο Άγιος Διάδοχος υπενθυμίζοντας σύνδεση φόβου και αμαρτίας. 


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ