Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2011

ΤΗΝ ΑΠΛΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΖΗΤΑ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΗΣ!!!

Την απλοποίησιν της ελληνικής γραφής ζητά ο κύπριος ευρωβουλευτής Μάριος Ματσάκης, με σχετική εισήγηση που υπέβαλε προς τον υπουργό Παιδείας της Κύπρου Ανδρέα Δημητρίου. Την πρότασί του κοινοποίησε και στους Έλληνες ευρωβουλευτές. Ο κ. Ματσάκης προτείνει στον Κύπριο υπουργό τη σύστασιν μιας ολιγομελούς επιτροπής γλωσσολόγων, οι οποίοι θα μπορούσαν, εμπεριστατωμένα να ενδιατρίψουν επι του θέματος και να δώσουν μια επιστημονικά έγκυρη πρότασι για τον εκμοντερνισμό/απλοποίησι της Ελληνικής Γραφής...
Στην επιστολή του ο Κύπριος ευρωβουλευτής παραθέτει ως τροφή για σκέψη τα εξής

1. Να καταργηθούν τα γράμματα'η' και 'υ' και να αντικατασταθούν απο το γράμμα 'ι'.

2. Να καταργηθεί το γράμμα 'ω' και να αντικατασταθεί απο το γράμμα 'ο'.

3. Να καταργηθούν οι εξής συνδυασμοί γραμμάτων και να αντικατασταθούν ως εξής
'αι'='ε', 'ει'='ι', 'οι'='ι', 'υι'='ι', 'αυ'='αβ', 'ευ'='εβ'

4. Να καταργηθεί η χρήσι του 'γγ' και να αντικατασταθεί απο το 'γκ'.

5. Να καταργηθεί το τελικό γράμμα 'ς' και να αντικατασταθεί απο το γράμμα 'σ'.

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω αλλαγών, αναφέρει ευρωβουλευτής, το Ελληνικό αλφάβητο θα έχει μόνο 21 γράμματα (α, β, γ, δ, ε, ζ, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, π, ρ, σ, τ, φ, χ, ψ) και ενα μόνο δίψηφο (το 'ου')...
Ο κ. Ματσάκης υποστηρίζει ότι η απλοποίησις της Ελληνικής γραφής καθίσταται αναγκαία μέσα στα πλαίσια μιάς τάσης ενωτικής πορείας των γλωσσών στην Ευρωπαική ένωση. Επιπλέον, μια τέτοια αλλαγή θα καταστήσει την Ελληνική γραφή πιο απλή και πολύ πιο εύχρηστη. Ιδιαίτερα όσον αφορά την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και σε σχέση με μεγάλο αριθμό ατόμων που έχουν διάφορες μορφές δυσλεξίας.
Θα ήθελα να προσθέσω και τα εξής.
Ας τολμήσει κάποιος ξένος να προτείνει σε Γάλλο να εξαλείψει τους τρείς τόνους, ή να γράψει το beaucoup=bocou, ή το couteau=couto.
Ας τολμήσει να προτείνει σε Άγγλο να γράψει αντί thought=thot, αντί wrought=rot, ή σε ένα Γερμανό να γράψει αντί Gemutsbeschaffenheit=Gemutsbesafenheit, ή αντί Erbschleicher=Erbsleiher και θα δούμε τι θα γίνει!

ΟΠΩΣ ΕΙΠΕ ΚΑΙ Ο ΧΕΝΡΙ ΚΙΣΣΙΓΚΕΡ (ΕΒΡΑΙΟΣ)

«Ο Ελληνικός λαός είναι δυσκολοκυβέρνητος και γι΄ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτισμικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε

1.τη γλώσσα
2.τη θρησκεία
3. τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα, ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει για να μη μας παρενοχλεί στα Βαλκάνια, να μη μας παρενοχλεί στην Ανατολική Μεσόγειο, στη Μέση Ανατολή, σε όλη αυτή τη νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικής σημασίας για μας, για την πολιτική των ΗΠΑ».

Γιάννης Καλιωτζάκης

(«Τα Ελληνοκαναδέζικα Νέα» 27-11-2010)

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΟΛΟ (ΜΕΤΑΣΧΟΝΤΕΣ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ (Ι.Μ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ)


Οι πιστοί του Βόλου που διαμαρτυρήθηκαν στον εσπερινό του Αγίου Αντωνίου για την παραποίηση της Ακολουθίας από τον Μητροπολίτη Βόλου κ. Ιγνάτιο, και των οποίων την εντοπιότητα αμφισβήτησε ο Μητροπολίτης, δίνουν την απάντηση:

«είμαστε όλοι Βολιώτες».


Ποιός τέλος πάντων είναι ο καλός Χριστιανός κατά τη γνώμη του Σεβ. κ. Ιγνατίου; Αυτός που σκύβει και φιλάει το χέρι του δεσπότη και κάνει εδαφιαίες μετάνοιες; Το κάνουμε και αυτό, εάν όμως είναι καρπός της συνειδησιακής μας ελευθερίας. Και αν δεν καταλαβαίνει τί σημαίνει αυτό, θα το πούμε με άλλα λόγια. Αυτό που ο Σεβ. κ. Ιγνάτιος ονομάζει αντιδραστικότητα είναι απόλυτα ελληνοπρεπές. Είναι η εκκλησία του δήμου, η άμεση δημοκρατία.
Μήπως είδε κανείς κάποια απάντηση του Σεβ. κ. Ιγνατίου στα δημοσιεύματά μας δημοσίως ή κατ’ιδίαν; Εμείς δεν είδαμε κανένα. Καμμία απόσταση ασφαλείας, καμμία μυστηριώδης υπεροχή, που καλύπτει τη γύμνια του Βασιλιά, κανένα πρόσχημα καθωσπρεπισμού δεν πρόκειται να τον προστατεύσουν στον ολισθηρό δρόμο που έχει πάρει και να φιμώσει τη φωνή του λαού. Κάποια θέματα ο λαός πρέπει να τα επιλύει ενώπιος ενωπίῳ ασκώντας το θεμελιωμένο επάνω στην παράδοση και πρακτική αιώνων της Εκκλησίας κυριαρχικό του δικαίωμα. Ναι αυτό ακριβώς Σεβασμιώτατε σημαίνει Παράδοση. Πηγή της εξουσίας του επισκόπου είναι ο λαός· εάν δεν υπήρχε ο λαός δεν υπήρχε λόγος να υπάρχει και επίσκοπος. Κι όσο δεν πρέπει ο λαός να κάνει κάτι άνευ του επισκόπου, άλλο τόσο δεν πρέπει ο επίσκοπος να κάνει κάτι χωρίς το λαό. Και κυρίως, δεν μπορεί να περιφρονεί το λαό.
Κλήρος και λαός δεν συμφωνούν με τις μεταφράσεις των ιερών κειμένων που σκοπό έχουν να δημιουργήσουν μία προτεσταντικού τύπου εκκλησία, όπου θα πηγαίνουμε να τραγουδάμε μερικά τραγουδάκια και ο καθένας θα θεολογεί κατά το δοκούν (πρακτικές που εφαρμόζονται στις συμπροσευχές που συμμετέχει και ο ίδιος στο ΠΣΕ και στους διαλόγους με τους αιρετικούς), εισάγοντας την μεταπατερική θεολογία και μετακινώντας όρια αμετάθετα, την δογματική δηλαδή διδασκαλία της Εκκλησίας. Μόνο ο Σεβασμιώτατος διαβάζει τα κείμενα σε μετάφραση και μπροστά του μερικοί κληρικοί· εκείνος γνωρίζει με ποιό τρόπο υποτάσσονται.
Δεν μπορούμε την αμάθεια, ημιμάθεια ή έστω μονομερή γνώση να την βαπτίσουμε αβίαστα εξέλιξη της γνώσεως. Δεν μπορούμε την αμάθεια των νέων με προσωπική ή συλλογική ευθύνη να την αναγάγουμε σε κριτήριο και ρυθμιστή της πνευματικής πορείας αυτού του γένους. Εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών που ενσάρκωσαν τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, η γνώση και η μάθηση ήταν πάντοτε η αξία, το ιδανικό, ο στόχος και η καταξίωσή μας. Με την αμάθεια αρνηθήκαμε να συμβιβασθούμε ακόμα και εν μέσῳ πικράς δουλείας.
Εάν ο Σεβ. κ. Ιγνάτιος αγαπά τους νέους και δεν καπηλεύεται την αμάθεια και το υπαρξιακό των κενό θα πρέπει να διαλύσει την αιρετική και ανθελληνική Ακαδημία Θεολογικών σπουδών και να ιδρύσει μία ελληνική Ακαδημία ακαδημαϊκού επιπέδου, όπου θα διδάσκεται η ελληνική γλώσσα από τον Όμηρο μέχρι σήμερα, όπου μαθητές, έφηβοι, νέοι και ενήλικες θα βρίσκουν μία όαση μάθησης, η οποία μόνο ψυχαγωγεί την ανθρώπινη ψυχή και δίνει μία δημιουργική διέξοδο στο πρόβλημα της ανεργίας. Όλα τα άλλα είναι απλώς άλλοθι.
Μία νοησιαρχική προσέγγιση στο θέμα της κατανόησης του λειτουργικού κειμένου είναι λανθασμένη. Δεν κατανοούμε τα νοήματα της λειτουργικής γλώσσας με το μυαλό αλλά με την καρδιά και το βίωμα.
Τέλος αν είχε κάνει ο Σεβασμιώτατος λίγο κόπο να γνωρίσει το λαό του, 10 χρόνια τώρα που ζει στο Βόλο, θα γνώριζε ότι είμαστε όλοι Βολιώτες και θα γνώριζε ασφαλώς και τα πρόσωπά μας.


Αναρτήθηκε από Πατερική Παράδοση

Το πρόβλημα της μεταφράσεως των κειμένων της λατρείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Δημοτική γλώσσα


του Κυριάκου Παπακυριάκου

Θεολόγου, τ. Διευθυντού Γυμνασίου-Λυκείου

από το περιοδικό της ΠΕΘ «Κοινωνία», τεύχος 4, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 2010

Περίληψη από την εισήγηση του Παπακυριάκου Κυριάκου στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στο μάθημα της Λειτουργικής (Καθ. Ιωάννης Φουντούλης) στίς 27-5-1985, βελτιωμένη και με σκέψεις το 2010.

***

1) Έρευνα στο ως άνω θέμα

Από χρόνια σκέπτομαι το θέμα της μεταφράσεως των εκκλησιαστικών κειμένων. Έψαξα σε διάφορες βιβλιογραφίες, πλην της τελευταίως εκδοθείσης Τριμηνιαίας έκδοσης Ορθοδόξου Διδαχής της Θεοδρομίας του 2005 τεύχος και δε βρήκα αξιόλογες σχετικές ή παραπλήσιες εμπεριστατωμένες εργασίες, άλλα άπλες μόνο εργασίες, διότι δεν απασχολούσε έντονα τους συγγραφείς. Το θέμα είναι σύγχρονο, της τελευταίας πεντηκονταετίας, από τότε που ή Ελληνική κυβέρνηση κατάργησε την καθαρεύουσα ως επίσημη γλώσσα του κράτους.

Δεν στηρίχθηκα σε γραπτές πηγές, άφ' ενός μεν επειδή δεν υπάρχουν αξιόλογες, άφ' ετέρου δε για να μην επηρεασθώ ευθύς εξ αρχής εξ αυτών και δεσμεύσω τη σκέψη μου σε γνώμες άλλων. Κατέφευγα κυρίως σε φιλικές συζητήσεις με πρόσωπα πεπειραμένα που τους απασχολεί το ίδιο θέμα από καιρό.

Έβαλα στους μαθητές του Γυμνασίου-Λυκείου πού υπηρετούσα «τεστ» με τις εξής δυο έρωτήσεις:1) Τί καταλαβαίνω κατά τον εκκλησιασμό μου στο ναό από αυτά που ψάλλονται και διαβάζονται; 2) Πώς θέλω να γίνονται οι ιερές ακολουθίες στους ναούς για να προσεύχομαι και να λατρεύω το Θεό καλύτερα;

Οι μαθητές ανώνυμα εκφράσθηκαν ελεύθερα και διατύπωσαν πολλές σοφές γνώμες που λήφθηκαν υπόψη στην ανάπτυξη του θέματος. Ζήτησα τη γνώμη ενός υπεύθυνου, πανελληνίως γνωστού πνευματικού ανθρώπου και μου απάντησε: «Μην το συζητάς το θέμα σε πολύ ευρύ κύκλο, γιατί θα θεωρηθείς νεωτεριστής θεολόγος. Η λύση του προβλήματος αυτού μπορεί να προκαλέσει διχασμό στους πιστούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας και να δημιουργήσει δημοτικιστές και συντηρητικούς στην εκκλησιαστική γλώσσα. Καλό είναι να το αφήσουμε να λυθεί μόνο του το πρόβλημα με την πάροδο του χρόνου.»

Όσο και αν το αποσιωπήσουμε το πρόβλημα, δε θα πάψει να υπάρχει κα να γίνεται αιτία προφάσεων απομάκρυνσης πολλών πιστών από τη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

2. Ενστάσεις των επιμενόντων στη μετάφραση των Εκκλησιαστικών κειμένων και αναίρεση αυτών.

Οι ισχυριζόμενοι την αναγκαιότητα της μετάφρασης των Εκκλησιαστικών κειμένων φέρνουν ως επιχείρημα τα κείμενα του Όμηρου, τα όποια θα ήταν άγνωστα στους περισσότερους έλληνες αν δε μεταφράζονταν στην Νεοελληνική γλώσσα. Παραδέχονται όμως ότι μειώθηκε ή λογοτεχνική τους αξία.

Δεν εξομοιώνεται ή αναγκαιότητα της μετάφρασης των εκκλησιαστικών κειμένων με τη μετάφραση των Ομηρικών έργων, διότι ή γλώσσα αυτών δεν είναι τόσο δύσκολη και απλησίαστη όπως ή Ομηρική γλώσσα. Είναι πολύ ευκολότερο, με λιγότερο κόπο, να εξοικειωθεί κανείς στην εκκλησιαστική γλώσσα παρά στην ομηρική. Δεν διαφέρει πολύ το λεξιλόγιο της "Εκκλησιαστικής γλώσσας από την καθημερινή στρωτή Ελληνική γλώσσα. Το 90% των λέξεων των είναι ίδιες με διαφορετικούς μόνο τύπους διατυπώσεως γραμματικών καταλήξεων.

Και για αυτή ακόμη τη διαφορά ισχυρίζονται ότι δεν υποχρεούται να μάθει ό λαός την εκκλησιαστική γλώσσα. Προτιμούν να θυσιάσουμε τη παραδοσιακή ελληνική γλώσσα για να προσελκύσουμε τους ανθρώπους στην ορθόδοξο λατρεία.

Φέρνουν ως παράδειγμα τα λόγια του Απόστολου Παύλου: «Και εγενόμην τοις Ιουδαίοις ως Ιουδαίος, ίνα Ιουδαίους κερδίσω. Τοις ανόμοις ως άνομος, μη ων άνομος Θεώ, άλλ' έννομος Χριστώ, ίνα κερδίσω ανόμους. Εγενόμην τοις ασθενέσι ως ασθενής, ίνα τους ασθενείς κερδίσω- τοις πάσι γέγονα τα πάντα ίνα πάντως τινάς κερδίσω.» (Α' Κορινθίους. Θ' 20-22). Και επιμένουν ότι πρέπει να προσαρμοσθούμε στις ανάγκες του λάου. Λέγουν ότι οι χριστιανοί που αγνοούν τη γλώσσα της λατρείας μας είναι ασθενείς αδελφοί μας και πρέπει να μεταφράσουμε τα Εκκλησιαστικά κείμενα για να τους φέρουμε στο νοσοκομείο των ψυχών που λέγεται Εκκλησία. Επιμένουν να προσαρμόζεται η Εκκλησία με την εκάστοτε εποχή για να φέρουμε τις νέες γενεές στους κόλπους της.

Το ζήτημα της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στα θέματα του εκσυγχρονισμού της Εκκλησίας, διότι η Εκκλησία δεν είναι κοσμικό ίδρυμα άλλα θείον. Ο ιδρυτής της, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερα και σε όλους τους αιώνες ήταν, είναι και θα είναι ο αυτός, δεν αλλάζει. Παραμένει ό ίδιος ως προς τη διδασκαλία του και τα δόγματα της πίστεως μας, τα όποια οι υμνογράφοι σαφώς διατύπωσαν στους ύμνους της Εκκλησίας μας. Όπως δεν είναι δυνατό να αλλάξουμε το περιεχόμενο του ιερού Ευαγγελίου και το δογματικό περιεχόμενο του συμβόλου της πίστεως μας, το ίδιο δεν είναι δυνατόν να αλλάξουμε κατά χιλιοστό με τις μεταφράσεις και το νόημα των εκκλησιαστικών ύμνων. Στη διατύπωση των δογματικών αληθειών υπάρχουν φράσεις αναντικατάστατες. Η Α' Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ. Χ επέμεινε στο δόγμα της ορθόδοξης πίστεως για ένα ι μεταξύ των λέξεων ομοούσιος και ομοιούσιος. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως γνωστό, δεν βιάζεται στις αποφάσεις της, και καλό κάνει, γιατί αλλοίμονο αν άκουγε τον οιονδήποτε και έκανε κάθε φορά αλλαγές στην όλη οργάνωση της λατρείας. Τότε δε θα ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, άλλα μία από τις εκατοντάδες παραφυάδες οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας. Η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέμεινε Ορθόδοξη, διότι τήρησε την ιερή παράδοση της και δεν επηρεάστηκε από τους νεωτεριστές.

3. Τα αίτια της οξύνσεως του προβλήματος της μεταφράσεως των Εκκλησιαστικών κειμένων

Το πρόβλημα έγινε οξύτερο από της καθιερώσεως της Δημοτικής ως επίσημης γλώσσας των Ελλήνων, με τη φράση του υπογράφοντος ότι σήμερα υπογράφουμε τη ληξιαρχική πράξη του θανάτου της Ελληνικής καθαρεύουσας. Έκτοτε οι νέοι μας βλέπουν την εκκλησιαστική Ελληνική γλώσσα σαν νεκρή. Τα παιδιά πού δυσανασχετούν να διαβάσουν βιβλία της προ τεσσαρακονταετίας ομιλούμενης απλής καθαρεύουσας πώς είναι δυνατό να διαβάζουν και να καταλαβαίνουν κείμενα της ελληνιστικής εποχής; Δυσανασχετούν να διαβάσουν τα βιβλία του Παπαδιαμάντη και άλλων συγγραφέων της καθαρεύουσας. Τα απορρίπτουν σαν να είναι γραμμένα σε ξένη γλώσσα που την αγνοούν. Μερικοί νεωτεριστές κατηγόρησαν τόσο πολύ την καθαρεύουσα στα παιδιά, για να είναι προκατειλημμένα εναντίον της και να την απεχθάνονται. "Αποστρέφονται ακόμη και τα πολυτονικά κείμενα. Θέλουν να απλοποιηθεί όσο το δυνατόν περισσότερο ή γλώσσα μας. Αν είναι δυνατόν να αλλάξει το Ελληνικό αλφάβητο και να εισαχθεί το Λατινικό για να καταργηθούν τα φωνήεντα η, υ, ω και οι δίφθογγοι αϊ , οι, ει ευ, ή και η ορθογραφία της Ελληνικής γλώσσας. Τα θέλουν όλα στο έπακρον απλοποιημένα, έτοιμα, μασημένα. Θέλουν να έχουν όσο το δυνατό λιγότερα γράμματα και λέξεις στο λεξιλόγιο τους. Επιβάλλεται να αμυνθούμε για εθνικούς λόγους εναντίον της γενικής καταστροφής της Ελληνικής γλώσσας, και να διατηρήσουμε τα κείμενα της λατρείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας για να καταλαβαίνουν οι Έλληνες ένα μέρος από τη γνήσια πατροπαράδοτη ελληνική γλώσσα Το πρόβλημα της γλώσσας υπήρχε πάντοτε, διότι πάντοτε υπήρχαν αγράμματοι και μάλιστα περισσότεροι από ό,τι σήμερα, πού εισήχθηκε ή υποχρεωτική εννεαετής κρατική εκπαίδευση, Και όμως οι άλλοτε εντελώς αγράμματοι καταλάβαιναν καλύτερα την εκκλησιαστική γλώσσα από τους σημερινούς απόφοιτους του Γυμνασίου. Γιατί; Διότι άλλοτε υπήρχε μεγαλύτερη θρησκευτική διάθεση ακροάσεως των εκκλησιαστικών ακολουθιών από τους περισσοτέρους Ορθόδοξους Έλληνες. Άκουγαν ευχαρίστως τα εκκλησιαστικά κείμενα και τους ύμνους στη γλώσσα που είναι γραμμένα και χαίρονταν, ενώ σήμερα προκατειλημμένοι πολλοί βρίσκουν ως δικαιολογία τη γλώσσα για να μην εκκλησιάζονται. Αν γίνει ένα «τεστ» μεταξύ των νέων ηλικίας 15- 30 ετών, θα διαπιστώσουμε ότι το 50%, για να δικαιολογηθεί πού δεν εκκλησιάζεται, θα ταχθεί υπέρ της μεταφράσεως των εκκλησιαστικών κειμένων.

Προ ετών οι χριστιανοί θεωρούσαν βεβήλωση να αλλάξουν οτιδήποτε στην παράδοση της Εκκλησίας, Γνωστή είναι η υπόθεση των Ευαγγελικών του 1900, όταν μετεφράσθηκε η Καινή Διαθήκη στη γλώσσα του λάου, από τον Πάλλη. Συλλαλητήρια διαμαρτυρίας έγιναν στην Αθήνα εναντίον της μεταφράσεως αυτής και ολόκληρη κυβέρνηση έπεσε. Στα χρόνια μας μπορεί να συμβεί το αντίθετο, δηλαδή να διοργανώσουν συλλαλητήρια για να γίνει οπωσδήποτε ή μετάφραση των εκκλησιαστικών κειμένων.

Προ πεντηκονταετίας, παρ' όλη την αγραμματοσύνη χιλιάδων αναλφάβητων, παρακολουθούσαν πολλοί νέοι με ευλάβεια τις ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας. Τις ένιωθαν περισσότερο με την καρδιά τους και λιγότερο με τη λογική. Πολλές οικογένειες διάβαζαν και έψαλλαν κατ' οίκο το Μικρό και Μεγάλο απόδειπνο, τον μικρό και μεγάλο Παρακλητικό κανόνα, τη Θεία Μετάληψη και άλλες ιερές ακολουθίες της Εκκλησίας μας. Πολλές ηλικιωμένες κυρίες αποστήθιζαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών. Έψαλλαν με πολύ κατάνυξη τους ύμνους. Διάβαζαν άπ' το πρωτότυπο την Ευαγγελική και Αποστολική περικοπή της Κυριακής κάθε Σάββατο βράδυ και προετοιμάζονταν με πίστη και πόθο για τη Θεία Λειτουργία. Γυναίκες αγράμματες, της Δευτέρας Δημοτικού, που μετά βίας γνώριζαν ανάγνωση και γραφή της ελληνικής γλώσσας, ήξεραν άπ' έξω τα απολυτίκια όλων των κινητών και ακίνητων εορτών του εκκλησιαστικού έτους και όλες τις ιερές ακολουθίες (μεσονυχτικό, ώρες, όρθρο, εσπερινό κλπ.). Είχαν τρίβει τόσο πολύ με την εκκλησιαστική γλώσσα που την ένιωθαν σαν μητρική τους γλώσσα. Η τριβή συντελεί πολύ στη μάθηση της γλώσσας. Όσες φορές τους ζητούσες να ερμηνεύσουν ορισμένες δύσκολες λέξεις και προτάσεις των εκκλησιαστικών κειμένων κατόρθωναν εκ των συμφραζομένων και με την φώτιση του Αγίου Πνεύματος να δίδουν σωστή απάντηση. Δεν καταλαβαίνουν στην αρχή το νόημα, άλλα με την συνεχή τριβή στην εκκλησιαστική γλώσσα και με τη φώτιση του Αγίου Πνεύματος, όπως συνέβη και με τους Αποστόλους, τα κατανοούσαν με την καρδιά τους. Αυτό μου θυμίζει έναν ιεραπόστολο της Αφρικής που δε γνώριζε να μεταφράσει σε μία αφρικανική διάλεκτο τη λέξη «πιστεύω» και ρώτησε έναν Ιθαγενή χριστιανό. Εκείνος του απάντησε: «Πιστεύω σημαίνει ό,τι ακούω και καταλαβαίνω με την καρδιά μου.» Το ίδιο κάνουν και πολλοί, φτωχοί αγράμματοι χριστιανοί. Άκουγουν και καταλαβαίνουν με τη μακροχρόνια τριβή τα λειτουργικά κείμενα και τους ύμνους της Εκκλησίας με την καρδιά τους.

4. Μερικές αφορμές των υπηρετούντων στους ναούς πού απομακρύνουν τους χριστιανούς από τη θεία λατρεία

Τί τέλος πάντων είναι αυτό που απωθεί τους νέους και πολλούς μεγάλους αγράμματους και εγγραμμάτους από την Ορθόδοξη λατρεία; Θα απαντήσει κάποιος ότι είναι ή έλλειψη πίστεως, ευσέβειας και καλής διαθέσεως. Όχι δεν είναι πάντοτε η έλλειψη αυτών, διότι υπάρχουν πολλοί πού εκκλησιάζονται με πίστη και καλή διάθεση, αλλά απογοητεύονται από μερικές παράτυπες ενέργειες μερικών ιε-ρέων και ιεροψαλτών της Εκκλησίας, πού διώχνουν με τίς ενέργειες των πολλούς ανθρώπους από τη λατρεία.

Πολλοί εκκλησιαζόμενοι παρακολουθούν με αφοσίωση τις λατρευτικές ακολουθίες, αλλά δεν αντιλαμβάνονται τις λέξεις των ύμνων, διότι μερικοί ψάλτες τους ψάλλουν με συρόμενη φωνή υπερτονίζοντας μόνο τα φωνήεντα αυτών. Δεν καταλαβαίνεις ούτε μία λέξη από τη ψαλμωδία τους. Επιδίδονται περισσότερο στην επίδειξη της φωνής και της ψαλμωδίας τους και όχι στην καθαρή διατύπωση του νοήματος των ύμνων.

Το ίδιο κάνουν και μερικοί ιερείς στις εκφωνήσεις των ιερών ακολουθιών. Λέγουν τις δεήσεις και γενικά τη θεία Λειτουργία και τα ευαγγελικά αναγνώσματα με παρατεταμένη τη ψαλμωδία, σχεδόν τραγουδιστά, διαστρεβλώνοντας το νόημα.

Σε μερικούς ναούς και μοναστήρια οι ψάλτες και οι ιερείς για να τελειώσουν γρήγορα τις μακρές εκκλησιαστικές ιερές ακολουθίες τις αναγινώσκουν ή τις ψάλλουν τόσο βιαστικά, που περικόπτουν συλλαβές και λέξεις. Οι εκκλησιαζόμενοι, δεν καταλαβαίνουν τίποτε από όσα αναγιγνώσκονται και ψάλλονται. Ακούν μόνον μία ψαλμωδία, χωρίς να διακρίνουν τις λέξεις. Το κίνητρο μερικών ιεροψαλτών είναι αποκλειστικά η επίδειξη φωνής. Σκοπός μερικών είναι να δοξάσουν τον εαυτό τους και όχι το Θεό. Να φάνουν καλλίφωνοι, με εντυπωσιακή φωνή. Επίσης βάζουν τα μεγάφωνα σ' εκκωφαντική ένταση, που δεν διαφέρει άπ' την ένταση των μεγαφώνων ενός κέντρου διασκέδασης. Αντί να περιέλθει ό εκκλησιαζόμενος σε κατάνυξη προσευχής εκνευρίζεται, κουράζεται ψυχικά και απομακρύνεται από τους ναούς στη μέση της Θείας Λειτουργίας.

Η κατανόηση του περιεχομένου των ύμνων εξαρτάται περισσότερο από τη σωστή, χωρίς λάθη, καθαρή, κατανοητή ανάγνωση και ψαλμωδία. Τίθεται το ερώτημα και αν ακόμα μεταφράσουμε στην ομιλούμενη γλώσσα όλο το περιεχόμενο των βιβλίων της λατρείας μας και συνεχίσουν μερικοί από τους ιερείς και τους ιεροψάλτες μας να ψάλλουν και να αναγιγνώσκουν κατά τον ίδιο ακατανόητο τρόπο δεν θα καταλαβαίνουν και πάλι το νόημα των ύμνων οι εκκλησιαζόμενοι. Σε τί θα ωφελήσει ή μετάφραση; Πρέπει να διορθωθούν αυτά τα τρωτά της λατρείας από τους ιερείς και τους ψάλτες πρώτα και μετά να σκεφθούμε αν πρέπει να μεταφραστούν ή όχι τα Εκκλησιαστικά κείμενα.

5. Τρόποι εξοικειώσεως και τριβής των χριστιανών στην Εκκλησιαστική γλώσσα.

1) Να στρέψουμε τη προσοχή και το ενδιαφέρον των χριστιανών στην πνευματική γνήσια Θεία Λατρεία. Να γνωρίσουν οι νέοι την πλούσια σε λέξεις και νοήματα εκκλησιαστική γλώσσα από το σχολείο. Στο μάθημα των Θρησκευτικών ό θεολόγος να εξοικονομεί από το αναλυτικό πρόγραμμα του ορισμένα λεπτά της ώρας της διδασκαλίας του για την ερμηνεία της Θείας Λειτουργίας και των άλλων ιερών ακολουθιών και όλων των αντιπροσωπευτικών εκλεκτών ύμνων των μεγάλων εορτών της Εκκλησίας μας. Να επωφελείται σε κάθε ευκαιρία στο μάθημα του για να ερμηνεύει στους μαθητές του τις φράσεις της Άγιας Γραφής και της εκκλησιαστικής υμνολογίας που συναντούν οι μαθητές κατά την εξέταση και την παράδοση των μαθημάτων του την ώρα διδασκαλίας. Να γίνεται ανάλυση της Θείας Λειτουργίας και των ύμνων της Εκκλησίας, όταν παρουσιάζεται ευκαιρία στη διδασκαλία του.

Από μία προσπάθεια μεταφράσεως της Θείας Λειτουργίας που έκανα στους μαθητές του Γυμνασίου διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι ενδιαφέρονται να γνωρίσουν το νόημα των κειμένων αυτής. Με την ερμηνεία τριάντα με σαράντα δύσκολων μόνο λέξεων κατάλαβαν εύκολα το νόημα όλης της Θείας Λειτουργίας. Παρατήρησα ότι αγνοούν τις καταλήξεις των ονομάτων, των επιθέτων και των ρημάτων της καθαρεύουσας και γι' αυτό ρωτούν από τη θεία λειτουργία να τους εξηγήσεις και τις πιο γνωστές λέξεις. Εάν κατατοπιστούν στις γραμματικές καταλήξεις των λέξεων που συναντούν στο λειτουργικό κείμενο το κατανοούν εύκολα.

Η εξοικείωση των χριστιανών στην εκκλησιαστική υμνολογία επιτυγχάνεται και με τη συμμετοχή αυτών στις ψαλμωδίες των ύμνων. Οί μαθητές πρέπει από μικροί να ψάλλουν ύμνους των εορτών της Εκκλησίας. Ό Θεολόγος καθηγητής, όταν έχει γνώσεις Βυζαντινής μουσικής ή πρακτικής ψαλτικής ή με μαγνητοφωνημένες κασέτες, μπορεί να συμβάλει πάρα πολύ και σε αυτό. Η διοργάνωση σχολικής χορωδίας Βυζαντινής μουσικής στο σχολείο και στις ενορίες θα βοηθήσει πολύ στο σκοπό αυτό. Η οικογένεια, χάριν της διατηρήσεως της προγονικής μας γλώσσας και της καλής θρησκευτικής αγωγής των παιδιών της, να τα προτρέπει με το παράδειγμα της στον τακτικό εκκλησιασμό. Να τα προμηθεύσει εγκόλπια της Θείας Λειτουργίας, καθώς και άλλα βιβλιαράκια με κείμενο και μετάφραση των άλλων ιερών ακολουθιών. Να παρακολουθούν κατά την ώρα του εκκλησιασμού τους μαζί με τα παιδιά τους αυτά που ψάλλονται και διαβάζονται στους ναούς. Να συζητούν σε κάθε ευκαιρία το βάθος του νοήματος των εκκλησιαστικών ύμνων.

6. Προσπάθειες της Εκκλησίας για τη διόρθωση της καταστάσεως

Για τη διόρθωση της επικρατούσης καταστάσεως στη λατρεία διατυπώνονται μερικές σκέψεις:

α) Η Εκκλησία ομοιάζει σαν την στοργική μητέρα, πού δεν μπορεί να ταΐσει στο δεκάμηνο παιδί της το κρέας χωρίς να το αλέσει στο μπλέντερ. Μέχρις ότου μεγαλώσει για να το μασάει (το αλέθει) με τα δόντια του. Κάτι παρόμοιο γράφει ο Απ. Παύλος προς τους Κορινθίους: ότι «Και εγώ αδελφοί, ουκ ηδυνήθην υμίν λαλήσαι ως πνευματικοίς, άλλ' ως σαρκικοίς, ως νηπίοις εν Χριστώ. Γάλα υμάς επότισα και ου βρώμα. Ούπω γαρ ηδύνασθε. Άλλ' ούτε έτι νυν δύνασθε έτι γαρ σαρκικοί έστε» (Α' Κορινθ. Γ' 1-2). Το ίδιο κάνει και η Εκκλησία η οποία με το τακτικό της κήρυγμα στους ιερούς ναούς προσφέρει δια της ερμηνείας και αναλύσεως των κειμένων και των ύμνων της λατρείας την πνευματική τροφή απλοποιημένη σε όσους δεν μπορούν να την κατανοήσουν. Επίσης συνιστά ή παραχωρεί εντός του ναού τη χρήση βιβλιαρίων ερμηνείας της θείας Λειτουργίας και όλων των Ιερών ακολουθιών της λατρείας, σε δυο παράλληλες στήλες ή σελίδες, όπου στη μία στήλη ή σελίδα αναγράφεται το πρωτότυπο κείμενο και στη διπλανή στήλη ή σελίδα αναγράφεται η πιο απλή και αποδοτική σε νόημα μετάφραση. Με αυτό τον τρόπο οι εκκλησιαζόμενοι παρακολουθούν το κείμενο και όπου δεν καταλαβαίνουν προστρέχουν στη μετάφραση.

β) Οι εκκλησιαστικές ενορίες να προγραμματίζουν τακτικά διαλέξεις ερμηνείας των τελουμένων ιερών ακολουθιών στους ναούς και θείο κήρυγμα των αναγιγνωσκομένων αγιογραφικών περικοπών από τον άμβωνα.

γ) Στις έδρες των Μητροπόλεων να λειτουργεί Σχολή Βυζαντινής μουσικής, για να προετοιμάζονται πιστοί ιεροψάλτες με πολλά πνευματικά και φωνητικά προσόντα και γνώσεις μουσικής και να διοργανώνονται τακτικά σεμινάρια για τα καθήκοντα των ιερέων και των ιεροψαλτών,

δ) Ό προϊστάμενος της ενορίας να είναι υπεύθυνος για την ακριβή τήρηση της εφαρμογής της ορθής αναγνώσεως και ψαλμωδίας όλων των Ιερών ακολουθιών. Οι εκκλησιαζόμενοι να διατυπώνουν γραπτώς τις παρατηρήσεις των και να τις βάζουν σε ένα γραμματοκιβώτιο του ναού, η δε εκκλησιαστική επιτροπή να φροντίζει για τη διόρθωση των αναφερομένων παρατηρήσεων.

ε) Για να μην παρατείνονται πολύ οι ακολουθίες να ψάλλονται όλοι οι ύμνοι μόνον μία φορά και να αποφεύγονται οι πολύ αργοί ρυθμοί της ψαλμωδίας σε μερικούς ύμνους της θείας Λειτουργίας.

7. Είναι δυνατόν να μεταφραστούν ή να γράφουν νέοι εφάμιλλοι ύμνοι της Εκκλησίας στη δημοτική γλώσσα;

Το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι δυνατόν να μεταφραστούν στη δημοτική γλώσσα τα εκκλησιαστικά κείμενα ή να γράφουν καινούργια σε απλή σε εφάμιλλο ύψος του περιεχομένου τους; Δυστυχώς κατεβάσαμε την ομιλούμενη νεοελληνική γλώσσα σε τόση πολύ χαμηλή στάθμη, που δε μπορεί να αποδώσει πλήρως το ουσιαστικό και κύριο νόημα των εκκλησιαστικών κειμένων έστω και για βοήθημα.

Υπάρχουν εκκλησιαστικοί ύμνοι αναντικατάστατοι και ανεπανάληπτοι στο ύφος, στο νόημα, στο είδος και στο μέλος τους. Δεν είναι δυνατό να διατηρήσουν όλα, το βάθος και το ύψος του λογοτεχνικού και νοηματικού μεγαλείου τους με οποιαδήποτε αρίστη μετάφραση στη ομιλούμενη Ελληνική γλώσσα. Όπως συμβαίνει στις εικαστικές τέχνες, της γλυπτικής, της ζωγραφικής κ. λ. π., πού τα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών καθίστανται ανεπανάληπτα, οσονδήποτε και αν προσπαθήσουν να τα ξαναφτιάξουν οι ίδιοι ή άλλοι διακεκριμένοι καλλιτέχνες, έτσι και στην εκκλησιαστική ποίηση και λογοτεχνία υπάρχουν κείμενα και ύμνοι που δε μπορούν να ξαναγίνουν παρόμοια με κανένα τρόπο με άλλες λέξεις. Είναι έργα τόσο μεγάλης αξίας πού και αυτός ό πανδαμάτορας χρόνος τα σεβάστηκε και τα αναγνώρισε ως αριστουργήματα των αιώνων π.χ. οι ύμνοι των Χριστουγέννων, των Θεοφανείων, της 'Υπαπαντής, του Τριωδίου, της Μ. Τεσσαρακοστής, της Μ. Εβδομάδας, του Πάσχα, της Πεντηκοστής και άλλων εορτών, τα όποια είναι αδύνατο να τα μεταφράσει κανείς στην ομιλούμενη γλώσσα, με την ίδια λογοτεχνική δύναμη και συμπύκνωση των νοημάτων και το ίδιο μέλος. Η προσέγγιση του ενός σημείου θα είναι πάντα σε βάρος του άλλου. Θα απολέσουμε μεγάλο μέρος από το βαθύ νόημα, το λογοτεχνικό μεγαλείο και την ασύγκριτη αξία των λειτουργικών μας κειμένων και των εκκλησιαστικών μας ύμνων. Όσο και αν προσπαθήσουμε δεν είναι δυνατόν να πετύχουμε την ίδια λογοτεχνική ωραιότητα και το ίδιο κατανυκτικό μέλος.

Ένας άλλος τρόπος λύσεως του προβλήματος είναι να γραφτούν από την αρχή στην απλή ομιλούμενη γλώσσα νέοι ύμνοι και ευχές με το ίδιο αγιογραφικό, δογματικό και θεολογικό περιεχόμενο. Αυτό θα αποδεσμεύσει τους συγγραφείς από τη προσκόλληση τους στα παλαιά κείμενα της εκκλησιαστικής λατρείας. Ομοιάζει με την αρχιτεκτονική που κτίζει από την αρχή μία πόλη, χωρίς να δεσμεύεται από την παλιό ρυμοτομία και τα σχέδια των παλιών κτιρίων.

Η μετάφραση ομοιάζει με την αρχιτεκτονική που επιδιορθώνει και τροποποιεί τα παλιά ρυμοτομικά σχέδια και τα οικοδομήματα μίας πόλης. Δε μπορεί να κινηθεί ελεύθερα στο έργο της ρυμοτομίας και των αρχιτεκτονικών σχεδίων. Ο μεταφραστής δεσμεύεται από την υμνολογία της Εκκλησίας, γιατί το απαιτεί να κρατηθεί γνήσιο το δόγμα και η παράδοση της πίστεως μας. Ο μεταφραστής οσαδήπτε προσόντα και αν έχει, ευσέβεια, πίστη, ευφυΐα μόρφωση, μακροχρόνια πείρα, δεν θα κατορθώσει να μεταφράσει τα εκκλησιαστικό κείμενα στο ίδιο μεγαλείο της λογοτεχνικής των εκφράσεως και δύναμης των νοημάτων των. Θα είναι αμφίβολη σε μεγάλο ποσοστό ή διατήρηση του αρχικού ύφους, της λογοτεχνικής αξίας του μέλους και του βάθους του νοήματος του κάθε ύμνου.

Τα εκκλησιαστικά κείμενα συντάχθηκαν κάτω από ειδικές συνθήκες πίστεως, αφοσιώσεως και θερμής, ειλικρινούς αγάπης προς το Θεό. Πολλοί από τους συγγραφείς των έζησαν σε πολύ δύσκολα χρόνια, βαρβαρικών επιδρομών, μακροχρόνιων αιματηρών εμφυλίων ή αλλόφυλων πολέμων, συχνών θανατηφόρων επιδημικών ασθενειών, που δεν υπήρχε άλλο καταφύγιο παρά μόνο ο Τριαδικός Θεός, η Υπεραγία Θεοτόκος, οι Άγιοι Απόστολοι, οι Άγιοι, οι Μάρτυρες και Όσιοι της Εκκλησίας μας. Όταν έγραφαν ύμνους ανέθεταν τις ελπίδες της σωτηρίας των με πολλή θερμή πίστη και αφοσίωση στην Αγία Τριάδα, στην Παναγία και στους Αγίους της Εκκλησίας. Οι ύμνοι είναι το ξεχείλισμα της ψυχής των. Πρέπει να βρεθούν άνθρωποι της ίδιας πνευματικής στάθμης, πίστεως, ταπεινώσεως και αγάπης προς το θεό, με τις ίδιες κατανυκτικές συνθήκες των συγγραφέων που έγραψαν τους μέχρι σήμερα υπάρχοντας ύμνους για να μεταφράσουν ή να γράψουν καινούργιους ύμνους. Το να γράφει κανείς ωραία κοσμικά ποιήματα λογοτεχνίας είναι εν μέρει έμφυτο, άλλα το να γράψει εκκλησιαστικούς ύμνους πίστεως και δόγματος είναι θείον χάρισμα και χριστιανικό βίωμα του συγγραφέα.

Από μία σύντομη ανασκόπηση των δέκα τελευταίων αιώνων, φαίνεται ότι ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των πιστών χριστιανών που έζησαν, ελάχιστοι χριστιανοί συγγραφείς βρέθηκαν να γράψουν ύμνους διαχρονικούς εφάμιλλους με τους πρώτους εκκλησιαστικούς ύμνους. Είναι δύσκολο να βρεθούν σήμερα κατά παραγγελία εφάμιλλοι υμνογράφοι για να μεταφράσουν ή να γράψουν από την αρχή στην εξασθενημένη από απόψεως βάθους νοημάτων και πλούτο λέξεων Νεοελληνική Δημοτική γλώσσα νέους ύμνους εξ ίσου ωραίους στο ύφος και στο μέλος με τους παλαιούς ύμνους. Δεν υπάρχουν οι ίδιες ψυχολογικές συνθήκες από κάθε άποψη.

8. Η στάση της Εκκλησίας στο θέμα της μεταφράσεως των εκκλησιαστικών κειμένων.

Το πρόβλημα της μεταφράσεως των εκκλησιαστικών κειμένων και ύμνων συγκρούεται μεταξύ της προσελκύσεως των αγνοούντων τη γλώσσα της ορθόδοξης λατρείας και της χρήσεως και διατηρήσεως των αριστουργημάτων των εκκλησιαστικών κειμένων στη γλώσσα τους. Η διατήρηση των θα απομακρύνει τους νέους από τον εκκλησιασμό, ενώ ή μετάφραση των θα αχρηστεύσει και θα καταστρέψει τα ασύγκριτα, ανεπανάληπτα λογοτεχνικά έργα της Ελληνικής υμνολογίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Θα ξεχαστεί εντελώς ή πλούσια σε λέξεις και νοήματα εμπνευσμένη Ελληνική γλώσσα. Θα περιφρονηθεί ο θησαυρός της λογοτεχνίας του έθνους μας και θα παραβιάσουμε την ιερά παράδοση της Εκκλησίας.

Η Εκκλησία δεν πρέπει να ενεργήσει βεβιασμένα στο ζήτημα αυτό, ούτε κατά ούτε υπέρ. Άς αφήσει να ωριμάσει το θέμα. Με το πέρασμα του χρόνου θα της δείξει η χάρη του Θεού τί πρέπει να κάνει. Με σύνεση να σφυγμομετρήσει τους κτύπους της διαθέσεως των πιστών της και να εξετάσει προσεκτικά με κατανόηση και τις δυο παρατάξεις. Πρωτεύει να καλύψει τα κενά των γνώσεων της εκκλησιαστικής γλώσσης στο ποίμνιο της και να προσπαθήσει να διατηρήσει στη λατρεία της τα αριστουργήματα της Εκκλησιαστικής λογοτεχνίας.

Να μην παρασυρθεί από τις φωνές ορισμένων «προοδευτικών» νεωτεριστών, που θέλουν να τα γκρεμίσουν όλα για να κτίσουν δήθεν μία νέα κοινωνία, άλλ' ούτε πάλι να αρκεσθεί στις γνώμες ορισμένων μορφωμένων που αδιαφορούν για τους αγράμματους. Αυτά πρέπει να ζυγισθούν στην πιο ευαίσθητη πλάστιγγα ακριβείας (πλάστιγγα φαρμακείου) για να εξακριβωθεί αμερόληπτα προς τα που βαραίνει περισσότερο ή πλάστιγγα. Πολλοί ζήτησαν να μεταφρασθεί το Ευαγγέλιο στην κοινή γλώσσα για να το διαβάζουν κατ' οίκον, αλλά δεν φάνηκαν συνεπείς όταν μεταφράστηκε. Πολλά είναι προφάσεις για να δικαιολογούνται για την παράληψη των θρησκευτικών των καθηκόντων

Η Εκκλησία να αντιμετωπίσει το θέμα κατόπιν μακράς προετοιμασίας με πολύ σύνεση έπ' ωφελεία, της σωτηρίας των πιστών και της διατηρήσεως του πνευματικού θησαυρού. Στο θέμα αυτό υπάρχουν πολλά υπέρ και ελάχιστα εναντίον, τα οποία μπορούν να αντιμετωπισθούν. Ανώδυνη λύση δίδεται στο πρόβλημα αυτό, εάν, σύμφωνα με τις δημοκρατικές αρχές, ανεβάσουμε σε όλες τις τάξεις του λάου την πνευματική στάθμη αυτού στη μάθηση, στην τριβή και στην εξάσκηση του στην γνήσια Ελληνική γλώσσα.

ΑΠΟ ΑΚΤΙΝΕΣ

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Η μετάφραση τής Καινής Διαθήκης στην Νεοελληνική γλώσσα


Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην νεοελληνική γλώσσα

Ο λόγος του Θεού, ως το μοναδικό και θεόπνευστο γραπτό ευαγγέλιο της ζωής και της σωτηρίας, είναι ασφαλώς «δικαίωμα» του ανθρώπου κάθε εποχής και πρέπει να προσφέρεται σ' αυτόν σε γλώσσα προσιτή και εύληπτη. Το έργο της μεταφράσεως του θείου λόγου είναι συνεπώς ουσιαστική ανάγκη και ευθύνη της Εκκλησίας, που πρέπει να επιχειρείται πάντοτε εκ νέου. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τήρησε κατ' αρχήν ανοικτή στάση απέναντι στο ζωτικό τούτο αίτημα και παρά το γεγονός, ότι η ίδια δεν προέβη σε επιστήμη μετάφραση της Αγ. Γραφής στην σύγχρονη γλώσσα, όμως σε αρκετές περιπτώσεις ενεθάρρυνε και επιδοκίμασε παρόμοιες προσπάθειες. Είναι βέβαια αυτονόητο, ότι την στάση της Εκκλησίας διέκρινε υψηλή ευαισθησία ως προς το ζήτημα των βιβλικών μεταφράσεων. Εφιστούσε ιδιαίτερα την προσοχή στις σοβαρές δυσχέρειες του έργου τούτου και απαιτούσε σεβασμό των ιερών κειμένων και της θεοπνευστίας της θείας αποκαλύψεως.

Τούτο επιβάλλει βασικά αυτή η φύση του γραπτού βιβλικού λόγου, που προϋποθέτει, εκτός από τους τεχνικούς-μεταφραστικούς, επί πλέον ειδικούς πνευματικούς και εκκλησιαστικούς όρους κατανοήσεως και ερμηνείας, αφού ως προς την μορφή, το περιεχόμενο, τις συνθήκες συγγραφής και τον ειδικό σκοπό του διαφέρει ριζικά από τα λοιπά γραπτά κείμενα του ανθρωπίνου πνεύματος. Επειδή η αξίωση του θείου λόγου είναι απόλυτη, γι’ αυτό η ορθή κατανόηση και ερμηνεία του είναι ουσιαστικός όρος για την σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Ιδιαίτερα όμως η μετάφραση της Αγ. Γραφής έχει καίρια σημασία για την ταυτότητα και την συνείδηση της Εκκλησίας, για την δογματική της διδασκαλία, για το κήρυγμα, την πίστη, την ευσέβεια, την ηθική, την λατρεία, τους εκκλησιαστικούς κανόνες και γενικά για ό,τι αφορά την ιστορική της υπόσταση και παρουσία.

Η ζωή και η παράδοση της Εκκλησίας σε όλες τις μορφές της είναι στη ουσία μεταφορά και εκσυγχρονισμός του βιβλικού ευαγγελίου με εξιδιασμένα πνευματικά, φιλολογικά και αισθητικά μέσα. Επίσης οι μακροχρόνιες και έντονες διαμάχες της Εκκλησίας με τις αιρέσεις όλων των αποχρώσεων και όλων των εποχών είναι κατά βάση ασυμβίβαστος αγώνας για την ορθή κατανόηση και μεθερμηνεία της βιβλικής αλήθειας. Το έργο τούτο επιτέλεσε η Εκκλησία με την εδραία συνείδηση, ότι η ορθή ερμηνεία και η αυθεντική διδασκαλία του θείου λόγου είναι αποκλειστικά δική της υπόθεση, αφού σε τελευταία ανάλυση ο λόγος του Θεού δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το ζωντανό σώμα του Χριστού και συνεπώς η δημόσια διακήρυξη και η προσωπική οικειοποίηση του είναι συστατικό γεγονός της Εκκλησίας.

Ιδιαίτερα, ως προς την μετάφραση της Κ. Δ. Στην νεοελληνική γλώσσα πρέπει να επισημάνουμε ορισμένες επί πλέον ιδιαιτερότητες. Δεν πρόκειται δηλαδή Για μετάφραση από μία ξένη γλώσσα σε άλλη, αλλά σε μία μορφή της ελληνικής γλώσσης, η οποία, όπως είδαμε προηγουμένως, προήλθε απ’ ευθείας από την Κοινή της Κ. Δ.. Συνεπώς η μεταλλαγή του ύφους της και η μετάφραση των βασικών της όρων δημιουργεί ρήγμα στην ενιαία γλωσσική παράδοση του Ελληνικού λαού, έχει δηλαδή Αρνητικές συνέπειες ως προς την πνευματική, γλωσσική και πολιτιστική ταυτότητα του. Επίσης η γλώσσα της Κ. Δ. έχει ουσιαστικά συνυφανθεί με την καθολική ζωή και σκέψη της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας και η οργανική αυτή σύνδεση έχει δημιουργήσει στον Έλληνα Ορθόδοξο πιστό υψηλή ευαισθησία. Ο βιβλικός και εκκλησιαστικός λόγος έχει σε μεγάλο ποσοστό διατηρηθεί στο σύγχρονο νεοελληνικό ιδίωμα και η λεγόμενη θρησκευτική γλώσσα είναι αναπόσπαστο στοιχείο της νεοελληνικής δημοτικής. Το δεδομένο τούτο είναι μέγιστο πλεονέκτημα για τον Ορθόδοξο Έλληνα μεταφραστή της Κ. Δ. Και αν το αγνοήσει έρχεται αναπότρεπτα σε ρήξη με την γλωσσική συνείδηση, με την πνευματική, πολιτιστική ταυτότητα του τόπου και φυσικά με την θεολογική και εκκλησιαστική του παράδοση.

Το θέμα της μεταφράσεως της Αγ. Γραφής και ιδιαίτερα της Κ. Δ. Στην ιστορία της Εκκλησίας μας έχει δυστυχώς οδυνηρές διαστάσεις και δημιούργησε πολλαπλά τραύματα στο σώμα της. Επιχειρούμε μία σύντομη ιστορική επισκόπηση του θέματος.

1) Πριν από τον 17ο αιώνα υπήρξαν ευάριθμες μεταφράσεις βιβλικών κειμένων (περισσότερο της Παλαιάς Διαθήκης και λιγότερο της Κ. Δ.), που οφείλονταν σε ιδιωτική πρωτοβουλία Εβραίων και Ορθοδόξων Ελλήνων. Δεν δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα στην επιστήμη Εκκλησία, εκτός από την μετάφραση του Ιωαννικ. Καρτάνου.

2) Από την εποχή όμως της μεταφράσεως του Μαξίμου Καλλιουπολίτου (1638), την οποία υποστήριξε ο Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638), στο ζήτημα τούτο εμπλέκεται η επίσημη Εκκλησία, η οποία και προβαίνει στην καταδίκη της (Πατρ. Ιεροσολύμων 1672). Την ίδια τύχη είχε και η διορθωμένη αυτή μετάφραση από τον Σεραφείμ Μυτιληναίο (από το Πατρ. Κων/λεως 1704). Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί η Βρετανική Βιβλική Εταιρεία (Β. Ε.), η οποία πέτυχε την έγκριση (1814) από τον Οικουμ. Πατριάρχη Κύριλλο ΣΤ΄ της αναθεωρημένης αυτής μεταφράσεως (από τον Αν. Μιχαήλ) του 1810, για την οποία όμως ασκήθηκε πίεση σ' αυτόν. Η κατάχρηση της εγκρίσεως αυτής από τους μισσιοναρίους του Προτεσταντισμού προκάλεσε, ιδιαίτερα στα Ιόνια νησιά, ισχυρή αντίδραση.

3) Η κρίση κορυφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα με τις μεταφράσεις του Μητρ. Τυρνάβου Ιλαρίωνος και του Ν. Βάμβα, τις οποίες θέλησε να προωθήσει και να καθιερώσει επίσημα η βρετανική Β. Ε. Και για μεν την μετάφραση του Ιλαρίωνος (εκδόθηκε μόνον η Κ. Δ. Το 1828) πέτυχε βέβαια την συναίνεση των Πατριαρχών Κυρίλλου Στ' και Γρηγορίου Ε', δεν μπόρεσε όμως να αποτρέψει την καταδίκη της από την Ι. Σύνοδο το 1823. Η μετάφραση του Ν. Βάμβα έγινε χωρίς την γνώμη και έγκριση της Εκκλησίας και δημοσιεύθηκε ολόκληρη (Π. και Κ. Δ.) το 1851, αφού προηγουμένως είχε καταδικασθεί δύο φορές (1836 και 1839) από την Σύνοδο του Οικ. Πατριαρχείου. Η καταδίκη και των δύο τούτων μεταφράσεων έγινε με τα επιχειρήματα, ότι α) κλονίζουν την εκκλησιαστική διδασκαλία και δογματική παράδοση, β) υποτιμούν την αξία της Κοινής γλώσσης της Κ. Δ. Και γ) δημιουργείται ο κίνδυνος να διεισδύσουν προτεσταντικές διδασκαλίες και μεταρρυθμιστικές τάσεις στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Επί πλέον προκάλεσε μεγάλη αντίδραση η ανοικτή πρόκληση των προτεσταντών μισσιοναρίων, οι οποίοι με την βοήθεια των βιβλικών τούτων μεταφράσεων, με την ίδρυση σχολείων, την διάδοση θρησκευτικών εντύπων και με το πρόσχημα της κατανοήσεως του θείου λόγου από τον απαίδευτο λαό, αποσκοπούσαν (μυστικά ή φανερά) σε «διαφωτιστικό» και προσηλυτιστικό έργο ανάμεσα στον Ορθόδοξο λαό. Για τους σπουδαίους καιρικούς αυτούς λόγους, μαζί με την καταδίκη των μεταφράσεων, απαγορεύθηκε πρόσκαιρα και κάθε νέα μετάφραση της Αγ. Γραφής.

Ακολούθησαν τα λεγόμενα «ευαγγελικά» του Νοεμβρίου του 1901, όταν έγινε φανερή η τακτική της ξενόφερτης βασιλικής εξουσίας και άλλων οργανωμένων κύκλων να επιβάλλουν και δια μέσου νέων μεταφράσεων της Κ. Δ. (της Ιουλίας Σωμάκη - Καρόλου και του Αλ. Πάλλη) «διαφωτιστικές» ιδέες στον ελληνικό λαό και συνεπώς να επιτύχουν βαθμιαία τον εκδυτικισμό του. Απέναντι στην οργανωμένη αυτή προσπάθεια εξεγέρθησαν οι φοιτητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, με αποτέλεσμα να χυθεί άφθονο αίμα και να παραιτηθούν η τότε κυβέρνηση και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Με αφορμή τα γεγονότα αυτά στο άρθρο 2, παρ. 2 του Συντάγματος του 1911, προστέθηκε η φράση: «Το κείμενο των Αγίων Γραφών τηρείται αναλλοίωτον η εις άλλον γλωσσικόν τύπον απόδοσις τούτου άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως και της εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας απαγορεύεται απολύτως». Το άρθρο αυτό υπάρχει σε όλα τα μεταγενέστερα Συντάγματα ως σήμερα με την προσθήκη (από το 1927): «… άνευ της προηγουμένης εγκρίσεως της αυτοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος και… ».

Από την εποχή των «ευαγγελικών» δεν δημιουργήθηκε σοβαρό πρόβλημα ως προς την μετάφραση της Αγ. Γραφής στην νεοελληνική γλώσσα. Στην δεκαετία του 1960 η ενωμένη πλέον Β. Ε. επανέφερε όμως το θέμα μιας νέας μεταφράσεως της Κ. Δ. και ανέθεσε το έργο τούτο σε τέσσερες Καθηγητές της Θεολογικής Σχολής Αθηνών. Δυστυχώς δεν ήλθε σε επαφή και συνεννόηση με το Οικ. Πατριαχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως όριζε το ισχύον Σύνταγμα. Την εκκλησιαστική έγκριση επεζήτησε και έλαβε εκ των υστέρων (1967), αφού όμως παραπλάνησε την Εκκλησία ως προς το πρωτότυπο κείμενο (ενώ υποσχέθηκε να χρησιμοποιήσει το κείμενο του Πατριαρχείου, όμως εξετύπωσε το γνωστό δυτικό textus receptus με συμπληρώσεις από την έκδοση του Nestle).

Από την ως τότε ιστορία των βιβλικών μεταφράσεων στην Ελλάδα εξαίρουμε τα εξής ενδεικτικά γεγονότα: α) Το θέμα δημιουργήθηκε ως εμβόλιμη κατάσταση στην ζωή της Εκκλησίας, όταν προτεσταντικοί κύκλοι, με το πρόσχημα της προσφοράς του λόγου του Θεού στο λαό σε κατανοητή, απλή γλώσσα, επεδίωξαν αλλότριους προς το γράμμα και το πνεύμα της μεταφραζόμενης Αγ. Γραφής σκοπούς, β) Η μετάφραση της Αγ. Γραφής, που προώθησαν συστηματικά προτεσταντικοί κύκλοι, εντάσσεται στο γενικώτερο σχέδιο της «μεταρρυθμίσεως» όχι μόνο της ελληνικής Εκκλησίας, σύμφωνα με προτεσταντικά πρότυπα, αλλά και της «πνευματικής διαφωτίσεως» του Ελληνικού λαού. γ) Με την διάδοση των νέων μεταφράσεων και με τα μέσα της διπλωματίας επεδίωκαν οι προτεσταντικοί κύκλοι να δημιουργήσουν διχασμό στους κόλπους του λαού και της Εκκλησίας και να διαβρώσουν την Ορθόδοξη συνείδηση κλήρου και λαού. δ) Ο κύριος σκοπός των προτεσταντικών μεταφράσεων ήταν κυρίως προσηλυτιστικός και ο εκδυτικισμός της ελληνικής κοινωνίας. Για τον λόγο τούτο η Β. Ε. Επεδίωκε πάντοτε να εισέλθουν οι μεταφράσεις της στην εκπαίδευση, ως επίσημο διδακτικό εγχειρίδιο, ε) Ως κείμενο της μεταφράσεως της Παλαιάς Διαθήκης έπρεπε να λαμβάνεται το Εβραϊκό και όχι των Ο'. Με τον τρόπο αυτό θα διευκολυνόταν η είσοδος στην ελληνική Εκκλησία του εβραϊκού κανόνα της ΠΔ. στ) Το κείμενο της Κ. Δ. Έπρεπε να είναι το δυτικό textus receptus και όχι το Βυζαντινό - Εκκλησιαστικό. Και τέλος ζ) η νέα μετάφραση έπρεπε να τυπώνεται και χωρίς το πρωτότυπο, με αποτέλεσμα να χάσει ο λαός την επαφή με την Κοινή ελληνική γλώσσα της Κ. Δ..

Η μετάφραση των τεσσάρων Καθηγητών του 1967 δεν προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στους κόλπους της ελληνικής Εκκλησίας και συνεχίζεται να ανατυπώνεται ως σήμερα. Ωστόσο η Β. Ε. επανέφερε στην δεκαετία του 1980 πάλι το θέμα της μεταφράσεως της Κ. Δ. στην νεοελληνική γλώσσα. Επέλεξε έξι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, οι οποίοι, ύστερα από καθοδήγηση και εκπαίδευση εκ μέρους αξιωματούχων της Β. Ε., ετοίμασαν την νέα μετάφραση τους (1985). Δυστυχώς και την φορά αυτή η Β. Ε. αγνόησε την Εκκλησία, δεν επέλεξε το εκκλησιαστικό, αλλά το κριτικό κείμενο της εκδόσεως Nestle-Aland και επέβαλε την μέθοδο της λεγόμενης «δυναμικής αντιστοιχίας», δηλαδή την κατ' έννοια ελεύθερη απόδοση σε δημώδη, πολλές φορές χυδαία και λαϊκίζουσα γλώσσα. Την γλώσσα αυτή, την μεταφραστική μέθοδο και τους μεταφραστικούς κανόνες προδιέγραψε βέβαια η Β. Ε. Η μετάφραση αυτή περιέχει σοβαρά δογματικά και μεταφραστικά λάθη, δημιουργεί σύγχυση ως προς την ευσέβεια και την ηθική της Εκκλησίας, έχει έντονο κοινωνικοπολιτικό χρωματισμό, συγχέει το νόημα πολλών βιβλικών όρων και εξαρτάται εν μέρει από αντίστοιχες μεταφράσεις της Κ. Δ. της Β. Ε. σε σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες.

Η νέα αυτή μετάφραση των Έξι Καθηγητών προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση στους κόλπους της Εκκλησίας. Για τους λόγους τούτους παρενέβη, καθώς όφειλε, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία και κατέταξε με εγκύκλιο της τον Μάϊο του 1985 «την ως άνω έκδοσιν εις τας μη ανεγνωρισμένας υπό της Εκκλησίας, θεωρούσα ταύτην και τυπικώς και ουσιαστικώς απαράδεκτον», επειδή «παρεκκλίνει κατά πολύ της παραδεδομένης και αγιοπνευματικής Ορθοδόξου ερμηνείας και λειτουργικής παραδόσεως, περιέχουσα ελευθέραν, αυθαίρετον και από πλευράς Ορθοδόξου Εκκλησίας απαράδεκτον απόδοσιν νοήματος πολλών αγιογραφικών περικοπών». Στην συνέχεια αποτρέπει την κατ' ιδίαν και δημόσια χρήση της, επειδή δημιουργεί κίνδυνον «νοθεύσεως της Αγιογραφικής αληθείας και του Ορθοδόξου φρονήματος του πληρώματος της Εκκλησίας». Παράλληλα η Ι. Σύνοδος διώρισε ειδική Συνοδική Επιτροπή από Αρχιερείς και Καθηγητάς της Θεολογικής Σχολής Αθηνών προς εκπόνηση νέας εκκλησιαστικής μεταφράσεως της Κ. Δ..

Η Β. Ε. δεν μπορούσε βέβαια να δεχθεί αμαχητί την ήττα της. Προτού προλάβει η Συνοδική Επιτροπή να προχωρήσει στο έργο της, επανέφερε το ζήτημα και εξετύπωσε, με την συνεργασία τώρα τεσσάρων Καθηγητών, το 1989, σε νέα «βελτιωμένη» έκδοση την πρώτη της μετάφραση. Οι μεταφραστές έδωσαν στην Ι. Σύνοδο την διαβεβαίωση, ότι διώρθωσαν τα επίμαχα χωρία. Για λόγους, που αδυνατούμε να γνωρίζουμε, η Ι. Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος έδωσε τελικά την έγκριση της και μάλιστα χαρακτήρισε την νέα αυτή μετάφραση … «σύμφωνον προς το πνεύμα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας και προς την Ιεράν αυτής Παράδοσιν» (2 Ιουνίου 1988). Επευλογίες απέσπασαν οι μεταφραστές και από τα λοιπά Ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία, ύστερα από προσωπικές διαβεβαιώσεις για την «ορθοδοξία» της μεταφράσεως και περιφορά σ' αυτά των τυπογραφικών δοκιμίων της.

Είναι αυτονόητο, ότι ύστερα από την απρόβλεπτη αυτή και βεβιασμένη έγκριση η Συνοδική Επιτροπή ανέκοψε το έργο της και υπέβαλε την παραίτηση της.

Έτσι φαινομενικά λύθηκε το θέμα της μεταφράσεως αυτής. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για νέα παραπλάνηση της Εκκλησίας και του Ελληνικού λαού εκ μέρους της Β. Ε. Η δεύτερη και δήθεν «βελτιωμένη» αυτή έκδοση της μεταφράσεως δεν διαφέρει στην ουσία από την πρώτη και επισήμως καταδικασθείσα. Η «αναθεώρηση» αφορά κυρίως την μερική βελτίωση της γλώσσης, τον περιορισμό χονδροειδών και λαϊκίστικων αποδόσεων, ενώ παρέμειναν τα ίδια απαράδεκτα δογματικά και μεταφραστικά λάθη. Επί πλέον η Β. Ε., Κύριος οίδε πώς, πέτυχε την έγκριση της Εκκλησίας και του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, ώστε να διανέμεται η μετάφραση αυτή, και μάλιστα … χωρίς το πρωτότυπο κείμενο, υποχρεωτικά στην Μέση Εκπαίδευση ως διδακτικό εγχειρίδιο. Έτσι για πρώτη φορά στην ιστορία της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας η Β. Ε. Πραγματοποίησε τον προαιώνιο σκοπό της, δηλαδή να υποσκελίσει και υποκαταστήσει την Εκκλησία στο μεταφραστικό έργο της Κ. Δ., να εμφανισθεί ως ο υπεύθυνος φορέας και ζηλωτής του θείου λόγου στον χώρο της Εκκλησίας μας και να αναλάβει τον «ευαγγελισμό» και την «διαφώτιση» του Ελληνικού λαού και της νεολαίας.

Η νέα αυτή προκλητική μετάφραση της Κ. Δ. από την Β. Ε. αποτελεί σοβαρότατο κίνδυνο για το Ορθόδοξο πλήρωμα και δημιουργεί τεράστιες ευθύνες στην διοικούσα Εκκλησία. Βέβαια οι συνθήκες και οι διαδικασίες, με τις οποίες εκπονήθηκε και εγκρίθηκε η νέα αυτή μετάφραση, καθώς και η ποιότητα της την έχουν ήδη θέσει στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας. Το θέμα συνεπώς της μεταφράσεως της Κ. Δ. Στην νεοελληνική γλώσσα παραμένει ακόμα ανοικτό. Η ευθύνη της Εκκλησίας για την εκπόνηση μιας νέας μεταφράσεως με τη δική της εποπτεία, σύμφωνης προς το γράμμα και το πνεύμα της βιβλικής αλήθειας, όπως αυτή κατανοείται, ευαγγελίζεται και βιώνεται στην ζωντανή παράδοση της, παραμένει ακέραιη

Πηγή: "Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη" τού Ιωάννου Παναγόπουλου. Αθήνα 1995. Εκδόσεις Ακρίτας.

ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ 1836 ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΕΝΩΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ


Ο Πατριάρχης Κωνσταντινου­πόλεως Γρηγόριος ό ΣΤ' κατά την περίοδο 1835-1840 έδρασε εναντίον όλων των έτεροδόξων καί της Βιβλικής Εταιρείας. Το 1836 κυκλοφόρησε μια πολυσέλιδη συνοδική εγκύκλιο κατά των Διαμαρτυρομένων ιεραποστόλων πού δρούσαν στην Ανατολή καί της Βιβλικής Εταιρείας, χρησιμοποιώντας γλώσσα πολύ σκληρή καί αυστηρή. Καταδίκασε κάθε μετάφραση της Αγίας Γραφής (καί κυρίως τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από το εβραϊκό αρχέτυπο). Καταδίκασε ακόμη καί τίς μεταφράσεις της Αγίας Γραφής στην τουρκική, σερβική, βουλγαρική και αραβική γλώσσα... (Ί. Καρμίρη, Τα δογματικά καί συμβολικά μνημεία της ΌρθοδόξοΌ Καθολικής Εκκλησίας, σ. 871-892).

ΤΗΣ ΕΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΙ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΟΥ 1836 ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΕΝΩΝ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης - Σχόλια στην Εκκλησιαστική Επικαιρότητα 23/1/2011

1. Κείμενο Ιεραρχίας ''ΠΡΟΣ ΤΟ ΛΑΟ'' και αντιδράσεις.
α) Κείμενο Μητρ. Μεσσηνίας.
2. Δηλώσεις Μητρ. Πειραιώς περί Σιωνισμού και αντιδράσεις.
α) Κείμενο Μητρ. Δημητριάδος,
β) Μπακογιάννη κ.α.
γ) Στήριξη Μητρ. Δημητριάδος από Εβραίους του Βόλου.
δ)Άρθρο στην ιστοσελίδα ''Amen'' κρίση Μητρ. Πειραιώς.
ε)Στήριξη Μητρ. Πειραιώς από: ε/1). Μητρ. ... ,
ε/2) Μοναχού Φιλίππου της Αγιορείτικης αδελφότητας των Θωμάδων,
ε/3). Κείμενο νέων Θεσσαλονίκης. ....

Πρωτ. Θεόδωρος Ζήσης - Σχόλια στην Εκκλησιαστική Επικαιρότητα 23/1/2011 from johncriket on Vimeo.

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Πρωτοπρ. Γεώργιος Μεταλληνός, «Αντιδυτικοί» Πατέρες, ευεργέται της Ευρώπης



Ἡ ἑτοιμαζομένη "Μεγάλη Σύνοδος", οἱ τρεῖς Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἔσωσαν τήν πιστότητα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως, ἡ Οὐνιτίζουσα Δύσις καί ἡ μή ἀδρανοποίησις τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως


Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ


ΣΤΗ ΔΙΑΚΡΙΒΩΣΗ τῶν πνευματικῶν σχέσεων Ἀνατολῆς–Δύσεως ὁ χῶρος τῆς θεολογίας, στόν ὁποῖον ἡ ἔνταση φθάνει συχνά σέ ὁριακά σημεῖα, ἐπιτρέπει ἀσφαλέστερες καί ὁπωσδήποτε σαφέστερες διαπιστώσεις. Ἰδιαίτερα πρόσφορες παρουσιάζονται, μάλιστα, οἱ περιπτώσεις προσώπων, πού ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀντιδυτικοί και ἀντιμετωπίζονται, ἀκόμη καί σήμερα, με ὑπερκριτικό πνεῦμα, ἐνίοτε δέ καί μέ σφοδρότητα ἀπό τή δυτική ἤ δυτικίζουσα ἱστοριογραφία. Τέτοια πρόσωπα εἶναι κατ᾽ ἐξοχήν ὁ Μέγας Φώτιος († 891), ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς († 1357) καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός († 1444), γιά νά μείνουμε στήν περίοδο τῆς ἀποστασιοποιήσεως Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, δηλαδή στούς αἰῶνες μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ φραγκογερμανικοῦ στοιχείου στή Δύση[1]....

1. Ὁ ἀντιδυτικισμός τῶν Ἀνατολικῶν δέν ἦταν ἀθεμελίωτος, οὔτε ὀφειλόταν σέ ἁπλή μισαλλοδοξία. Στηριζόταν σέ πολύ καλή γνώση τῆς Δύσεως καί τῶν ἀμεταβλήτων διαθέσεών της ἀπέναντι στήν Ἀνατολή

2. Ἡ ἐκφράγκευση, ἄλλωστε τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης συνδέθηκε μέ ἀποστροφή πρός τήν Ὀρθοδοξία καί ἔντονο ἀνθελληνισμό, ἀφοῦ ὁ Ἑλληνισμός (graecitas) ἦταν ὁ κύριος ἐκφραστής της. Εἶναι δέ γνωστά πλέον τά μέτρα, πού ἔλαβε ὁ Καρλομάγνος, ὁ μεγαλύτερος ὑβριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικότητος, γιά τή δυσφήμιση στή Δύση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ὅταν ἀπέτυχε ἡ προσπάθειά του, γιά ἑνοποίηση τῆς Εὐρώπης ὑπό τό σκῆπτρο του. Ὁ ἀντιδυτικισμός τῆς Ἀνατολῆς συνιστοῦσε περισσότερο αὐτοάμυνα καί αὐτοπροστασία. Εἶχε, πρῶτα, ἐρείσματα πνευματικά. Την ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς ἀλλοτριώσεως τῆς χριστιανικῆς παραδόσεως τῆς Δύσεως καί τή μεταβολή τῆς Θεολογίας σέ μεταφυσική θεολόγηση (σχολαστικισμός), τοῦ δέ Χριστιανισμοῦ σέ θρησκευτική ἰδεολογία. Αὐτό ὅμως για τούς ἀκολουθοῦντες τήν πατερική παράδοση τῆς Ἀνατολῆς σήμαινε τέλεια διαστροφή τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μεταβολή του σε ἀντιχριστιανισμό καί “εἰδωλολατρία”, δεδομένου μάλιστα ὅτι ἡ δυτική θεολογία (σχολαστική) δεχόταν τήν ὕπαρξη “ἀρχετύπων” στό Θεό καί ἀναγκαιότητος (ἄς θυμηθοῦμε τή θεωρία τοῦ Ἀνσέλμου περί «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης»). Ἔτσι ὅμως ἡ Δύση ἔφθασε σέ σημεῖο νά λατρεύει Θεό, πού δέν ὑπάρχει, με τό νά τοῦ ἀποδίδει στοιχεῖα, πού δέν ἔχει. Ἡ δυτική θεολόγηση, στηριζομένη στήν ἀρχαία φιλοσοφία και τόν Αὐγουστῖνο, θά κάμει δεκτή τήν “analogia entis” καί τήν “analogia fidei” στή σχέση Θεοῦ καί κόσμου. Ἡ προβολή τῶν ἰδίων ἀντιλήψεων στό Θεό θεοποιοῦσε τά κατασκευάσματα τῆς ἀνθρωπίνης διανοίας, «δημιουργῶντας» Θεό ἀνύπαρκτο, διάφορο πρός «τον Θεόν τῶν πατέρων ἡμῶν». Ἡ ἀπόρριψη, ἐξ ἄλλου, τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στό Θεό συνιστᾶ ἄρνηση τῆς προτεραιότητας τοῦ προσώπου. Σ᾽ αὐτά ἄς προστεθοῦν οἱ διαφοροποιήσεις τῆς Χριστιανικῆς Δύσεως στό συνοδικό σύστημα, τά παπικά δόγματα (ἐκκλησιαστική καταξίωση κάθε ἀπολυταρχίας) καί κυρίως τό Filioque (νόθευση τῆς τριαδολογίας).

Ἡ ἀντιδυτική θεωρία καί στάση τῶν Ἀνατολικῶν εἶχε ὅμως και προϋποθέσεις πολιτικοκοινωνικές. Τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως στή φραγκογερμανική φεουδαρχία, μὲ τὴ βαθμιαία ἐκφράγκευση καὶ τοῦ πατριαρχείου τῆς Π. Ρώμης (μέχρι τὸ 1046). Τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς συνειδητοποίησε πρῶτος ὁ Μ. Φώτιος, διαισθανόμενος τὸ ρόλο τοῦ πολεμίου του πάπα Νικολάου Α´ [3] ὡς πρώτου πραγματικοῦ φραγκοφίλου πάπακουΐσλιγκ (π. Ρωμανίδης) [4] καὶ διέγνωσαν μὲ ἀκρίβεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, μετὰ μάλιστα τὴν ἅλωση τοῦ 1204 καὶ τὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439), ἀντίστοιχα. Ἔτσι, συγκροτήθηκε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἡ συνείδηση τῶν Ἀνατολικῶν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ταυτότητα, ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ ἐθνική, δὲν ἠπειλεῖτο τόσο ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ὅσο ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς “ψευδαδέλφους”, κάτι ποὺ θὰ κωδικοποιηθεῖ τόν 18ον αἰώνα ἀπό τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό[5].

Εἶναι ὅμως σήμερα ἀπόλυτα σαφὲς ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ δὲν διέκριναν μεταξὺ Λατίνων καὶ Ρωμαίων ἤ Γραικῶν, ἀλλά μεταξὺ Τευτονοφράγκων (Λατινοφράγκων) καὶ Ρωμαίων ἀνατολῆς καὶ δύσεως[6].
Γι᾽ αὐτὸ τὴν Καρλομάγνεια προσθήκη στὸ Σύμβολο (809) κατεδίκασαν ὅλοι, ἑλληνόφωνοι καὶ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι τῶν πέντε ρωμαϊκῶν (ὀρθοδόξων) Πατριαρχείων (Π. καὶ Ν. Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων)[7].

Οἱ πατερικοὶ θεολόγοι τῆς Ἀνατολῆς ἀγωνίζονταν ὑπὲρ τῆς ἑνότητος Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν Ρωμαίων, (Βυζαντινῶν). Εἶναι ἱστορικὰ ἀπόλυτα δικαιωμένη ἡ θέση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ὅτι «οὐδέποτε ἔγινε σχίσμα μεταξύ τῶν Ρωμαίων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀλλὰ μεταξὺ Φράγκων καὶ Ρωμαίων ἀπό τὸν θ' αἰώνα». Τὸ σχίσμα «μετεφέρθη γεωγραφικῶς μόνον εἰς τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην, ὅταν οἱ Φράγκοι ἐξέβαλαν τούς Ρωμαίους ἀπὸ τόν παπικὸν θρόνον καὶ ἐπέβαλον τοὺς Τευτονοφράγκους (Γερμανούς), Λατινοφράγκους (Φραντζέζους) καὶ Ἰταλολογγοβαρδοφράγκους, οἵτινες καὶ τελικῶς ἐπεκράτησαν καί ἐπικρατοῦν μέχρι σήμερον»[8].

2. Στούς τρεῖς αὐτοὺς μεγάλους Πατέρας μας ὀφείλουμε τὴν ὀρθὴ διάγνωση τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς ἀλλοτριώσεως. Ὁ Μέγας Φώτιος, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ἔργο του “Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας” [9], διέκρινε στήν προσθήκη τοῦ Filioque τὴ συντελεσθεῖσα ἤδη ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως στὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογήσεως καὶ σύνολη τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία καὶ πράξη. Ὁ Φώτιος διαισθάνθηκε ὅτι ἡ προσθήκη ἦταν ἔργο τῶν Φράγκων. Ἄλλωστε, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Καρλομάγνου στὴ σύνοδο τοῦ Ἄαχεν τὸ 809. Γι᾽ αὐτό, φειδόμενος τῶν Ρωμαίων “Βυζαντινῶν” τῆς Δύσεως, δὲν ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς Φράγκους, κάτι ποὺ θὰ συμβεῖ καὶ στὴ Σύνοδο τοῦ 879, 8η Οἰκουμενικὴ Ἱ. Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ κατεδίκασε τὸ Filioque καὶ τοὺς ἐπιχειρήσαντες τὴν προσθήκη του στὸ ἱερό Σύμβολο. Ἂν ὅμως ὁ Μ. Φώτιος διέγνωσε πρῶτος τὴν ἀλλοτρίωση τῆς “χριστιανικῆς” Δύσεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι ἴσως ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε ἐναργέστερη τὴν ἐπίγνωση, ὅτι στὴν περίπτωση τῶν καινοτομιῶν τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας δὲν ἔχουμε ἁπλῶς μιὰ νέα “αἵρεση” τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά ριζικὴ ἀλλοτρίωση τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.

Οἱ αἰῶνες, ποὺ ἀκολούθησαν, συνέθεσαν μία τραγικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἐπιβεβαίωσε τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ Ντοστογιέφσκυ, λ.χ. ἔχοντας σαφέστατη πλέον ἐντύπωση γιὰ τὴν ἀλλοτριωμένη Δύση, θὰ καταλήξει ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα, ὅτι «ὁ ρωμαϊκὸς καθολικισμὸς δὲν εἶναι πιὰ χριστιανισμός: «Ὁ καθολικισμὸς τῆς Ρώμης –παρατηρεῖ– εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν ἀθεϊσμὸ (...). Ὁ ἀθεϊσμὸς κηρύττει μονάχα τὸ μηδέν, ὁ καθολικισμὸς ὅμως προχωράει πιὸ πέρα ἀκόμα: κηρύττει ἕνα διαστρεβλωμένο Χριστό, ἕνα Χριστὸ ἀντίθετο τοῦ Χριστοῦ. Κηρύττει τὸν Ἀντίχριστο[10]».

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, τέλος, ἐματαίωσε τὴν θεσμικὴ ἀναγνώριση καί, συνεπῶς, καταξίωση τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως, μὲ τὴν ὡς οἰκουμενικὴ συγκληθεῖσα σύνοδο Φεράρρας-Φλωρεντίας (1438/9). Ἀπέδειξε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας, δὲν κλείσθηκε στὸν 14ο αἰώνα, ἀλλὰ συνεχίσθηκε, διασυνδέοντας τὴν Ὀρθοδοξία τῆς ἐποχῆς του μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα. Τὸ “Γένος τῶν Ρωμαίων” (Ὀρθοδόξων) διακράτησε μέσω αὐτοῦ τὴν ὑπαρκτική συνέχεια καὶ συνοχή του καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν θὰ παύσει νὰ ἔχει τὴ συνείδηση τῆς ριζικῆς διαφοροποιήσεως τῆς Δύσεως, μὲ κορυφαίους ἐκφραστὲς της τὸν Ἱεροσολύμων Δοσίθεο (†1707), τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ (†1779) καὶ τοὺς Κολλυβάδες Πατέρες[11]. Ἂν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ διέσωσε τὴν ἀλήθειά της, ὀφείλεται κυρίως στοὺς τρεῖς παραπάνω Πατέρες (Φώτιο, Γρηγόριο καὶ Μᾶρκο). Αὐτοί εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπρωτοστάτησαν στὸν ἀγώνα νὰ διαφυλάξουν τὴν προφητική, ἀποστολικὴ καὶ πατερικὴ συνέχεια, διασώζοντας τὴν Ἐκκλησία ὡς “Ἴατρεῖον Πνευματικὸν” καὶ τὴ Θεολογία της ὡς καρπὸ τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας καὶ ἀπλανή ὁδηγὸ πρὸς τὴ θέωση.

3. Ἡ σφοδρή, συχνὰ κριτικὴ τῶν Ἁγίων μας αὐτῶν στὴ Δύση δὲν πρέπει νὰ νοεῖται ὡς ἐμπάθεια ἤ καθολικὴ ἀπόρριψη, ἀλλ᾽ ὡς ἀντίσταση στὴν προσπάθεια ἐπεκτάσεως τῆς ἀλλοτριώσεως, δηλαδὴ τῆς πνευματικοκοινωνικῆς νόσου, καὶ στὴν Ἀνατολή.

Ὁ Μ. Φώτιος ἀπέρριψε τὶς δογματικοκανονικὲς καινοτομίες τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ σώσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κυριακοῦ Σώματος[12]. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα στηρίζεται ἐπί τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένης Παναληθείας. Ἑνότητα, ἑδραζομένη ἐπί τῆς αἱρέσεως, οἱασδήποτε αἱρέσεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει. Γι᾽ αὐτὸ ἡ λειτουργική μας πράξη συνδυάζει «τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως» μὲ «τὴν κοινωνίαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ μετοχὴ ἐν ἀληθείᾳ στὴν ἁγιοπνευματικὴ χάρη εἶναι ἡ βάση τῆς ἑνότητος στὴν πίστη, πιστότητα δηλαδὴ στὴν «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις παραδοθεῖσαν πίστιν»(Ἰούδα 3).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀπέκρουσε τὸν κίνδυνο τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τῆς ἐκφιλοσοφήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, γιὰ νὰ σώσει τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικότητος καὶ τὴ δυνατότητα σωτηρίας, τὴν ὁποία ὁ δυτικὸς πλέον Βαρλαὰμ μετέθετε ἀπό τὴν χάρη στὴν ἀνθρώπινη γνώση (φιλοσοφία)[13]. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόρριψη συλλήβδην τῆς Δύσεως καὶ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης, ἀλλὰ γιὰ ἀγαπητική προσπάθεια ἀναπροσανατολισμοῦ καὶ ἐπιστροφῆς των στὴν παραδοθεῖσα διὰ τῶν Ἁγίων χριστιανικότητα.

Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διετήρησε γιὰ μία ἀπό τὶς κρισιμότερες φάσεις στὴ συνάντηση Ἀνατολῆς–Δύσεως. Δὲν ἦταν μισαλλόδοξος, ἀντιδυτικός, οὔτε προκατειλημμένος κατὰ τῆς Ἑνώσεως. Ἔβλεπε ὅμως τὴν ἕνωση ὡς συνάντηση στὴν ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ὄχι ὡς ὑποταγὴ στόν παπισμὸ καὶ τὴν ἀλλοτρίωση. Αὐτὸ φαίνεται στὶς συζητήσεις, ποὺ διεξήγαγε στὴ Σύνοδο μὲ τοὺς αὐθεντικότερους ἐνσαρκωτές καὶ ἐκφραστὲς τοῦ δυτικοῦ πνεύματος[14]. Ἡ ἔκκλησή του στὴν παπικὴ πλευρὰ εἶναι ἰδιαίτερα ἀποκαλυπτική: «Μὴ περιίδετε κενοὺς καὶ ἀπράκτους ἡμᾶς ἀπελθόντας»[15]. Ἀποκρούοντας, συνεπῶς, καὶ οἱ τρεῖς Πατέρες τὴν ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως, ἐργάζονταν εὐεργετικὰ ὑπὲρ αὐτῆς, ὑποδεικνύοντας τὴ νόσο της καὶ προτείνοντας θεραπεία. ΟΙ ΤΡΕΙΣ Ἅγιοί μας ὅμως ἔσωσαν τὴν πιστότητα στὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ὡς συνέχεια τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως, μὲ τὸ νὰ ἀναδειχθοῦν οἱ ἴδιοι φορεῖς καὶ ὁδοδεῖκτες τῆς πατερικῆς παραδόσεως. Ἡ προσφορά τους στὴν Εὐρώπη εἶναι γι᾽ αὐτὸ ἀνυπολόγιστη. Δὲν ἔσωσαν μόνο τὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογήσεως μέσω τῆς θεραπευτικοασκητικῆς ἐμπειρίας, ἀλλὰ καὶ τὰ αὐθεντικὰ κριτήρια κατανοήσεως τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων[16]. Ἔξω ἀπὸ τὴν ασκητικὴ θεραπευτική τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἐκφράζεται μὲ τὸ σχῆμα: κάθαρση-φωτισμὸς-θέωση, οἱ σύνοδοι τῆς Ἐκκλησίας, καὶ μάλιστα οἱ οἰκουμενικές, χάνουν τὸ ἀληθινό τους νόημα, ἐκλαμβανόμενες ὡς φιλοσοφικὰ ἤ νομικὰ συμβούλια, γιὰ τὴν ἐπίτευξη ἐνδοϊστορικῶν σκοπιμοτήτων. Ἀποκρούοντας, τὶς δυτικὲς διαφοροποιήσεις, ἀπέρριψαν ταυτόχρονα a priori καὶ ὅλες τὶς μεταγενέστερες εὐρωπαϊκὲς ἐξελίξεις, ποὺ γέννησε ἡ παραχάραξη τῆς ἀποστολικότητος καὶ πατερικότητος στὴ μετακαρλομάγνεια Εὐρώπη. Γι᾽ αὐτό, μὲ κανένα τρόπο δὲν μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν “πατέρες” καὶ “πρόδρομοι” τῆς σημερινῆς Εὐρώπης, τὴν ὁποία εἶναι φυσικὸ νὰ ἀντιμετωπίζουν κριτικὰ ὅσοι βαδίζουν στὰ ἴχνη τῆς παραδόσεως τῶν τριῶν Ἁγίων, ἀπορρίπτοντας κάθε οὐνιτίζουσα καὶ δυτικίζουσα τάση καί, συνεπῶς, συρρίκνωση ἤ καὶ ἀδρανοποίηση τῆς πατερικῆς παραδόσεως. ΕΔΩ ἀκριβῶς ἐντάσσεται καὶ ὁ σχετιζόμενος μὲ τὴν ἑτοιμαζομένη “Μεγάλη Σύνοδο” προβληματισμός. Ἂν τυχὸν μείνει ἔξω ἀπό τὶς προϋποθέσεις τῶν τριῶν αὐτῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ δὲν ἀποδεχθεῖ τὴ στάση τους ἔναντι τῆς Δύσεως, καταφάσκοντας τὴ Δύση, ὡς ἔχει, δὲν θὰ εἶναι παρὰ θλιβερὴ ἐπανάληψη τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Φλωρεντίας. Τὸ θεολογικό μας πρόβλημα στὸν ἑνωτικὸ διάλογο δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐκτίμηση καὶ διακρίβωση τοῦ κατὰ πόσον ἡ Δύση δέχθηκε τὴν ἀγαπητική καὶ εὐεργετικὴ κριτικὴ τῶν Τριῶν αὐτῶν Πατέρων καὶ συμμορφώθηκε μὲ αὐτήν.

Ὑποσημειώσεις:
1. Γιά τά προβλήματα αὐτά βλ. James C. Russel, The Germanization of Early Medieval Christianity (A sociohistorical Approach to Religious Transformation), New York-Oxford 1994 (πλούσια βιβλιογραφία). π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη και Τοῦ ἰδίου, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας

2. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 19984, σ. 86 ἐ.ἑ.

3. Βλ. τήν ἀλληλογραφία τοῦ Μ. Φωτίου μαζί του (PG 102, 585 ἐ. ἑ.).

4. π. Σ. Ρωμανίδου,Δογματική και Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´, Θεσσαλονίκη 1973, σ.35

5. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ὅπ. π., σ.87

6. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι…, σ.66.

7. Στό ἴδιο.

8. Στό ἴδιο, σελ. 67.

9. PG 102, 263-391.

10. Ὁ Ἠλίθιος Δ,VIII–Οἱ δαιμονισμένοι Β, I, VIII.

11. Βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές. Πνευματική ἀκμή καί κοινωνική κρίση στόν Βυζαντινό 14ο αἰώνα, στόν τόμο τοῦ ἰδίου, Ἑλληνισμός μαχόμενος, Ἀθήνα 1995, σ. 13-41 (ἐδῶ: 34 ἐ.ἑ.).

12. Τό πρόβλημα τῆς συνεχείας τῆς παραδόσεως, ὡς δυνατότητος σωτηρίας, θέτουν συνεχῶς οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Φώτιος (ΡG. 102, 389 Α): «Σὺ δὲ οὔπω βούλει συνιδεῖν, εἰς οἵους σὲ κρημνοὺς καὶ βάραθρα ψυχικῆς διαφθορᾶς ἐναπορρίπτει καὶ κατορύττει τό μὴ βούλεσθαί σε Χριστῷ μηδὲ τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς

πείθεσθαι, μηδὲ ταῖς οἰκουμενικαῖς ἕπεσθαι συνόδοις, μηδὲ πρὸς τὰς λογικάς ἑφόδους, καὶ αὐτάς διὰ τῶν ἱερῶν προϊούσας λογίων μηδαμῶς τὸν νοῦν ἐπιστρέφειν, ἀλλὰ κατηγορεῖς μὲν τοῦ κοινοῦ Δεσπότου, καταψεύδῃ δὲ τοῦ γενναίου Παύλου, κατεξανίστασαι δὲ τῶν οἰκουμενικῶν καὶ ἁγίων συνόδων, διασύρεις δὲ Πατέρας καὶ τοὺς σοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πατέρας ὡς ἀληθῶς Πατέρων τῆς διανοίας ἐξοστρακίζων ἐς κόρακας ἀποπέμπεις καὶ πρὸς τὰς λογικάς κωφεύεις θεωρίας・ καὶ πάντα σοὶ κατεπόθη τὰ σωτήρια εἰς τὸ τῆς ἐπισφαλοῦς προλήψεως πόθος…». Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Πρῶτον μὲν ἐστιν ἀναγκαιοτάτη ἡ εἰρήνη (...) καὶ ἡ ἀγάπη・ δεύτερον δὲ ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη ἡ εἰρήνη・ τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταλειφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς・ τέταρτον, ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην, ἐάν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἄν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις, ἀκόλουθος≫. (Νικ. Π. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἀθῆναι 1972, σ. 85-86).

13. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές, ὅπ. π.

14. Βλ. V. Laurent, Les Memoires du grand Ecclesiarque de l’ Eglise de Constantinople SYLVESTRE SYROPOULOS sur le concile de Florence (1438-

1439), Paris 1971. Πρβλ. Νικ. Βασιλειάδη, ὅπ. π.

15. Καί συνεχίζει: «Μή ἀτιμάσητε τήν πρεσβείαν (πρβλ. Β´ Κορ. 5, 20), μή τάς εὐχάς ἀκάρπους ἀπελέγξητε, μή τό θέλημα τῶν ἐχθρῶν ἐκπληρώσητε (…). Μή τόν Θεόν καί το Πνεῦμα τό Ἅγιον λυπηθῆναι παρασκευάσητε. Μετέωρός ἐστι πᾶσα ψυχή καί ἀκοή πᾶσα τήν ὑμῶν ἀναμένουσα γνώμην, ἥν ἐθελήσητε νεῦσαι πρός τήν ἀγάπην καί τά σκάνδαλα ἐκ μέσου περιελθεῖν».

16. Βλ. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Church Synods and Civilisation, Θεολογία, τ. 63, 1992, σ. 423-450. Καί Ἑλληνικά: Θεολογία, τ. 66 (1995) σ.646-680

Ορθόδοξος Τύπος, 28/1/2011

Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας

Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου Ομότιμου Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής

του Πανεπιστημίου Αθηνών


Πρόλογος


Όλοι γνωρίζουμε πώς οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι της Εκκλησίας μας υπήρξαν θεοφώτιστοι, πνευματοκίνητοι. Συχνά όμως το λησμονούμε και προσπαθούμε ν' αντιμετωπίσουμε προβλήματα θεολογικά και εκκλησιαστικά, δηλαδή προβλήματα ζωής και απώλειας πνευματικής, μόνο με τις δικές μας δυνάμεις. Αυτές οπωσδήποτε οφείλουμε να τις ενεργοποιούμε, αλλά δεν αρκούν για να φθάσουμε σε ορθό και δημιουργικό αποτέλεσμα, στην αλήθεια.

Εδώ ακριβώς οι μεγάλοι Πατέρες έγιναν για τους αιώνες όλους και για μας δάσκαλοι. Μας έδειξαν ότι για να δημιουργήσουμε κάτι αληθινό, για ν' απαντήσουμε ορθά σ' ένα ζήτημα της εποχής μας, πρέπει να δεχθούμε και να βιώσουμε ό,τι πριν από μας δημιούργησαν με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος οι θεολόγοι Πατέρες.

Αυτός είναι ο λόγος πού μελετάμε και αναλύουμε τους Πατέρες. Όντας πνευματοκίνητοι, ό,τι για την αλήθεια και την σωτηρία του ανθρώπου είπαν, και μας άφορα και πρέπει ν' αποτελεί βάση και σημείο εκκινήσεως της δικής μας προσπάθειας.


Ποίοι είναι;


Πατέρες και Διδάσκαλοι είναι όσοι διακρίθηκαν για την αγιότητα, την οσιότητα, τη διαποίμανση και τη διδασκαλία των πιστών. Ενωρίς, η Εκκλησία ξεχώρισε λίγους από τους πολλούς αυτούς Πατέρες και τους ονόμασε Πατέρες και Διδασκάλους. Με τον όρο αυτό ένωσε δύο εξαιρετικής σημασίας λειτουργήματα σ' ένα πρόσωπο, το όποιο έτσι έλαβε την πρώτη θέση στους κόλπους της. Τα λειτουργήματα αυτά είναι:

α) Του Ποιμένα λειτουργοί, πού αναγεννά και κατευθύνει πνευματικά τους πιστούς, πού τους συνδέει με το Σωτήρα Χριστό δια του Αγίου Πνεύματος, πού κηρύττει το Ευαγγέλιο και τελεί τα Μυστήρια της Εκκλησίας (αν και υπάρχουν περιπτώσεις πού ελλείψει Ιερωσύνης δεν τελούν τα Μυστήρια, όπως ο Διάκονος Εφραίμ ο Σύρος).

β) Του Διδασκάλου - θεολόγου, πού έχει το ειδικό χάρισμα -και αρά το ειδικό προνόμιο και την ευθύνη- να διδάσκει και να ερμηνεύει στους πιστούς την αλήθεια του Θεού, πού προπαντός έχει το χάρισμα ν' αντιμετωπίζει αυτός κατεξοχήν τα μεγάλα προβλήματα και τις ισχυρές θεολογικές κρίσεις στην Εκκλησία.

Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, διακρινόμενοι στη συνείδηση της Εκκλησίας από τους αναρίθμητους πατέρες, χαρακτηρίζονται Θεόκριτου, θεόπνευστοι (αυτοί και τα έργα τους), φωστήρες εν κοσμώ, έγκριτοι πατέρες κλπ. Η εξαιρετική τιμή στους Πατέρες και Διδασκάλους δεν σημαίνει και ότι υποτιμούνται οι σπουδαίοι ποιμένες, όπως ο άγιος Σπυρίδων, και οι θεόπτες ασκητές, όπως ο Μέγας Αντώνιος. Αυτοί χαριτώθηκαν σε θαυμαστό βαθμό και είχαν πλούσιο έργο και θείες εμπειρίες, αλλά δεν τους δόθηκε το χάρισμα του λόγου, για να έχουμε θεολογία-διδασκαλία, με την οποία να τραφεί το πλήρωμα της Εκκλησίας και με την οποία να λυθούν μεγάλα προβλήματα πίστεως.

Τους Πατέρες και Διδασκάλους διακρίνουμε ακόμα από τους πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, πού έδρασαν στην Εκκλησία και συνέταξαν πολλά κείμενα, τα όποια όμως, παρά την χρησιμότητα τους, δεν αναδεικνύουν τους συγγραφείς τους σε Πατέρες και Διδασκάλους. Οι Πατέρες και Διδάσκαλοι προϋποθέτουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, πού συνοπτικά είναι τα εξής: α) αποδοχή, πλήρης βίωση και αυθεντική έκφραση της παράδοσης και του ήθους της Εκκλησίας, β) κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος για την έκφραση θεολογικά αυξημένης και ευρύτερης εμπειρίας της (αυτής πάντοτε) αλήθειας, πού έχει δηλωθεί στην Παράδοση (Γραφή και προγενέστερη από κάθε Πατέρα κυρωμένη Θεολογία), γ) αποφασιστική συμβολή -με την έκφραση της θείας εμπειρίας- στην υπέρβαση θεολογικής κρίσεως πού συγκλονίζει σε συγκεκριμένη εποχή την Εκκλησία και πού άφορα στην αλήθεια, και άρα στη σωτηρία. Όσοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς δεν έχουνε τα παραπάνω χαρακτηριστικά, τιμώνται και μελετώνται, αλλά δεν προβάλλονται στη ζωή και το φρόνημα της Εκκλησίας, όπως συμβαίνει με τους λίγους Πατέρες και Διδασκάλους, μολονότι στοιχεία των δεύτερων βρίσκονται στους πρώτους, αλλ΄ όχι πάντοτε. Γενικά οι πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς κινούνται στα πλαίσια πού δημιούργησαν για πρώτη εκάστοτε φορά οι Πατέρες και Διδάσκαλοι ως μεγάλοι θεολόγοι με την καθοδήγηση του αγίου Πνεύματος. Δυνατό βέβαια να κινούνται και αντιθετικά, δηλαδή να επιχειρούν ανατροπή, φαλκίδευση ή παραμερισμό της θεολογίας των Πατέρων και Διδασκάλων, οπότε έχουμε συγγραφείς κακόδοξους ή συγγραφείς (ανώνυμους) απόκρυφων έργων, τα οποία δεν εξέφραζαν το φρόνημα της Εκκλησίας και τα όποια στον Β' και Γ' αιώνα υπήρξαν πάμπολα.

Οι αφορμές πού οι πατέρες έγραψαν τα κείμενα τους, υπήρξαν οι εξής ανάγκες της Εκκλησίας και των μελών της: Το Κήρυγμα, το όποιο ασκώντας θεολογούσαν, ερμήνευσαν τον λόγο του Θεού και τις Γραφές γενικά για οικοδομή των πιστών. Η φανέρωση της αλήθειας και η αντίκρουση της κακοδοξίας. Ένεκα ποικίλων αμφισβητήσεων και κακοδοξιών οι Πατέρες θεολογούσαν για να φανερώνουν την όντως αλήθεια και να καταδείχνουν έτσι το ανέρειστο και το αντιπαραδοσιακό των ποικίλων αιρετικών διδασκαλιών. Η έκφραση θείων εμπειριών, τις όποιες βίωσαν κατεξοχήν όσοι αγωνίζονταν πνευματικά και όσοι χαριτώνονταν εξαιρετικά από το Θεό αυτοί κατέγραφαν τις θείες εμπειρίες τους, και έτσι έχουμε τα ασκητικά-νηπτικά (μυστικά) έργα. Η διατήρηση της μνήμης. Για να περισώσει τη μνήμη προσώπων και γεγονότων, η Εκκλησία μέσω συγγραφέων επωνύμων ή ανωνύμων, κατέγραφε αυτά και τα αφορώντα σ' αυτά (Συναξαριστικά, ιστορικά, αγιολογικά έργα). Η λατρεία και η δοξολογία του Θεού.


Οι Πατέρες θεολογούν με το φωτισμό του αγίου Πνεύματος


Το έργο κυρίως των Πατέρων και Διδασκάλων στις καίριες και πρωτότυπες στιγμές τους, συντελέστηκε με ιδιαίτερο φωτισμό του αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό η Εκκλησία στις καίριες στιγμές της πατερικής θεολογίας, την οποία γενικά χαρακτηρίζει ιερή Παράδοση, αποδίδει κύρος και σημασία ίση με εκείνη πού αποδίδει στην Αγία Γραφή, προπαντός όταν έχει κυρώσει την Θεολογία αυτή με Σύνοδό της, και μάλιστα Οικουμενική.

Η θεία αλήθεια, ο Τριαδικός δηλαδή Θεός και το έργο του για την σωτηρία του ανθρώπου, φανερώθηκε προοδευτικά: Νόμος, Προφητεία, Ευαγγέλιο, Πεντηκοστή και εξής. Την πρόοδο αυτή ο Γρηγόριος θεολόγος χαρακτηρίζει "μεταθέσεις βίων" και "σεισμούς". Το τελευταίο στάδιο αρχίζει με την Πεντηκοστή, πού συνεχίζεται στον χώρο της Εκκλησίας (Χρυσόστομος, ΡΟ 50, 454 εξ.). Θεωρείται μάλιστα το στάδιο τούτο, η οδηγητική δηλ. και φωτιστική δράση του άγ. Πνεύματος στην Εκκλησία, σαν "ελπίδος συμπλήρωσις" (Γρηγόριος Θεολόγος, ΡG 36, 456ΑΒ), διότι "θαυματουργεί και την τελείαν εισάγει γνώσιν" (Χρυσόστομος, ΡG 59, 424). Ό Κύριλλος "Αλεξανδρείας μάλιστα εκφράζεται σαφέστερα επάνω στο θέμα και γράφει ότι "ου κατέληξεν αποκαλύπτων ημίν ο Μονογενής" (ΡG 74, 576), επεξηγώντας φυσικά στην συνέχεια ότι το φωτιστικό έργο του Πνεύματος είναι και του Κυρίου. Η βεβαιότητα των Πατέρων για τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της θεολογίας τους, ως οφειλόμενης στο άγ. Πνεύμα, στηρίζεται στους λόγους του Κυρίου, πού είναι και οι "αποχαιρετιστήριοι" προς τους μαθητές του:

"Ταύτα λελάληκα υμίν παρ' υμίν μένων ο δε Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον, ο πέμψει ο Πατήρ εν τω ονόματι μου, Εκείνος υμάς διδάξει πάντα και υπομνήσει υμάς πάντα α είπον υμίν" (Ίωάν. ίο ' 25-26).

"Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, άλλ' ου δύνασθε βαστάζειν άρτι, όταν δε έλθη Εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν την αλήθειαν" (Ίωάν. ιστ' 12-13).

Η τομή πού οι λόγοι αυτοί κάνουν στο πρόβλημα της φανερώσεως της αλήθειας, είναι βαθιά και αποτελεί σταθερό θεμέλιο προς αξιολόγηση της πατερικής προσφοράς σχετικά με την αλήθεια. Σύμφωνα με τους λόγους αυτούς και την ορθή πατερική κατανόηση τους, ο Χριστός είχε και άλλους λόγους να ειπεί και άλλες διδασκαλίες να δώσει στους μαθητές, πού δεν είπε και δεν έδωσε. Ο Παράκλητος, το άγιο Πνεύμα, θα οδηγούσε σ' ολόκληρη την αλήθεια, θα δίδασκε τα πάντα (όσα είναι αναγκαία).

Το έργο του Παρακλήτου δεν προϋποθέτει ατέλεια στην αποκάλυψη του Κυρίου. Ο Ίδιος άλλωστε είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και είναι η αυτοφανέρωση της αλήθειας. Άρα η αποκάλυψη της αλήθειας στο πρόσωπο του Χριστού είναι και γνήσια και τέλεια. Μπορούμε όμως να πούμε ότι ο Χριστός, πού είναι η αλήθεια, εξαντλήθηκε; Εξαντλείται η άπειρη αλήθεια; Ασφαλώς όχι. Έτσι, αυτοαποκάλύπτεται ο Θεός εν Χριστώ για τη σωτηρία μας, διδάσκει για το πρόσωπο Του ό,τι εξασφαλίζει την σωτηρία στον άνθρωπο, επιτελείται η επίγεια οικονομία του Χριστού. Όμως, οι συζητήσεις για Τριαδολογία ή Χριστολογία απέδειξαν ότι, ενώ οι πιστοί έχουν την σώζουσα αλήθεια Χριστός, χρειάζονταν βαθύτερη κατανόηση αυτής, ώστε να απαντήσουν στην κακοδοξία λ.χ. του Αρείου, όπως με το φωτισμό του Πνεύματος έπραξε ο Μ. Αθανάσιος κατά τον Θεολόγο Γρηγόριο. Αποτελεί ανυπέρβλητο μυστήριο το ότι, ενώ μετέχουμε στον Χριστό, δε γνωρίζομε σε άπειρο βαθμό την άπειρη αλήθεια Χριστός. Μετά από αυτά προσεγγίζουμε καθαρότερα το πνεύμα της υποσχέσεως του Κυρίου σχετικά με την αποστολή του Παρακλήτου να οδηγήσει σ' ολόκληρη την αλήθεια και να διδάξει τα πάντα. Έτσι εξηγείται και η προοδευτική προβληματική στους κόλπους της Εκκλησίας σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, μολονότι και ο ίδιος ο Χριστός μίλησε περί Εαυτού και οι Απόστολοι έγραψαν εξηγώντας το έργο Του. Πρώτα δημιουργείται το θέμα της τριαδολογίας. Έπειτα συζητείται το είδος της σχέσεως των θείων προσώπων, τότε το αγ. Πνεύμα οδήγησε στην αλήθεια ότι ο Χριστός πού είναι Υιός του Πατρός, είναι ομοούσιος, έχει την αυτή φύση και είναι ισοδύναμος προς τον Πατέρα. Αργότερα θα τεθεί το πρόβλημα της σχέσεως των δύο φύσεων του Χριστού. Και αφού λυθεί και τούτο, θα συζητηθεί η σχέση των ενεργειών των δύο φύσεων του Χριστού.

Την προοδευτικά αυτή μεγαλύτερη κατανόηση της αληθείας πραγματοποιεί το άγιο Πνεύμα, χρησιμοποιώντας ορισμένα μέλη της Εκκλησίας, τα όποια έτσι γίνονται Πατέρες και Διδάσκαλοι.

Μετά απ' όσα εκθέσαμε, προβάλλει το ερώτημα: τι είναι η θεολογική προσφορά των Πατέρων, ή μάλλον τί είναι η αλήθεια πού εκφράζουν σαν μεγαλύτερη κατανόηση της αλήθειας πού ήδη έχει δηλωθεί στην Γραφή και στην Παράδοση; Κατ' αρχήν, αφού πρόκειται για περαιτέρω κατανόηση, δεν έχουμε νέα αλήθεια. Αυτό αποκλείεται. Ο άγιος Ειρηναίος, πού μιλάει για το τί μπορεί να προσφέρει επιπλέον ("πλείον", "πλέον") ο καλός θεολόγος, σημειώνει εμφαντικά ότι δεν φέρνει νέο Χριστό ή άλλο δημιουργό Θεό, αλλά κατά κάποιο τρόπο εισέρχεται βαθύτερα στις αλήθειες αυτές κι επεξεργάζεται θέματα της Θείας Οικονομίας, δίνοντας απαντήσεις στα προβλήματα πού γεννιούνται σε όσους ζουν τις παραπάνω αλήθειες. Αφού, επομένως, δεν έχουμε νέα αλήθεια, πρόκειται περί διασαφήσεως ή ερμηνείας της υπάρχουσας.

Στον Β' Θεολογικό του Λόγο, πού αποτελεί θαυμάσια εισαγωγή στο λειτούργημα της θεολογίας, ο αγ. Ερηγόριος ο Θεολόγος προσγράφει στο άγιο Πνεύμα τον ρόλο του "εμπνείν" και στον "Λόγο εις την Πεντηκοστήν" παρακαλεί: "παρέστω μοι το Πνεύμα και διδότω λόγον" (ΡG 36, 436 και 172 ΑΒ. Πρβλ. ΡG 35, 1121C – 1124D) σχετικά με το ότι είναι το ίδιο το άγιο Πνεύμα. Πίστευε δηλ. ότι δεν μπορούσε να θεολογήσει χωρίς να έχει στο ιερό τούτο έργο επίκουρο κατά τρόπο συγκεκριμένο το αγ. Πνεύμα. Εκείνος πού θεολογεί με τις προϋποθέσεις αυτές, δεν πρόκειται βέβαια να λάβει εμπειρία της αληθείας στην απειρία της, δε θα γνωρίσει "το πάν", την αλήθεια σ' ολόκληρο το βάθος και το εύρος της, αλλά θα επιτύχει απλώς "πλέον", περισσότερο, εκείνου πού πέτυχε "άλλος" στην Παράδοση της "Εκκλησίας (Λόγος Λ, ΡG 36, 125ΒC). Ο θεολόγος δε αυτός, πού πετυχαίνει στο χώρο της αληθείας "το πλέον", καλείται από τον Γρηγόριο "άριστος" και είναι απόλυτα το ιερό πρόσωπο, το όποιο και ή όλη Εκκλησία ονομάζει Πατέρα και Διδάσκαλο.

Άρα η συμβολή του Πατέρα και Διδασκάλου της Εκκλησίας είναι προσθήκη εμπειρίας (και άρα γνώσεως) της αληθείας. Η Εκκλησία δηλαδή, προκύπτοντας μέσω του Διδασκάλου της στην χαρισματική γνώση της αληθείας, έχει και ζει κάποτε-κάποτε το φαινόμενο της αυξήσεως όχι της αλήθειας, αλλά της εμπειρίας της αληθείας. Η ίδια η αλήθεια ούτε αυξάνει ούτε μικραίνει, διότι είναι ταυτόσημη με την θεία πραγματικότητα. Εκείνο πού μόνο μπορεί να συμβεί, είναι να ικανωθεί ο άνθρωπος για ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας. Με τον τρόπο αυτό έχουμε, ανάλογα με τα εμφανιζόμενα προβλήματα κατά καιρούς, "συμπλήρωση" της εμπειρίας μας από την αλήθεια. Στήν συνήθη όμως θεολογική ορολογία, αλήθεια ονομάζουμε και την θεία πραγματικότητα καθεαυτήν και την εμπειρία της ή την γνώση της. Τούτο προκαλεί σύγχυση και παρεξηγήσεις. Εμείς θέλουμε να κάνουμε σαφές ότι στους Πατέρες, πού πραγματικά αυξάνουν την διδασκαλία - Παράδοση της Εκκλησίας, έχουμε μόνο προσθήκη εμπειρίας και γνώσεως της αληθείας, σύμφωνα με όσα σχετικά εξήγησε ο Μ. Βασίλειος, αντιμετωπίζοντας την ίδια παρεξήγηση:

Στην Εκκλησία δεν πρέπει να προσθέτουμε αλήθειες, άλλ' ούτε και δόγματα "εκτός του εκ προκοπής τίνα αύξησιν επιθεωρείσθαι τοις λεγομένοις, όπερ ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντας κατά την προσθήκην της γνώσεως" (Μ. Βασιλείου, Επιστολή 223,5 Προς Ευστάθιον ΡG 32, 829Β).

Η προκοπή και η αύξηση, για τις όποιες μιλάει εδώ ο Μέγας Βασίλειος, είναι αποτέλεσμα εισόδου στο "απόθετον κάλλος" του γράμματος της Γραφής εξηγεί ο Γρηγόριος θεολόγος, (ΡG 36, 156CD) ή στο "κεκρυμένον" πλούτο της Γραφής (Χρυσόστομος, ΡG 54, 535). Οτιδήποτε όμως αυθεντικό για την θεία αλήθεια είπαν οι Πατέρες και Διδάσκαλοι, οφείλεται στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, και γι' αυτό αποτελεί πίστη μας και φρόνημα μας και ήθος μας.


Οι Πατέρες και το θύραθεν πνευματικό περιβάλλον


Η σχέση των Πατέρων με το πνευματικό περιβάλλον της εποχής τους υπήρξε φυσική και διακριτική. Φυσική, διότι ανέπτυξαν τον τρόπο σκέψεως, τις δομές και τις αντιλήψεις της εποχής και χρησιμοποίησαν όλα τα στοιχεία αυτά ως μέσο περιγραφής κατανοήσεως της αποκαλουμμένης αλήθειας, ως μέσα και αφορμές εκφράσεως της θεολογίας τους. Διακριτική, διότι είχαν (ιδίως οι μεγάλοι Πατέρες και Διδάσκαλοι) συνείδηση της ιδιαιτερότητας τους και της ουσιαστικής ετερότητας της θύραθεν γενικά σκέψης (φιλοσοφίας, ηθικής κλπ) και της αλήθειας της Εκκλησίας. Έτσι, μιλούσανε την γλώσσα της εποχής τους, για να κατανούνται, αλλά δεν συνέχεαν ελληνική φιλοσοφία και θεολογία, δεν νόθευαν την αλήθεια του Θεού. Η διακριτικότητα των Πατέρων έναντι του πνευματικού τους περιβάλλοντος, πού ήταν κυρίως η ελληνική κλασσική φιλοσοφία και παιδεία γενικά, ο ρωμαϊκός κόσμος, ο Ιουδαϊσμός, ο Γνωστικισμός, ο Νεοπλατωνισμός, οι πολιτικές αντιλήψεις του Βυζαντίου, ο μεσανατολικός θρησκευτικός κόσμος και οι παντός είδους κοσμολογικές αντιλήψεις, οδήγησε τους Πατέρες σ' έναν εκλεκτικισμό. Άνετα δηλαδή χρησιμοποιούσαν στοιχεία απ' όλα τα παραπάνω πνευματικά δημιουργήματα, χωρίς προκαταλήψεις και αποκλειστικότητες. Απέκλειαν μόνο το εσώτατο στοιχείο τους, είτε ήτανε φιλοσοφικό είτε κοσμολογικό ή ήθικιστικό.


Οι Πατέρες και οι ιδιαιτερότητες τους


Οι Πατέρες διακρίνονται μεταξύ τους για πολλούς λόγους. Και πριν απ' όλα, διακρίνονται ως τον Η' αι. σε Έλληνες (καταγωγής φυλετικής και παιδείας), Λατίνους (Γάλλους, Ιταλούς, Ισπανούς Ιλλυρούς, Βορειοαφρικανούς κλπ.), Σύρους και Αρμενίους. Φυσικά, οι σπουδαιότεροι και περισσότεροι για τους πρώτους αιώνες (ως τον ΣΤ') είναι Έλληνες. Γενικά οι Πατέρες διακρίνονται με βάση την διαφορετική εποχή πού έζησαν και έδρασαν, την τοπική εκκλησιαστική τους παράδοση (Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Ρώμη κλπ.), την προβληματική την οποία αντιμετώπισαν, το φιλολογικό είδος, πού γράφοντας χρησιμοποιούσαν, την ιδιοσυγκρασία και τον προσωπικό τους χαρακτήρα, τον διαφορετικό βαθμό παιδείας και φωτισμού του αγίου Πνεύματος, και την ιδιότητα τους (λειτούργημα) στους κόλπους της Εκκλησίας (Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι, Μοναχοί, λαϊκοί).


Οι Πατέρες στην Εκκλησία και την Σύνοδο


Οι Πατέρες λειτουργούν στην Εκκλησία ως ενσαρκωτές και εκφραστές της ζωής και του φρονήματος της, αλλά και ως πρότυπα και ήρωες, οι όποιοι θυσιάζονται γι' αυτήν και με το έργο τους οικοδομούν τα μέλη της και λύνουν τα θεολογικά της προβλήματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η σχέση των Πατέρων με τις Συνόδους, μάλιστα τις Οικουμενικές, όπου διατυπώνεται οριστικά και κυρώνεται η διδασκαλία της Εκκλησίας. Οι περισσότερες Οικουμενικές Σύνοδοι εργάστηκαν χωρίς την παρουσία, ως μελών, Μεγάλων Πατέρων και Διδασκάλων. Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι κινήθηκε η θεόλογική διεργασία των Οικουμενικών Συνόδων ερήμην της θεολογικής προσφοράς Πατέρων, όχι απλώς εκκλησιαστικών συγγραφέων αλλά Πατέρων και Διδασκάλων. Η θεολογία δηλ. πού κυρώθηκε σε μία Οικουμενική Σύνοδο είναι έργο κάποιου λίγο προγενέστερου ή συγχρόνου της Πατέρα και Διδασκάλου, τον όποιο ακολούθησαν πολλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και υιοθέτησαν οι Επίσκοποι-μέλη της Συνόδου.


Οι Πατέρες στην ιστορία του πνεύματος


Η θέση των Πατέρων στην καθόλον ιστορία του πνεύματος και την παγκόσμια γραμματεία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί και εκτιμηθεί όσο πρέπει.

Εδώ υπογραμμίζουμε μόνο τα εξής: α) εκπροσωπούν και εκφράζουν για τον κόσμο γενικά την νέα πνευματική πραγματικότητα, η οποία εμφανίστηκε με την ενανθρώπηση του θείου Λόγου, μεταστοιχείωσε σε ικανό βαθμό την ανθρωπότητα και προσέφερε στον κόσμο νέο πνευματικό μέτρο, β) Στην ιστορία της παγκόσμιας φιλολογίας κατέχουν εξαιρετικά περίοπτη θέση και κρίνονται ως οι μεγαλύτεροι συγγραφείς της εποχής τους. γ) Οι Έλληνες ειδικά Πατέρες είναι οι μεγάλοι συντελεστές της διασώσεως του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού και σ' ένα βαθμό συνεχιστές του μεγάλου αυτού πνευματικού θησαυρού, δ) Οι Έλληνες Πατέρες είναι οι πνευματικοί στυλοβάτες του υπερχιλιετούς βίου του Βυζαντίου, όπως οι Λατίνοι έγιναν οι τροφοδότες όλου του δυτικού κόσμου ως την Αναγέννηση.


Σπουδή και κατανόηση των Πατέρων


Για την σπουδή του προσώπου και του έργου των Πατέρων, ο ερευνητής χρησιμοποιεί κάθε είδους σύγχρονη επιστημονική μέθοδο, από την φιλολογική κριτική μέχρι την παλαιογραφία, και από την ιστορία μέχρι την αναλυτική φιλοσοφία και τον αποδομισμό (Destructuralismus). Τούτο δεν αρκεί όμως. Η ορθή κατανόηση κι ερμηνεία, ιδιαίτερα του Πατέρα και Διδασκάλου, απαιτεί την είσοδο στο πνευματικό του κλίμα. Η είσοδος επιτυγχάνεται με την μεταστοιχείωση του μελετητή, με την έστω μερική μετοχή στις εμπειρίες πού εκφράζει ο Πατέρας, αλλιώς η γνώση θα μείνει εξωτερική, σχολαστική, χωρίς αυθεντική προσέγγιση του πνεύματος του Πατέρα και με συνεχείς παρανοήσεις.


Χρονικά όρια των Πατέρων


Με ιστορικοφιλολογικά και μάλιστα σχολαστικά κριτήρια, οι Δυτικοί αλλά και οι Ορθόδοξοι Πατρολόγοι ερευνητές περιόρισαν την περίοδο των Πατέρων της Εκκλησίας για τη Δύση στο 604 (Γρηγόριος ο Μέγας) ή στο 636 (Ισίδωρος Σεβίλλης) και για την Ανατολή στο 749 (Ιωάννης Δαμασκηνός). Η θεώρηση αυτή μαρτυρεί άγνοια των παραγόντων και αναδεικνύουν κάποιο μέλος της Εκκλησίας σε Πατέρα και Διδάσκαλο. Οι παράγοντες αυτοί είναι η παραδοσιακότητα, ο κατεξοχήν φωτισμός του αγίου Πνεύματος και η με αυτά αντιμετώπιση-λύση μεγάλης θεολογικής κρίσεως στην Εκκλησία. Όσο λοιπόν η Εκκλησία θ' αντιμετωπίζει βαθιές θεολογικές κρίσεις, πού θ' αφορούν την αλήθεια και αρά τη σωτηρία των πιστών, το άγιο Πνεύμα θα φωτίζει, με διαφορετικές εκάστοτε συνθήκες, κάποιο ή κάποια μέλη της Εκκλησίας, για να εξηγούν, να διασαφηνίζουν, την παρεξηγημένη από κάποιους όψη της αλήθειας. Επομένως δεν μπορούμε να θέσουμε όριο στην εμφάνιση και δράση των Πατέρων, οι όποιοι πράγματι εμφανίστηκαν και μετά τις παραπάνω χρονικές περιόδους, όπως π.χ. στο πρόσωπο του Συμεών του Νέου Θεολόγου (ΙΑ' αϊ.) ή του Γρηγορίου Παλαμά (ΙΔ' αι.).

Η σύγχρονη έρευνα, η σχετική με τα πρόσωπα και τα κείμενα των Πατέρων γενικά της Εκκλησίας, είναι τεράστια, ένεκα της σημασίας και του ρόλου πού οι συγγραφείς αυτοί διαδραμάτισαν στην πορεία του δυτικού γενικά πολιτισμού και μάλιστα ένεκα του γεγονότος ότι τα ενδιαφέροντα τους καλύπτουν όλους τους τομείς της ζωής και του προβληματισμού του πνευματικού ανθρώπου. Όχι μόνο έδρες για τους Πατέρες υπάρχουν στις απανταχού θεολογικές Σχολές, αλλά και ειδικά επιστημονικά-ερευνητικά κέντρα λειτουργούν για την μελέτη των Πατέρων.


Οι Πατέρες και εμείς


Ο πρώτιστος λόγος πού κάνει αναγκαία την προσέγγιση και σπουδή των Πατέρων δεν είναι βέβαια να μάθουμε τί ήσαν και τί δίδασκαν, αλλά να γευθούμε το πνευματικό τους κλίμα.

Να ψαύσουμε τα ίχνη του Αγίου Πνεύματος στα ιερά τους πρόσωπα.

Να θέσουμε του το δάκτυλο εις την αγωνία τους για την αλήθεια.

Να ακούσουμε τους κτύπους της καρδιάς τους, όταν εισέρχονται περαιτέρω(«πλέον και πλείον») στην αλήθεια.

Να ζήσουμε κάτι από τις θείες εμπειρίες, τις θεωρίες του, τη χαρμολύπες, τις απογοητεύσεις, τις εξάρσεις, τις αρπαγές από την εγκοσμιότητα, τις αρπαγές σε τρίτους ουρανούς.

Να παρακολουθήσουμε την απόλυτη πιστότητά τους την παράδοση.

Να μάθουμε πόση βαθειά εμπιστοσύνη είχαν στο Άγιο Πνεύμα.

Να εκπλαγούμε από το θάρρος τους για δημιουργία νέων όρων στη θεολογία.

Να διδαχθούμε την απαραίτητη και τολμηρή τακτική της αυξήσεως και διευρύνσεως της διδασκαλίας, της θεολογίας, της Παραδόσεώς μας.

Να γνωρίσουμε τη γενναιοψυχία τους.

Να γνωρίσουμε την ευγένειά τους και την αισθαντικότητά τους. Και κάτι πολύ σπουδαίο:

Να μάθουμε πως μεθόδευαν την πρόσληψη και μεταστοιχείωση του κόσμου, της γλώσσας του δηλαδή και της σκέψεώς του.

Ψαύοντας την προσωπική (αλλά στους κόλπους της Εκκλησίας) πορεία των αγίων Πατέρων, λαμβάνουμε πείρα της κατ΄ εξοχήν παρουσίας και δράσεως του άγ. Πνεύματος στον κόσμο.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ (σε σειρά) ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

-Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων (της Αποστολικής Διακονίας), Αθήνα 1955 εξ.

-Άπαντα των Αγίων Πατέρων (κείμενο - μετάφραση), Αθήνα 1971 εξ.

-Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας (και μετάφραση), Θεσσαλονίκη 1972 εξ.

-Ελληνική Πατρολογία (.1. Ρ. ΜΙΟΝΕ), έκδ. Κέντρον Πατερικών Εκδόσεων Αθήναι 1987 εξ.

-SOURCES CHRETIENNES, Παρίσι 1941 εξ.

ΑΠΟ ΖΩΗΦΟΡΟΣ