Τετάρτη 29 Σεπτεμβρίου 2010
ΓΙΑΤΙ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (Β΄ ΜΕΡΟΣ)
ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΔΙΟ ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΝΟΙΞΕΙ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΔΕΞΙΑ ΚΑΤΩ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΔΕΙΤΕ ΣΕ ΠΛΗΡΗ ΟΘΟΝΗ (FULL SCREEN) ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΣ ΝΑ ΤΟ ΚΑΤΕΒΑΣΕΤΕ ΕΙΣ ΤΟΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ ΣΑΣ
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΠΡΟΕΡΧΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΟ ΑΘΕΟΝ ΔΟΓΜΑ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ»
ΓΙΑΤΙ ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ Ο ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ;
Εισήγηση του Πρωτοπρεσβυτέρου π. Βασιλείου Ε. Βολουδάκη
Το θέμα που θα συζητήσουμε σήμερα είναι καθαρά πνευματικό. Και είναι πνευματικό γιατί αφορά άμεσα την ζωή της Εκκλησίας, δηλαδή τη ζωή των πιστών Χριστιανών. Την παρούσα ζωή τους και την μέλλουσα, αφού πρόκριμα αλλά και αποκλειστικό κριτήριο της μελλούσης ζωής είναι ο τρόπος της ζωής μας σ’ αυτόν τον κόσμο.
Πολλοί έχουν γράψει στο παρελθόν για το θέμα «Εκκλησία και Πολιτική». Και πιστά παιδιά της Εκκλησίας και αρνητές του Χριστού. Και αξιόλογοι άνθρωποι αλλά και άνθρωποι καιροσκόποι και υστερόβουλοι. Ωστόσο το θέμα αυτό «δυστυχώς μέχρι σήμερον παραμένει ως σφάγιον εις σκοτόμαιναν μιας πρωτοφανούς αγνοίας και αδιαφορίας, παρά την σπουδαιότητα την οποίαν έχει το επίκαιρον τούτο και σοβαρώτατον πρόβλημα».
Η διαπίστωση αυτή είναι του μακαριστού και αγίου Μητροπολίτου Ύδρας κυρού Ιεροθέου, ο οποίος σε επιστολή που μου έστειλε στις 2 Νοεμβρίου 2007, μετά την δημοσίευση σχετικού άρθρου μου, στο περιοδικό του Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πευκακίων « Ενοριακή Ευλογία», ζητούσε με πολύ ενδιαφέρον να γίνη ευρυτάτη συζήτηση ώστε να φωταγωγηθή, όπως χαρακτηριστικά έγραφε, το θέμα.
Η επιστολή του Αγίου Ύδρας ήταν για μένα πνευματική επιβεβαίωση ότι έπρεπε να συνεχίσω την ανάπτυξη του θέματος « Εκκλησία και Πολιτική», σε όλες τις πτυχές του, διευρύνοντας τον ορίζοντα του πρώτου μου άρθρου, του Οκτωβρίου 2007, έως ότου γίνη πασιφανές ότι το θέμα αυτό έχει διαστρεβλωθεί, με την πρωτοστασία των πολιτικών και την άγνοια, υποχωρητικότητα και συνθηκολόγηση εκκλησιαστικών προσώπων.
Έτσι επηκολούθησαν άλλα δύο άρθρα μου και ένα Πνευματικό Συμπόσιο στις 17 Φεβρουαρίου 2008 στο Πολεμικό Μουσείο, όπου και εκεί έγινε εισήγηση με θέμα: «Τα Πολιτικά Όρια της Εκκλησίας. Η Ελλάδα του Καποδίστρια και η Ελλάδα σήμερα» και επηκολούθησε συζήτηση.
Έκτοτε, πολλοί άνθρωποι έδειξαν ενδιαφέρον και μου ζήτησαν να συνεχισθή η ανάλυση του θέματος, και διότι διεπίστωσαν ότι αφορά άμεσα την πνευματική τους ζωή αλλά και γιατί συναντούσαν αντιδράσεις σε σχετικές συζητήσεις τους εκ μέρους λαϊκών και κληρικών, χωρίς, όμως, οι αντιδρώντες και αντιτιθέμενοι να προβάλλουν σοβαρά επιχειρήματα, παρεκτός “φωτοβολίδων” του τύπου «... δεν είναι έτσι!..», «Που γράφει στην Αγία Γραφή για την Πολιτική;», «Ο Χριστός ίδρυσε κόμμα;», «Εμείς οι κληρικοί δεν έχουμε θέση στην πολιτική, αλλά μόνο να κοιτάξουμε να σώσουμε καμμιά ψυχούλα...» και άλλα παρόμοια.
Όλα αυτά μας οδήγησαν στο σημερινό μας Συνέδριο, για να συνεχίσουμε τη διερεύνηση και συζήτηση του τόσο φλέγοντος και επικαίρου θέματος, με πιο συγκεκριμένο προσδιορισμό του·«Εκκλησία και Πολιτική στην Ελλάδα», πιστεύοντας ότι αυτό, το «στην Ελλάδα», θα μας βοηθήση στην καλύτερη προσέγγισή του.
* * *
Στην Ελλάδα, από την αρχαιότητα, ήταν αδιανόητος ο χωρισμός της πίστεως των ανθρώπων από την καθημερινή τους ζωή. Γι’ αυτό και όταν, ακόμη αγνοούσαν τον αληθινό Θεό, πριν αποκαλυφθή με την Ενσάρκωσή Του, τον περίμεναν σωστά, ως σαρκωμένον και αθάνατον άνθρωπο και όχι ως ιδέα, στοιχείο της φύσεως, ζώο ή πράγμα.
Οι αρχαίοι προγονοί μας ήθελαν σχέση με τη Θεότητα, ζωή με τη Θεότητα. Μπορεί ως άνθρωποι με τα πάθη τους, στερημένοι από τη Θεία Χάρη, να επενόησαν Θεούς εμπαθείς, κατ’ εικόνα δική τους, ωστόσο, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ήθελαν οι θεοί τους να καλύπτουν όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητές τους και όλες τις ανθρώπινες εκφράσεις τους. Ζητούσαν, χωρίς να ξέρουν, ποθούσαν, χωρίς να έχουν διδαχθεί, τον Θεό που θα είναι η ζωή τους. Αυτό τους οδήγησε να υψώσουν βωμό «τω αγνώστω Θεώ», γιατί ένοιωθαν ότι οι θεοί τους δεν είχαν τη δύναμη να κορέσουν τον πόθο τους για πληρότητα. Ένοιωθαν ότι Κάποιος Άλλος Θεός, πέρα από τις ανθρώπινες μικρότητες, πρέπει να έλθη και να γίνη ζωή τους.
Αυτό το διεπίστωσε ευθύς αμέσως ο Άγιος Απόστολος Παύλος, όταν έφθασε στην Αθήνα, και γι’ αυτό, όταν μίλησε στους προπάτορές μας από το βράχο της Ακροπόλεως τους είπε: «Άνδρες Αθηναίοι, ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ». Δεισιδαιμονέστερος, θα ειπή «βαθύτατα θρησκευόμενος», περισσότερο από κάθε άλλον λαό.
Οι αρχαίοι προγονοί μας ήσαν ισορροπημένοι, γιατί συνεχής μέριμνά τους ήταν να μετουσιώνουν την πίστη τους σε καθημερινή ζωή, να ζουν όπως τους υπαγόρευε η πίστη τους. Γι’ αυτό και ήσαν πανέτοιμοι πνευματικά για να δεχθούν την φανέρωση του Αληθινού Θεού, αφού και ο Αληθινός Θεός δεν θέλει να γίνη ιδεολόγημα ή φόβητρο, αλλά θέλει να γίνη η καθημερινή Ζωή και η αναπνοή των ανθρώπων.
Η θρησκευτικότητα, ως κύριο συστατικό της υπάρξεως των προγόνων μας, φαίνεται και από τον συνοπτικό προσδιορισμό του Έλληνα με γνώμονα «το όμαιμον, το ομόθρησκον και το ομόγλωσσον», όπου το «ομόθρησκον» έχει την πρυτανεύουσα θέση, αφού αυτό κατ’ εξοχήν διεμόρφωνε και καθώριζε το ήθος και την προσωπικότητά τους, με εκφραστικό όργανο την Ελληνική γλώσσα.
Η θρησκευτικότητα αυτή, ως τρόπος ζωής, έδινε στους αρχαίους προπάτορές μας την ακλόνητη πεποίθηση ότι υπερέχουν σε πολιτισμό και σε ποιότητα ζωής εν σχέσει με τους άλλους λαούς, γι’ αυτό δεν επηρεάσθηκαν ποτέ στο “πιστεύω” τους και στην συμπεριφορά τους από το τι κάνουν οι πολλοί.
Οι προγονοί μας δεν ήσαν κομπλεξικοί, ούτε είχαν το φόβο και τον τρόμο που έχουν σήμερα οι άρχοντές μας, μήπως τάχα και απομονωθούμε διεθνώς αν δεν είμαστε υπάκουα “τσιράκια” των Μεγάλων, γιατί οι προγονοί μας είχαν ήδη απομονώσει όλους τους λαούς, που δεν μετείχαν στην Ελληνική Παιδεία και ζωή, κηρύσσοντας με τον κατηγορηματικώτερο τρόπο το «πας μη Έλλην, βάρβαρος»!
Αν οι προγονοί μας ακολουθούσαν τη δική μας τακτική, θα είχαν γίνει προσάρτημα και δορυφόροι των τότε πανίσχυρων Περσών, όπως έχουμε γίνει εμείς σήμερα προσάρτημα της Αμερικής και παίγνιο της Ευρώπης, της οποίας ακόμη και οι επιτελείς του αθλητισμού μας υβρίζουν αδιαμαρτύρητα, αφού μας έχει γίνει πλύση εγκεφάλου από τους άρχοντές μας ότι είμαστε μικρός λαός και δεν πρέπει να μιλάμε!
Οι προγονοί μας, όμως, ποτέ δεν συσχέτισαν την αξία και την αλήθεια με το πλήθος, και γι’ αυτό, αν και ολιγάριθμοι, πολέμησαν αποτελεσματικά την βαρβαρότητα, και όχι μόνο εμπόδισαν την συρρίκνωση των συνόρων τους –πράγμα που για τους Κυβερνήτες μας σήμερα θεωρείται απόλυτα φυσιολογικό και αναμενόμενο(!)– αλλά επεξέτειναν την Ελληνική κυριαρχία και τον Ελληνικό Πολιτισμό μέχρι τα βάθη της Ασίας!
* * *
Με το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου στην Αθήνα έρχεται το «φως της Γνώσεως». Φανερώθηκε Εκείνος που «ως Αχώρητος Θεός» έγινε το πλήρωμα του πόθου των γνησίων προπατόρων μας. Αυτοί που διψούσαν συνεχώς να ακούσουν «τι καινότερον», άκουσαν «το μόνον καινόν υπό τον ήλιον» και έλαβαν «ύδωρ ζων», για να μη διψάσουν ποτέ πια.
Αυτοί, που είχαν απομονώσει όλους τους λαούς ως βαρβάρους, δέχονται ελεύθερα, αυθόρμητα και εγκάρδια την Αποκάλυψη του Σαρκωθέντος Θεού. Όχι βίαια και δυναστικά, όπως τους συκοφαντούν οι σημερινοί τάχα πολιτισμένοι νεογενίτσαροι. Οι Πατέρες μας δεν ήσαν ανθρωπάκια για να πέσουν θύματα εκβιασμού και τρομοκρατίας. Οι προγονοί μας “δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους”, γι’ αυτό είναι υβριστές των προγόνων μας αυτοί που ισχυρίζονται όψιμα πως ο αρχαίος κόσμος διά της βίας δέχθηκε τον Χριστιανισμό. Τόσο, λοιπόν, σπουδαίος, κατά την γνώμη τους, ήταν ο Ελληνισμός, ώστε έπεσε θύμα εκβιασμού και τρομοκρατίας; Εμείς οι “λαπάδες” νεοέλληνες ανεχθήκαμε μόνο επτά χρόνια την δικτατορία και την αποτινάξαμε, και οι προγονοί μας, οι ήρωες, ήσαν τόσο δειλοί, τόσο φοβισμένοι και ανόητοι, που, τελικά, κάποιοι τους καταπίεσαν, τους κατανάγκασαν και τους έκαναν χριστιανούς;
Βεβαίως όχι! Ο Χριστιανισμός ήταν η ολοκλήρωση της ψυχής και της ζωής του Έλληνα και η Εκκλησία ολόκληρος ο τρόπος της ζωής του.
Με την Εκκλησία, ο άνθρωπος δεν έχει πια καμμιά ανάγκη. Αφού η Εκκλησία τακτοποιεί και ικανοποιοεί και τις πιο λεπτεπίλεπτες ανάγκες της ψυχής των ανθρώπων, τα βιωτικά προβλήματα και οι καθημερινές διευθετήσεις των ανθρωπίνων πρακτικών αναγκών είναι πια παιχνιδάκι. Το δύσκολο είναι να αναπαυθή και να χαρή η ψυχή, το εύκολο είναι να βρεθούν οι πρακτικές λύσεις για τα βιωτικά προβλήματα.
Ο Χριστός γίνεται «ο Ελευθερωτής των ψυχών» και οι Έλληνες είναι από τους πρώτους ανθρώπους της γης που σπεύδουν να εγκολπωθούν την Αλήθεια, που είναι Πρόσωπο, και όχι ιδέα και ιδεολογία. Οι Έλληνες πρώτοι από όλους τους λαούς είχαν τις πνευματικές προϋποθέσεις για να ταυτίσουν τη ζωή τους με τον Σαρκωθέντα Θεόν, τον Δημιουργό «ορατών τε πάντων και αοράτων».
Ο Σαρκωθείς Θεός, «Εις ων της Αγίας Τριάδος», είναι Αυτός που έχει «πάσαν εξουσίαν εν ουρανώ και επί γης», την οποία φιλανθρώπως διαβιβάζει στην Εκκλησία Του ώστε να ρυθμίζονται θεοπρεπώς και να αντιμετωπίζονται εν δικαιοσύνη «τα εν τω λαώ του συμβαίνοντα».
Έτσι, η νέα ζωή, η Ζωή του Χριστού, διά της Εκκλησίας Του είναι το μοναδικά καινούργιο «υπό τον ήλιον». Νέο ήθος ανθρώπων, γιατί ανέτειλε η προοπτική όχι μόνο μιας πρόσκαιρης ευτυχισμένης ζωής αλλά η «επαγγελία ζωής αιωνίου». Τώρα πια, το κάθε τι δεν αντιμετωπίζεται με γνώμονα την ημερομηνία λήξεως της επιγείου ζωής του κάθε ανθρώπου, αλλά με γνώμονα το ότι η παρούσα ζωή είναι το αποκλειστικό κριτήριο για την αιώνια ζωή του ανθρώπου.
Οι χριστιανοί, πια, Προπάτορές μας Έλληνες, ζουν ακόμα περισσότερο από πριν, την ταύτιση της πνευματικής με την καθημερινή τους ζωή. Γι’ αυτό δεν αρκούνται στο να είναι ενωμένοι με τους Ποιμένες τους μόνο ως προς την Διδαχή του Λόγου του Θεού και την Θεία Ευχαριστία, αλλά νοιώθουν ανάγκη τους να είναι ενωμένοι και με τους εν Χριστώ αδελφούς τους και να έχουν «άπαντα κοινά». Θέτουν μπροστά στα πόδια των Αποστόλων τα περιουσιακά τους στοιχεία, χωρίς αυτοί να τους το ζητήσουν, γιατί θεωρούν αδιανόητο να εμπιστεύονται στους Ποιμένες τους την ψυχή τους, που είναι η αιώνια ζωή τους, και να μην τους εμπιστεύονται τα πρόσκαιρα και υλικά αποκτήματά τους.
Οι Άγιοι Απόστολοι, βεβαίως, δεν κράτησαν για πολύ αυτή την αρμοδιότητα. Την αρμοδιότητα της διευθετήσεως των καθημερινών βιωτικών πραγμάτων. Διότι έκριναν ότι δεν είναι καλό να δαπανώνται σε βιωτικές τακτοποιήσεις εις βάρος του μεγάλου πνευματικού τους έργου.
Γι’ αυτό, την αρμοδιότητα αυτή την διεβίβασαν σε «άνδρες πλήρεις Πνεύματος Αγίου», τους οποίους εξέλεξαν οι πιστοί. Είναι άξια υπογραμμίσεως η διατύπωση των Αγίων Αποστόλων, με την οποία γίνεται σαφές ότι η πηγαία εξουσία ανήκει στον Χριστό και στην Εκκλησία Του και ότι η παραχώρηση της διακονίας των βιωτικών σε πιστούς λαϊκούς δεν συνεπάγεται απεμπόληση της εξουσίας από τους Ποιμένες αλλά απλώς παραχώρησή της: « Εκλέξασθε ουν άνδρας μεμαρτυρημένους επτά, ούς ημείς καταστήσωμεν επί της χρείας ταύτης». Ακόμη και ο αριθμός των διακόνων του έργου προσδιορίζεται από τους αγίους Αποστόλους αλλά και η ευλογία και η εγκατάστασή τους γίνεται από τους Αποστόλους.
Στις Πράξεις των Αγίων Αποστόλων έχουμε τις πρώτες εκλογές μεταξύ των πιστών, όχι για την ανάδειξη κληρικών, αλλά λαϊκών, για τις βιωτικές ανάγκες της χριστιανικής κοινότητος, ασχέτως αν αυτή η αρχική τους διακονία εξελίχθηκε αργότερα για κάποιους από αυτούς και σε ιερατικό λειτούργημα.
* * *
Οι Χριστιανοί ζουν πλέον στην πληρότητα της Εκκλησίας. Ζουν βέβαια και στον κόσμο που τον κυβερνούσαν δυνάστες, καταχραστές της εξουσίας του Θεού. Δεν τους ανατρέπουν, όμως, αλλά και δεν τους εγκρίνουν. Δεν τους ανατρέπουν γιατί ήσαν τότε οι ειδωλολάτρες πλειοψηφία, και οι χριστιανοί ποτέ δεν αντιδρούν εις βάρος μιας ήδη εγκατεστημένης σ’ ένα τόπο και με τις δικές της συνήθειες διαβιούσης πλειοψηφίας ανθρώπων, αλλά αντιδρούν μόνον όταν ως χριστιανοί είναι πλειοψηφία στον τόπο τους και η μειοψηφία προσπαθεί διά της βίας να τους επιβληθή και να ανατρέψη την Πίστη και τις Παραδόσεις τους.
Δεν τους ανατρέπουν, λοιπόν, αλλά και δεν τους εγκρίνουν. Δεν κινούνται εναντίον των τυράννων γιατί γνωρίζουν ότι η Ζωή του Θεού θα κυριαρχήση στον κόσμο, όχι με τη βία αλλά με τον πόθο και την προσμονή των ανθρώπων. Γνωρίζουν ότι ο λόγος του Θεού είναι αψευδής και «ιώτα εν ή μια κεραία από του Νόμου» Του δεν θα μείνη απραγματοποίητη. Γνωρίζουν ότι όσο και να ξεσηκωθούν οι άνεμοι του κακού «Το ευαγγέλιον κηρυχθήσεται πάση τη κτίσει». Οι Χριστιανοί ζουν στην Εκκλησία, που της εδόθη άνωθεν «πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης». Η διατύπωση του Χριστού «πάσα εξουσία και επί γης» είναι τόσο απόλυτη, ώστε δεν αφήνει περιθώρια να νομίση κανείς ότι έχει από κάπου αλλού κάποια άλλη εξουσία, παρεκτός αν του παραχωρηθή από τον Έχοντα αυτήν την «πάσαν εξουσίαν». Ο Χριστός μίλησε και ακόμη πιο απόλυτα και συγκεκριμένα προς τους Μαθητάς Του και προς τους διαδόχους τους: « Ο ακούων υμών, εμού ακούει και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί, ο δε εμέ αθετών, αθετεί τον αποστείλαντά με». Ο Χριστός, δηλαδή, ταυτίζει τον Εαυτό Του με την Εκκλησία Του ώστε κανείς, μα κανείς, να μην έχη πρόφαση να διδάξη αντίθετα τους ανθρώπους. Αυτή η ταύτιση του Χριστού με την Εκκλησία Του είναι που αφαιρεί από οποιονδήποτε άλλον, οποιασδήποτε μορφής εξουσία!
Την Ευαγγελική Αλήθεια ότι «πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» ανήκει στον Χριστό και δι’ Αυτού στην Εκκλησία Του, συνειδητοποιεί ο Μέγας Βασιλεύς και Ισαπόστολος Άγ. Κωνσταντίνος, ευθύς μετά την κατήχησή του στον χριστιανισμό, αρχικά από την μητέρα του αγ. Ελένη και εν συνεχεία από τον πνευματικό του, άγιο Σίλβεστρο. Συνειδητοποιεί ότι η Όντως Εξουσία δεν μπορεί να ανήκη σε κτίσματα, σε ανθρώπους κτιστούς, αλλά ανήκει μόνο σ’ Εκείνον, του Οποίου η Θεία και Άκτιστη Υπόστασή Του είναι επέκεινα της ανθρωπίνης ουσίας, δηλαδή πέρα από την ανθρώπινη φύση, και ότι, κατά συνέπεια, η ασκουμένη επί γης εξουσία είναι παραχώρηση της Ουρανίου Πηγαίας εξουσίας.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος αντιλαμβάνεται ότι, για να γίνη χριστιανός άρχων, πρέπει να αποδυναμωθή εκουσίως από τις εξουσίες, που τον είχε εξοπλίσει η ειδωλολατρεία, σφετεριζομένη την εξουσία του Θεού. Σημειωτέον ότι ο Αυτοκράτωρ τότε ήταν όχι μόνο υπέρτατος θρησκευτικός και πολιτικός ηγέτης αλλά θεός επί της γης! Είχε εξουσία ζωής και θανάτου στους υπηκόους του!
Ο Αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, ως χριστιανός πλέον, έστω και αν δεν έχει ακόμη βαπτισθεί (γιατί θέλει να δεχθή το άγιο βάπτισμα στο τέλος των βιωτικών μεριμνών και υποχρεώσεών του, αφού γι’ αυτόν, όπως και για κάθε συνειδητό χριστιανό, το άγιο βάπτισμα είναι η σπουδαιότερη υπόθεση της ζωής του) κενώνεται, ταπεινώνεται μπροστά στον Θεό, νοιώθοντας βαθειά τη Θεία προέλευση και πηγή της εξουσίας και συρρικνώνει τη δικαιοδοσία του μόνο στις βιωτικές τακτοποιήσεις της ζωής των ανθρώπων. Ομολογεί ότι είναι Επίσκοπος των εκτός της Εκκλησίας πραγμάτων και αναγνωρίζει στους Επισκόπους την εξουσία των εντός της Εκκλησίας.
Διαχωρίζει τα διακονήματα σε ιερατικά και κοσμικά και απαγορεύει στον εαυτό του οποιαδήποτε παρέμβαση στη λατρεία, στη διδασκαλία και στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Αναγνωρίζει στην Εκκλησία όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και την υποχρέωση να τον διδάσκη, γνωρίζοντας ότι ο χριστιανός, είτε άρχων, είτε αρχόμενος, είναι παιδί των Πνευματικών Πατέρων της Εκκλησίας, είναι Μαθητής της Εκκλησίας.
Αποτέλεσμα της μαθητείας του αυτής είναι η αλλαγή της νομοθεσίας με γνώμονα το Ι. Ευαγγέλιο και την διδασκαλία της Εκκλησίας. Έτσι, το Ευαγγέλιο του Χριστού γίνεται νομοθεσία της Αυτοκρατορίας, δικαστικό ήθος, περιεχόμενο της Παιδείας, καθημερινή ζωή των πολιτών. Ταυτίζεται η πίστη με την καθημερινή ζωή.
Δεν υπολογίζει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι της Αυτοκρατορίας είναι ακόμη ειδωλολάτρες. Γνωρίζει ότι ο άρχων πρέπει να κάνη φανερό στους υπηκόους του το προσωπικό του πιστεύω και να άρχη με βάση αυτό, γιατί έχει πνευματική ευθύνη για το ήθος που διδάσκει στον λαό, αλλά δεν διώκει ούτε αδικεί τους ειδωλολάτρες. Τούς αφήνει να κινηθούν ελεύθερα στα πλαίσια της Ανεξιθρησκείας, που, με διαχρονική, δηλαδή, απόλυτη δικαιοσύνη, καθώρισε.
Οι ειδωλολάτρες, βέβαια, πολύ σύντομα αντελήφθησαν ότι δεν έχουν να χάσουν από την χριστιανική συμπεριφορά, γιατί η χριστιανική συμπεριφορά και το χριστιανικό ήθος δεν περιμένουν τον Εισαγγελέα για να κρίνη την παρανομία, αφού στον χριστιανό λειτουργεί πριν από κάθε τι η συνείδησή του, που την ελέγχει αδιάκοπα ο Παντεπόπτης Θεός. Οι ειδωλολάτρες έβλεπαν καθαρά το πόσο διαφέρει το ήθος των χριστιανών και διαπίστωναν ότι μπορούσαν να λένε πολλά εις βάρος της χριστιανικής πίστεως, αλλά δεν μπορούσαν να διαψεύσουν κάτι χειροπιαστό και αυταπόδεικτο: Το ουράνιο ήθος των τότε χριστιανών!
Είπαν και έγραψαν κάποιοι ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος κινήθηκε από πολιτική σκοπιμότητα και ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό. Αυτοί, βέβαια, δεν έχουν τίποτε αυθεντικό διαβάσει για την μεγάλη αυτήν προσωπικότητα. Ούτε τα πραγματικά ιστορικά γεγονότα, ούτε τα κείμενα και τις Προσευχές που έγραψε στις εγκάρδιες προσευχητικές του συνομιλίες με τον Χριστό.
Ωστόσο, επειδή δεν θέλουμε να εμπλακούμε σε μια διαδικασία ανώφελης αντιλογίας με όλους αυτούς τους προχειρολόγους, θα τους ρωτήσουμε μόνο αν ο ισχυρισμός τους επαληθεύεται από τη ζωή και την ανθρώπινη συμπεριφορά ή είναι μια εύκολη λύση για να αποφύγουν την παραδοχή της πραγματικότητος.
Εμείς, από την ιστορία αλλά και από την σημερινή πραγματικότητα διαπιστώνουμε ότι κανείς μα κανείς Έλληνας Πολιτικός άρχων, παρ’ ότι ενδιαφέρεται για την πολιτική σκοπιμότητα, ως προς το να κερδίση τους χριστιανούς που είναι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων, δεν συζητάει καν να παραδώση κάτι από την εξουσία που έχει σφετερισθή με το να νομοθετή αντίθετα από το Ευαγγέλιο!
Αντιθέτως, μάλιστα! Διαρκώς επεκτείνει την εξουσία του και στα εντός της Εκκλησίας, προκαλώντας συνεχώς τους χριστιανούς μέχρι του σημείου να τους απαγορεύει ακόμη και τον λόγο σε πνευματικά ή βιωτικά θέματα, στα οποία ο άρχων αυτός έχει αντίθετη πολιτική. Για να το πετύχη αυτό, ταυτίζει τον ρόλο με τον λόγο, ισχυριζόμενος ότι μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτικών υπάρχουν διακριτοί ρόλοι! Πρόσφατα, μάλιστα, ο Πρόεδρος της Κύπρου επετέθη στον Αρχιεπίσκοπο της Εκκλησίας της Κύπρου, επειδή διαφωνούσε με τον Αρχιεπίσκοπο στους χειρισμούς του Κυπριακού, λέγοντάς του ότι εκείνον τον ψήφισε το 53% των πολιτών, λές και τον ψήφισαν οι πολίτες εξουσιοδοτώντας τον για τα πάντα εν λευκώ ή για να κλείνη τα στόματα όλων των άλλων!
Βεβαίως υπάρχουν διακριτοί ρόλοι, αλλά όχι διακριτοί λόγοι1. Ο λόγος είναι ελεύθερος σε όλους και όχι μόνο σε κείνους που ψηφίζονται, αλλιώς οι δημοσιογράφοι, που κι’ αυτοί δεν ψηφίζονται, έπρεπε να είναι μουγγοί και όχι λαλίστατοι, όπως τους ακούμε κάθε μέρα να “σπαθοκόβουν”, κρίνοντες τους πάντες και τα πάντα!
Η απτή πραγματικότητα, λοιπόν, βοά ότι δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξη τον χριστιανισμό από πολιτική σκοπιμότητα, παρά μόνον αν είναι αληθινός χριστιανός. Όποιος δεν συμφωνεί μαζί μου, ας μου εξηγήση γιατί οι σημερινοί πολιτικοί, που ανήκουν στα Κόμματα Εξουσίας, δεν υπολογίζουν το πολιτικό τους κόστος και νομοθετούν συνεχώς κατά της Εκκλησίας, αδιαφορώντας για το τι πιστεύουν οι χριστιανοί που είναι η πλειοψηφία του εκλογικού τους σώματος; Γιατί ο σημερινός πρωθυπουργός προτίμησε να ατιμάση την υπογραφή του για την επιστροφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες μη δίνοντας “δεκάρα” για το πολιτικό του κόστος;
Εάν ο Μέγας Κωνσταντίνος δεν είχε ειλικρινά ταπεινώσει τον εαυτόν του ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας Του, αρνούμενος να καθίση στον θρόνο Του ενώπιον των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αλλά κατακόκκινος από συστολή και σεβασμό προτίμησε, ένα χαμηλό κάθισμα λέγοντάς τους ότι δεν είμαι ανώτερος αλλά «ένας από εσάς», τότε γιατί ο εκάστοτε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, χωρίς συστολή και σεβασμό δέχεται να καθίση σε ξεχωριστό κάθισμα, μπροστά από την Ι. Σύνοδο και τον Αρχιεπίσκοπο, δηλαδή μπροστά από τους Πνευματικούς του Πατέρες, αφού είναι Ορθόδοξος χριστιανός; Και να σκεφθή κανείς ότι δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ του σημερινού αξιώματος του Προέδρου της Δημοκρατίας με το αξίωμα, την τιμή και τις εξουσίες που είχε ο Αυτοκράτορας.
Ο Μ. Κωνσταντίνος ήταν πράγματι χριστιανός, γιατί μόνο ο αληθινός χριστιανός μπορεί να συσταλή μπροστά στον Θεό, στην Εκκλησία Του και στους Λειτουργούς Του! Ο Μ. Κωνσταντίνος σαν χριστιανός στο ήθος, παρέδωσε την εξουσία που είχε. Οι σύγχρονοι άρχοντες αρπάζουν την εξουσία που δεν έχουν. Ας καμαρώσουμε τη διαφορά!
Θα μπορούσαμε σ’ αυτά να προσθέσουμε πάρα πολλά. Δεν μας το επιτρέπει, όμως, ο χρόνος γιατί το θέμα μας έχει και άλλες πτυχές.
Το συμπέρασμα, πάντως είναι ότι, μετά από όσα εκθέσαμε, προκύπτει αβίαστα ότι ο Ελληνισμός από την αρχαιότητα ταύτιζε την θρησκευτικότητά του με την καθημερινή του ζωή και αυτό ολοκληρώθηκε με την επικράτηση του Χριστιανισμού, που ήταν η ολοκλήρωση του πόθου του Έλληνα να δώση άλλη διάσταση στην επίγεια ζωή του, αλλά, κυρίως, να ξεπεράση την ημερομηνία λήξεώς του επί της γης, επεκτείνοντας τη ζωή του αιώνια.
* * *
Ο Ορθόδοξος χριστιανός δεν μπορεί να χωρίση το δόγμα από το ήθος. Δεν μπορεί να χωρίση το πιστεύω του από την προσωπική του ζωή, αφού, για την Ορθόδοξη θεολογία, το ήθος είναι απόρροια της Δογματικής.
Έτσι, το θέμα που συζητούμε σήμερα δεν είναι πολιτικό, ούτε καν εθνικό. Είναι βαθύτατα θεολογικό, δογματικό, και γι’ αυτό αφορά άμεσα και επηρεάζει την πνευματική μας ζωή, και αυτό φαίνεται από το σημερινό κατάντημα της πατρίδος μας.
Δεν συνδέουμε, βεβαίως, την ταύτιση πίστεως και καθημερινής ζωής με την σύζευξη στο πρόσωπο του κληρικού της ιερατικής και της πολιτικής εξουσίας. Αυτό το έχουμε ήδη επισημάνει, στα προλεχθέντα. Δεν συζητούμε να αναλάβουν οι κληρικοί κοσμικά και πολιτικά αξιώματα, διότι αυτά είναι υποτιμητικά της πνευματικής τους διακονίας και εμπόδια στο λειτούργημά τους. Οι κληρικοί είναι «διάκονοι της Καινής Διαθήκης», διαχειρίζονται την πνευματική εξουσία, την εξουσία του Χριστού, και η εξουσία τους αυτή υπερέχει τόσο πολύ σε αξία, έναντι των κοσμικών αξιωμάτων, όσο υπερέχει η ψυχή από το σώμα.
Αυτό το επιβεβαιώνει και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τα δικά του λόγια: «Έστι δε και ετέρα αρχή της πολιτικής ανωτέρα. Τις ουν εστιν αύτη; Η εν τη Εκκλησία, ης και αυτής ο Παύλος μέμνηται λέγων, “πείθεσθε τοις ηγουμένοις υμών, και υπείκετε· ότι αυτοί αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών, ως λόγον αποδώσοντες”. Αύτη γάρ η αρχή τοσούτον της πολιτικής αμείνων, όσον της γης ο ουρανός· μάλλον δε και πολλώ πλέον».2
Κανείς, λοιπόν, συνειδητός κληρικός δεν διανοείται να υποβιβάση την Θεία και Ιερή εξουσία του, σε κοσμική εξουσία, όσο φαντασμαγορική και να φαίνεται αυτή στα μάτια των ανθρώπων, αυτοϋποβιβαζόμενος σε «διάκονο της Παλαιάς Διαθήκης», όπως είναι οι πολιτικοί άρχοντες.
Ο Χριστός είναι η Καινή Διαθήκη και ερχόμενος στον κόσμο δεν καταργεί την Παλαιά Διαθήκη δηλαδή τον Οδηγό της κατά Θεόν καθημερινής ζωής των ανθρώπων, αλλά την φωταγωγεί, γιατί, χωρίς το Φως της Καινής Διαθήκης, η Παλαιά φθάνει τον άνθρωπο μόνο μέχρι τα προτειχίσματα της «Γης της Επαγγελίας», στερώντας του τη θέα της, και, κυρίως, την είσοδο σ’ αυτήν, όπως συνέβη στον Μωϋσή, παρ’ ότι την εβίωσε στο έπακρον.
Ενώ, όμως, είναι αδιανόητο να υποβιβασθή ο Ιερεύς σε κοσμικό άρχοντα, καθ’ ότι « Ιερεύς άρχων, ανίερος», η πνευματική εξουσία της Εκκλησίας πρέπει να επηρεάζη και να ελέγχη ένα χριστιανικό Κράτος. Αυτό, όπως διαπιστώνουμε, έπαψε να ισχύη στην πατρίδα μας από την δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας ήταν ο τελευταίος συνειδητός χριστιανός Κυβερνήτης, συνεχιστής των αγίων Αυτοκρατόρων, που έκανε βίωμά του το βίωμα της Αυτοκρατορίας μας ότι η Εκκλησία είναι η ψυχή του Γένους και η Πολιτεία το σώμα, το οποίο σώμα χωρίς την ψυχή του είναι ένα «πτώμα εξαίσιον», όπως κινδυνεύει να γίνη σήμερα.
Μετά τον Καποδίστρια, κανείς συνειδητός χριστιανός δεν ανέλαβε την εξουσία στην Πατρίδα μας παρά μόνον άνθρωποι που ξηλώνουν σιγά–σιγά και χρόνο με τον χρόνο την θεοΰφαντη Στολή του Χριστού. Δεν πρέπει να κακοφανούν στους Κυβερνήτες μας αυτά που λέμε, γιατί, αν ήσαν πραγματικοί χριστιανοί, δεν θα τολμούσαν να παραμερίσουν «ιώτα εν ή μια κεραία» από τις Οδηγίες του Θεού.
Ο Ορθόδοξος Χριστιανός ηγεμών πρέπει να ομολογή, να πολιτεύεται και να νομοθετή σύμφωνα με την πίστη του αυτή, που είναι και πιστεύω του Γένους, και όχι να υποκρίνεται ότι πρέπει τάχα να συμπορευθούμε με την Ευρώπη, γι’ αυτό και υποκύπτουμε στις πιέσεις της, κρύβοντας με αυτόν τον τρόπο τις προσωπικές του πεποιθήσεις και τις προσωπικές του επιλογές, επειδή πρέπει να “ρίξη στάχτη” στα μάτια των χριστιανών.
Το ότι είναι πέρα για πέρα επιλογή των Ελλήνων Πολιτικών να αποχριστιανίσουν τη χώρα μας αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι η Ευρώπη δεν έχει επιβάλλει καμμιά δέσμευση στα Κράτη Μέλη της σε θέματα Θρησκείας, Παιδείας, Πολιτισμού και Στρατιωτικών εξοπλισμών, πράγμα που επιμελώς μας αποκρύπτουν όλες οι πολιτικές Παρατάξεις.
Εάν, τελικά, οι σημερινοί άρχοντές μας έπαψαν να πιστεύουν ότι η Εκκλησία εκφράζει τον Σαρκωθέντα Αληθινό Θεό και ταυτίσθηκαν με την νοοτροπία και τις προοπτικές του αθέου κόσμου, κανείς δεν πρόκειται να τους εμποδίση.
Οφείλουν, όμως, να το ειπούν αντρίκια και ξεκάθαρα στους ψηφοφόρους τους, ώστε να εισπράξουν το μονοψήφιο ποσοστό, που τους αναλογεί, αφού είναι κοινό μυστικό ότι τα Κόμματα εξουσίας της πατρίδος μας εκλέγονται κατά απόλυτη πλειοψηφία από χριστιανούς. Αυτό απέδειξαν και τα 3.000.000 υπογραφών για την διατήρηση του θρησκεύματος στις ταυτότητες.
Σ’ αυτό το σημείο θα ήθελα να επαινέσω το Κ.Κ.Ε. για την ειλικρίνεια και την τιμιότητά του να διακηρύσση τα άθεα πιστεύματά του, με τίμημα μονοψήφιο ποσοστό στις εκλογές, παρά τις καλές Προτάσεις των Πολιτικών του Προγραμμάτων.
* * *
Τι συνέβη, όμως, και μετά τον Καποδίστρια χάθηκαν από το πολιτικό προσκήνιο της Πατρίδος μας οι ευσεβείς και ανιδιοτελείς άνδρες και επεκράτησαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα οι πολιτικοί εκείνοι που είχαν ελάχιστη και επιφανειακή σχέση με τη χριστιανική ζωή; Τι συνέβη και με ποιές τεράστιες ευθύνες ημών των Ποιμένων και ιδίως των Επισκόπων και Αρχιεπισκόπων, η πίστη του λαού μας χωρίσθηκε από την καθημερινή του ζωή, από την νομοθεσία του από το ήθος και τις αποφάσεις των αρχόντων του και των δικαστών του, από το περιεχόμενο της Παιδείας του, και έγινε μόνο ένα δίωρο Κυριακάτικο πρωϊνό διάλειμμα στην Εκκλησία, ένα διάλειμμα εντελώς άσχετο με την υπόλοιπη ζωή του;
Για τον αφανισμό ευσεβών πολιτικών προσωπικοτήτων με το πνεύμα του Κολοκοτρώνη, του Μακρυγιάννη, του Καποδίστρια και, γενικά, προσωπικοτήτων που εκραύγαζαν σε όλους τους τόνους ότι η θέση της Ελλάδος ως προς την Πίστη, την Παιδεία και το ήθος είναι κοντά στις ομόδοξες Χώρες, και ιδιαιτέρως κοντά στη Ρωσία, η απάντηση πρέπει να αναζητηθή στην λυσσώδη και μέχρι σήμερα επιτυχή προσπάθεια της Φραγκίας (που για τη συσκότισή μας κατ’ ευφημισμόν αποκαλείται Ευρώπη) να αλλοιώση το Ορθόδοξο ήθος του Γένους μας και να του επιβάλλη τον Φράγκικο τρόπο ζωής, με την εκφυλισμένη Προτεσταντική μορφή του. Με την εγκατάσταση του Προτεσταντικού Διευθυντηρίου, που αλλοίωσε το εκκλησιαστικό και πολιτικό ήθος του λαού μας.
Η Φράγκικη νοοτροπία δεν μπορούσε να αντέξη πολιτικούς που δεν θα λειτουργούσαν σαν πράκτορές της για τον αφανισμό της
Ορθοδοξίας, και πολύ περισσότερο δεν μπορούσε να ανεχθή πολιτικούς σαν τον μαρτυρικό Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος, πριν ασχοληθή με τα παντοειδή ερείπια της Πατρίδος μας έδωσε απόλυτη προτεραιότητα στην πνευματική και εκκλησιαστική ανύψωση κλήρου και λαού. Εσάλπιζε με θέρμη ότι πρέπει «το έθνος να είναι προσηλωμένον εις την Εκκλησίαν του» «και η μάθησις όλων κοινώς να είναι μια και η αυτή με την μάθησιν του Ιερατείου και να μην δύναται η μια να χωρίζηται ποτέ από την άλλην, ούτε κάν να διέχωσιν αναμεταξύ των».
Αυτά δεν άρεσαν στους αυτόκλητους Αφέντες της Δύσεως. Δεν ήθελαν σε καμμιά περίπτωση να εμψυχωθή ο λαός μας με την Πίστη του, γιατί τότε θα γινόταν ψυχικό λιοντάρι και δεν θα μπορούσαν να τον υποτάξουν στα σχέδια τους. Διάλεξαν, λοιπόν, τους πράκτορές τους, τους Πετρομπέηδες και τη συνοδεία τους και τους έδωσαν την εξουσία.
«Από τότε οι ξένοι έλαβαν τα μέτρα τους και έβαλαν τα δυνατά τους, ώστε ποτέ μέχρι σήμερα, σ’ ένα τόσο βαθύτατα θρησκευόμενο λαό, σαν τον Ελληνικό, να μην κυβερνήση άνθρωπος που να εκφράζη τον λαό αυτό στα βαθύτερα πιστεύω του.
Το γεγονός αυτό το παρατρέχουμε. Μας αφήνει ασυγκίνητους. Δεν διερωτώμεθα, γιατί οι παραμικρές, αλλοπρόσαλλες και πολλές φορές επικίνδυνες πολιτικές ομάδες κάνουν αισθητή την παρουσία τους και δημιουργούν την εντύπωση πως εκφράζουν ένα μεγάλο πλήθος, ενώ οι βαθύτατα θρησκευόμενοι, οι αγωνιστές, με τα στίγματα των πολέμων και του ηρωϊσμού τους στα σώματά τους έχουν καταθέσει τα πνευματικά όπλα και περιμένουν... και περιμένουν... «ιδείν το τέλος» της Ελλάδος;»3
Οι Μεγάλες ανθελληνικές Δυνάμεις ήθελαν να συνεχισθή και μετά την Τουρκοκρατία η ανήθικη αλλά αποτελεσματική γι’ αυτούς συμπεριφορά των Κοτζαμπάσηδων, αυτών των τρωκτικών της Πατρίδος μας, που μέχρι σήμερα επικρατούν. Μια συμπεριφορά με κυρίαρχο το ρουσφέτι, την αναξιοκρατία, τις αδικίες, τα μονοπώλια, τον διασυρμό της Πίστεως και την συμπαιγνία με ανάξιους κληρικούς και Επισκόπους, που τους έσπρωχναν στα υψηλά εκκλησιαστικά αξιώματα με δόλωμα τον πλουτισμό και με κύριο σκοπό την καταβαράθρωση του κύρους και της πνευματικότητος της Εκκλησίας, δηλαδή του Ορθοδόξου λαού μας.
Η νοοτροπία των Κοτζαμπάσηδων είναι μέχρι σήμερα η σπονδυλική στήλη κάθε κυβερνητικού Προγράμματος. Θέλετε αποδείξεις; Διερωτηθείτε: Γιατί μέχρι σήμερα, τον 21ο αιώνα, μετά από τόσα και τόσα πολιτικά προοδευτικά καυχήματα δεν αποφασίζουν οι πολιτικοί μας να αποδεσμεύσουν την λειτουργία των νευραλγικών θεσμών, όπως η Δημόσια Διοίκηση, η Δικαιοσύνη και ο Στρατός από την Κομματική και Κυβερνητική εξουσία; Διερωτηθείτε: Γιατί ενώ από τη μια μεριά προβάλλουν οι πολιτικοί μας την τάχα χριστιανοσύνη τους, από την άλλη μεριά κατεργάζονται συνεχώς τον αποχριστιανισμό του λαού μας; Διερωτηθείτε γιατί μετά την δολοφονία του Καποδίστρια δεν διορίσθηκε ούτε ένας υπουργός που να έχη πραγματική ευσέβεια, ώστε με το ήθος, την χριστιανική βιοτή του και τον ανύστακτο έλεγχό του να μην αφήνη περιθώρια δράσεως και αναπτύξεως στα τρωκτικά της πολιτικής;
Βεβαίως ακούμε τα τελευταία χρόνια πως κάποιοι πολιτικοί είναι ευσεβείς. «Καθημερινά διακηρύσσουν ότι είναι πιστοί άνθρωποι και κοντεύουν να πείσουν τον λαό ότι οι νόμοι τους και οι πρακτικές τους εναρμονίζονται απόλυτα με την χριστιανική πίστη! Ακόμη και τις διαστροφές και την ομοφυλοφιλία εργάζονται πυρετωδώς να εξαπλώσουν παντού, σαν να είναι άσχετη η προσωπική μας ζωή με την πίστη και το Ευαγγέλιο.» Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, αποδεικνύεται ότι είναι θεατρινίστικη η θρησκευτικότητά τους και εξαντλείται στο να πηγαίνουν κάποιες φορές το χρόνο στην Εκκλησία, ώστε να έχουν την ευχέρεια να διαπλέκωνται με εκκλησιαστικούς παράγοντες και Οργανισμούς, αυξάνοντας έτσι την προσωπική τους περιουσία!
Είναι προφητικά αλλά και ερμηνευτικά αυτών που ζούμε σήμερα τα λόγια του Καποδίστρια: «Δίδοντες σταθερώς εις όλους μας τους αγώνας την ευθείαν και ηθικήν διεύθυνσιν και οδηγίαν ταύτην, δεν θέλομεν ελλείψει από κανέν χρέος, όσα έχει ο καθ’ εις από ημάς προς την υπάρχουσαν τάξιν...και εκπληρούμεν πιστώς εν ταυτώ και τιμίως όλα τα χρέη εκείνα, όσα η Αγία ημών πίστις μας επιτάττει. Αυτή μας προτάσσει ν’ αγαπώμεν τον πλησίον ημών, μάλιστα δε τους συμπατριώτας μας. Την ημέραν εκείνην, καθ’ ην θέλομεν εκβή από την γραμμήν ταύτην, όταν δεχθώμεν διάφορον διδασκαλίαν, αι θυσίαι μας και αι δαπάναι θέλουσιν αυξήσει τάς συμφοράς της Πατρίδος μας. Τότε δεν θέλ’ είναι πλέον λόγος περί κοινής ευτυχίας, αλλ’ η φιλοδοξία και η ματαιότης κάποιων ανθρώπων θέλουσι κάμη μακροχρονιωτέραν της Πατρίδος μας την δουλείαν. Ελπίζομεν να φυλαχθώμεν από τοιούτον κίνδυνον μέγαν, καθότι αι ακολουθίαι των σφαλμάτων μας καταβαρύνουσι έτι και νυν επί τας κεφαλάς μας».4
Τούς πικρούς καρπούς της αποστασίας μας από τις αρχές των Πατέρων μας δρέπουμε σήμερα, και πρέπει, τουλάχιστον αυτήν την έσχατη ώρα, που τα πάντα, αφού σάπισαν, καταρρέουν, να επιστρέψουμε εκεί από όπου παρεκλίναμε.
Εδώ αρχίζουν οι ευθύνες των Ποιμένων της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως των Πατριαρχών και Αρχιεπισκόπων εκείνων, οι οποίοι, μετά τον Καποδίστρια, παρασύρθηκαν και έγιναν εκόντες άκοντες (ο Θεός οίδεν) συμπαίκτες των παραχαρακτών του έθνους πολιτικών.
Οι Ποιμένες έπρεπε να διακρίνουμε τον κίνδυνο της αυτονομημένης από την πίστη πολιτικής και να καταγγείλλουμε στον λαό όλους εκείνους, που, ξεκομμένοι από την Ορθόδοξη Παράδοση και Εκκλησιαστική βιοτή, επιχειρούν να τον κυβερνήσουν.
Έπρεπε προ πολλού να σαλπίσουμε urbi οt orbi, ότι για τον Ορθόδοξο χριστιανό η πνευματική ζωή και η πολιτική ταυτίζονται, γιατί δεν είναι δυνατόν να χωρισθή η πίστη μας από την καθημερινή μας ζωή, άλλως θα γίνουμε ή υποκριτές ή σχιζοφρενείς.
Έπρεπε να προειδοποιήσουμε τον λαό ότι η πολιτική μετά τον Καποδίστρια λειτουργεί πλέον στην χώρα μας, σαν ένα καρκινικό φαινόμενο, ξενόφερτο, συνέπεια των «χριστιανικών» μεταλλάξεων της Δύσεως, η οποία κατήντησε να μεταχειρίζεται το Ευαγγέλιο του Χριστού, όπως τα Καταστατικά των Σωματείων, τροποποιώντας το συνεχώς, σύμφωνα με τις εξουσιαστικές της επιδιώξεις και τις διαστροφές των ψηφοφόρων της.
Αυτού του είδους τον Χριστιανισμό, του «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», έχουν ενστερνισθεί οι περισσότεροι πολιτικοί μας, και αν κάποιοι από αυτούς διαφέρουν και διατηρούν την ευσέβεια, βαρύνονται διπλά για την ανοχή, αδιαφορία και τη μη αντίδρασή τους, και είναι «συνένοχοι και μέρος του μεγάλου καρκινώματος, που μαστίζει σήμερα την Ελληνική Κοινωνία».
Με αυτού του είδους τον Χριστιανισμό που έφεραν οι Βαυαροί στην Ελλάδα, τα πάντα επιτρέπονται στους πολιτικούς, αφού αυτοί πλέον ορίζουν τις αρμοδιότητες όχι μόνο του λαού αλλά και των Ποιμένων του.
Αυτοί ορίζουν στους Ποιμένες πότε θα μιλούν, που θα μιλούν και για ποια θέματα θα μιλούν. Η μέθοδος του «σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε» που εφαρμόζουν οι πολιτικοί προς τους Κληρικούς, έχει γίνει πια συνείδηση της κοινωνίας και κανόνας δεοντολογίας για τις σχέσεις Πολιτικών και Κλήρου. Η Εκκλησία αντιμετωπίζεται σαν μαθητριούλα που πρέπει να της επιβάλλουν οι κηδεμόνες της την διδακτέα ύλη!
Ακόμη και εμείς οι κληρικοί, από το πολύ πες-πες, διαμορφώσαμε την πεποίθηση ότι το λειτούργημά μας δεν έχει καμμιά σχέση με την πολιτική! Αρκετοί, μάλιστα, κληρικοί δεν ήλθαν σήμερα στο Συνέδριό μας επειδή, λέει, το θέμα δεν ταιριάζει σε κληρικούς! Ακούτε; Ακούτε που φθάσαμε;
Δεν ενδιαφέρει τους κληρικούς η πολιτική; Τι είναι, λοιπόν, η πολιτική και δεν μας ενδιαφέρει; Είναι χυδαία υπόθεση; Είναι υπόθεση του υποκόσμου; Είναι συνωμοτική και λωποδυτική δραστηριότητα; Είναι ένας άλλος τρόπος ζωής του ανθρώπου, πέρα από την καθημερινή του ζωή; Όχι βέβαια!
Αν ήταν η πολιτική μια ακάθαρτη δραστηριότητα, ασυμβίβαστη με την πνευματική ζωή, τότε πως αγίασε ο Μέγας Κωνσταντίνος; Πως ο λαϊκός Φώτιος, από διαπρεπής πολιτικός, με εξαιρετικές διπλωματικές επιδόσεις σε δύσκολες και περίπλοκες αποστολές, έγινε ο Μέγας Φώτιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Μέγας άγιος της Εκκλησίας μας;
Πολιτική, λοιπόν, είναι η καθημερινή μας ζωή, που, για κάθε συνειδητό πιστό χριστιανό, ταυτίζεται με την πνευματική του ζωή. Γιατί, αλλοίμονο, αν η πνευματική μας ζωή συρρικνωθή στις δύο Κυριακάτικες πρωϊνές ώρες της Θ. Λειτουργίας και όλη η υπόλοιπη ζωή μας δεν είναι πνευματική ζωή!
Αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε, γιατί μας έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η πολιτική είναι κάτι άλλο; Απλούστατα. Επειδή, όπως προείπαμε, η ζωή των πολιτικών μας μετά τον Καποδίστρια έχει ελάχιστη σχέση με τον χριστιανισμό και την πνευματική ζωή, είναι φυσικό αυτή η ζωή τους, όπως προβάλλεται στην Τηλεόραση, στη νομοθεσία, στην λειτουργία του Κράτους να μας φαίνεται κάτι ξένο, κάτι αλλοιώτικο από τη ζωή, που ζούμε εμείς, συνδεδεμένοι οργανικά με την Εκκλησία.
Οι πολιτικοί μας ζουν μια άλλη ζωή, άσχετη από την ζωή που ζούμε ως χριστιανοί. Έχουν επιλέξει ότι στη ζωή τους δεν έχουν προτεραιότητα οι Οδηγίες του Θεού, αλλά οι οδηγίες που παίρνουν από τα άθεα και ανερμάτιστα, τάχα πολιτισμένα κράτη! Γι’ αυτούς, πολιτισμένο κράτος είναι αυτό που έχει τα περισσότερα λεφτά και την πιο ξέφρενη και αχαλίνωτη ζωή. Τίποτε άλλο γι’ αυτούς δεν έχει αξία.
Εξορκίζουν τους Βαυαρούς που εγκατέστησαν ξενόφερτη βασιλεία στην Πατρίδα μας, αλλά χειροκροτούν με πάθος την Βαυαροπροτεσταντική μέθοδο βραχυκυκλώσεως της Εκκλησίας. Δεν τους αρέσει η βασιλεία, αλλά τους πάει “γάντι” η Προτεσταντική Πολιτειοκρατία, γιατί μόνο έτσι βάζουν τον κοσμικό άρχοντα αφεντικό της Εκκλησίας. Μόνο έτσι έχουν την ευχέρεια να επιβάλλουν τις οδηγίες του κόσμου, αθετώντας τις Οδηγίες του Θεού.
Αυτή η ασυμβατότητα μεταξύ λαού και πολιτικών ως προς τον τρόπο της ζωής τους είναι που μας έχει δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τελικά, ο πολιτικός δεν έχει καμμιά σχέση με τον άνθρωπο της Εκκλησίας.
Σε άλλα Κράτη, η ασυμβατότητα αυτή δεν γίνεται αισθητή, γιατί εκεί, η ζωή των πολιτικών ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με την ζωή των πολιτών. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο και στην Ελλάδα. Γιατί η Ελλάδα στην πλειοψηφία της κατοικείται από ανθρώπους ευσεβείς, που δίνουν και τη ζωή τους ακόμη προκειμένου να προασπίσουν όχι μόνο την πίστη τους, αλλά και ένα παραμικρό Ιερό Κειμήλιο.
Στην Πατρίδα μας συμβαίνει κάτι αντίθετο από τα ισχύοντα στον κόσμο. Και όμως! Από την αδράνεια και την ολιγωρία ημών των Κληρικών έχουν κατορθώσει οι 300 άνθρωποι του Κοινοβουλίου να παρουσιάζονται στην Κοινή γνώμη ως εκφραστές του Ελληνικού λαού.
Η «κακή φύτρα», η ξενόφερτη φύτρα των πολιτικών κατόρθωσε με νομότυπη βιαιότητα να πάρη την εξουσία στον αιματοβαμμένο τόπο μας και από τότε αναπαράγει πανομοιότυπους, και στα επίθετα πολλές φορές, διαδόχους.
Αυτή η αποχριστιανισμένη και αλειτούργητη πολιτική «φύτρα» κυριαρχεί στην επικαιρότητα, δεσπόζει στο προσκήνιο, επισύρει την προσοχή των Μ.Μ.Ε., εφ’ όσον τα Μέσα Ενημερώσεως υπηρετούν πάντοτε την εξουσία και το χρήμα, και δημιουργεί μια πλαστή μεν, αλλά πολύ πειστική εικόνα στον ευσεβή λαό μας, ότι η ελληνική κοινωνία έχει πλέον αλλάξει
Μιλούν στον λαό από τηλεοράσεως κάνοντάς του ανελέητη πλύση εγκεφάλου με το να του παρουσιάζουν τα πιο εξωφρενικά και διεστραμμένα πράγματα ως απολύτως φυσιολογικά και πολιτισμένα, προσπαθώντας να επιβάλλουν στους φιλήσυχους και σεμνούς ανθρώπους ενοχές πως είναι ρατσιστές, επειδή ...δεν είναι διεστραμμένοι!
Ο τηλεοπτικός βομβαρδισμός των ανθρώπων δεν έχει τέλος. Πότε με τάχα πλουραλιστικές συζητήσεις, στις οποίες πάντοτε φροντίζουν να δεσπόζη η διεστραμμένη αλήθεια, πότε με σήριαλ που διακωμωδούν το ήθος και την ακεραιότητα των ανθρώπων και διδάσκουν το ψέμα, την απιστία, την φτήνια και την «κατινιά», πότε με την διακωμώδηση της Ιεραρχίας και τον εξευτελισμό των κληρικών. Όλα αυτά τα επισφραγίζουν με τα τάχα πορίσματα της επιστήμης, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά προβολή και επιβολή των αυθαιρέτων προσωπικών τους αθεϊστικών πεποιθήσεων με επιστημονικούς όρους. Τρανό παράδειγμα αντιεπιστημονικότητος και ωμής αντιχριστιανικής προπαγάνδας το διαβόητο όπλο της σύγχρονης Ελληνικής πολιτικής, το NATIONAL GEOGRAFIC, μια καθαρά, δηλαδή, Γεωγραφική Υπηρεσία που την προβάλλουν διαρκώς γιατί, τάχα, αποδεικνύει μέσω όλων των επιστημών την απάτη του Χριστιανισμού, μέχρι του σημείου να αποφαίνεται ακόμη και για την απόλυτη γνησιότητα του βιβλίου του Ιούδα!
Μέσα σ’ αυτόν τον καταιγισμό της ψευτιάς και της Γκαιμπελικής προπαγάνδας ζώντες οι Νεοέλληνες, πιστέψαμε την Τηλεόραση. Πιστέψαμε την πλαστή πραγματικότητα και λουφάξαμε. Πέσαμε στην παγίδα του καλοστημένου πολιτικού παιχνιδιού, και πεισθήκαμε πως οι ευσεβείς χριστιανοί στον τόπο μας γίναμε μειοψηφία. Ξεχάσαμε ότι ο Αντίχριστος θα παίζη με τις εντυπώσεις και τις φαντασίες, πλανώντας τους ανθρώπους με εντυπωσιασμούς, και έτσι, πιστέψαμε για πραγματικότητα την εικονική πραγματικότητα της Τηλεοράσεως.
Και το ακόμη τραγικότερο! Άρχισε σιγά-σιγά και η δική μας ζωή να χαλάει! Αρχίσαμε και μεις ένας-ένας να πίνουμε το τρελλό νερό, και ο κατήφορός μας ήδη έχει πάρει μεγάλη επιτάχυνση. Ας σταθούμε, αδελφοί, ως εδώ. Ας πάψουμε να πιστεύουμε την πραγματικότητα, που θέλουν να μας επιβάλλουν. Δεν είμαστε «δύο ή τρεις, ούτε χίλιοι δεκατρείς». Είμαστε εκατομμύρια οι πιστοί. Το έθνος μας ακόμη είναι ευσεβές, παρά τις ανομίες του.
Δεν βλέπετε ότι οι πολιτικοί μας δεν τολμούν να κάνουν δημοψηφίσματα σε θέματα πίστεως και σε θέματα εθνικά; Φοβούνται τα δημοψηφίσματα, γιατί εκεί θα καταδειχθή περίτρανα ότι αυτοί οι 300 εκφράζουν μόνο τον εαυτό τους και τους κατά πνεύμα συγγενείς τους. «Το βόδι, αν ήξερε τη δύναμή του, δεν θα άφηνε να το ζέψουν»! Εμείς δεν είμαστε βόδια. Είμαστε θεόλεκτος λαός, «Χριστού Ποίμνιον, βασίλειον Ιεράτευμα, Έθνος Άγιον» και είναι πνευματική αυτοκτονία το να συνεχίσουμε να παραμένουμε, και μάλιστα με την ψήφο μας, υποδουλωμένοι στα «στοιχεία του κόσμου».
Αν αναλογισθούμε σοβαρά ότι προερχόμαστε από ένα λαό, που οι Αυτοκράτορές του, χωρίς να ψηφίζονται, δηλαδή χωρίς να ενδιαφέρονται για το πολιτικό τους κόστος, όχι απλώς ομολογούσαν πίστη στην Εκκλησία αλλά και αυτοαποκαλούντο δούλοι Της, και συγκρίνουμε με αυτούς, τους σημερινούς μας άρχοντες θα πρέπει να νοιώσουμε βαθειά ενοχή ενώπιον του Θεού, γιατί με τις ψήφους μας στηρίζουμε και διαιωνίζουμε το θεομάχο έργο τους!
Είναι αναγκαίο να θυμηθούμε τον όρκο που έδιναν οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες κατά τη στέψη τους. Ένα όρκο ίδιον και απαράλλακτον με τον όρκο της χειροτονίας των Επισκόπων:
«Έτι στέργω και ομολογώ και βεβαιώ τας αποστολικάς και θείας παραδόσεις, αλλά μην και τας διατάξεις και διατυπώσεις των Ζ΄ οικουμενικών Συνόδων και των κατά καιρούς τοπικών, έτι δε και τα προνόμια και έθιμα της αγιωτάτης μεγάλης του Θεού Εκκλησίας... Ωσαύτως υπισχνούμαι εμμένειν και διηνεκώς ευρίσκεσθαι πιστός και γνήσιος δούλος και υιός της αγίας Εκκλησίας· προς τούτοις είναι και δεφένσωρ (προασπιστής) και εκδικητής αυτής, και εις το υπήκοον ευμενής και φιλάνθρωπος κατά το εικός τε και πρέπον... και όσα απεβάλλοντο και ανεθεμάτισον οι άγιοι πατέρες αποβάλλομαι και αναθεματίζω και εγώ, και πιστεύω όλη μου γνώμη και ψυχή και καρδία τω προειρημένω αγίω Συμβόλω».5
Στην εποχή του Βυζαντίου, όπου είχε ήδη επικρατήσει το θέλημα του Θεού στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, παρ’ ότι δεν υπήρχε δυνατότητα ψήφου –αφού δεν υπήρχαν πολιτικά Κόμματα αλλά απόλυτη αυτοκρατορική εξουσία– οσάκις οι Αυτοκράτορες ή οι τοπικοί άρχοντες αυθαιρετούσαν, οι Χριστιανοί αντιδρούσαν έντονα με πρωτοστάτες τους Επισκόπους της Εκκλησίας, και μάλιστα όχι πάντοτε για θέματα πίστεως, αλλά πολλές φορές για θέματα που συνηθίσαμε στην εποχή μας να τα χαρακτηρίζουμε πολιτικά.
Ιδιαιτέρως ο Μ. Βασίλειος παρεμβαίνει πολύ συχνά στην ζωή της Επαρχίας του ακόμη και για θέματα φορολογικά, όπως φαίνεται από Επιστολή του προς τον Ύπαρχο Μόδεστο (αντίστοιχο αξίωμα του πρωθυπουργού).
Όποιος διαβάζει τις Επιστολές του προς τους διαφόρους άρχοντες διαπιστώνει ότι ο Μ. Βασίλειος σχεδόν συγκυβερνά, με την πνευματική του, βεβαίως, βαρύνουσα παρουσία, αλλά και αντιδρά σε Κρατικές Αποφάσεις, όπως στη διαίρεση της Καππαδοκίας σε δύο Επαρχίες, διαίρεση που είχε ως αποτέλεσμα να «γονατίση» οικονομικά η Καισάρεια.
Είναι, λοιπόν, ντροπή για μας σήμερα που ξέρουμε το πως αντιδρούσαν οι χριστιανοί σε περιόδους απολυταρχίας, και μάλιστα όταν δεν εθίγετο η πίστη τους και η Παιδεία τους από τις αποφάσεις των αρχόντων τους. Είναι ντροπή για μας, που έχουμε τη δυνατότητα με τα εκατομμύρια των ψήφων μας να ανεβάζουμε και να κατεβάζουμε κυβερνήσεις, να αδιαφορούμε, όταν εκθεμελιώνεται η πίστη μας, εκχυδαΐζεται η Παιδεία μας και εκφυλίζεται η κοινωνική ζωή της πατρίδος μας.
Χριστιανός θα ειπή άγρυπνος, όχι καρπαζοεισπράκτορας. Ο χριστιανός “δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του”, όταν νοθεύεται η πίστη του και το ήθος του με τη συμπεριφορά και τη νομοθεσία των αρχόντων του.
Πρέπει να ξυπνήση ο γίγας Ορθόδοξος λαός μας! Πρέπει να ξυπνήσουμε πρώτοι εμείς, οι Ποιμένες του και να επανασυνδέσουμε την πολιτική με την πνευματική ζωή. Γιατί η Ελλάδα, μετά την Μάλτα, είναι η δεύτερη χώρα στην Ε.Ε., που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη θρησκευτικότητά της, όπως παραδέχονται και οι σύγχρονες διεθνείς στατιστικές.
Πρέπει να πάψουμε εμείς, οι Ποιμένες του λαού του Θεού, να παίζουμε το παιχνίδι της πολιτικής εξουσίας που μας λέει, με ύφος εισαγγελέως, “η Εκκλησία δεν έχει λόγο στην πολιτική”(!), και εμείς να διπλωνώμαστε στα τέσσερα, γιατί έτσι, και ο λαός μένει απροστάτευτος και αυτοί αποθρασύνονται! «Τόσο δε, έχουν αποθρασυνθεί, ώστε δεν ντρέπονται να ομολογούν ευθέως ότι, επειδή η Εκκλησία επηρεάζει τον κόσμο, πρέπει να τηρή σιγή στα θέματα που χειρίζονται οι πολιτικοί! Τέτοια φοβία έχουν οι πολιτικοί! Τόσο πολύ σίγουροι είναι για τις απόψεις τους, ώστε πρέπει να φιμώσουν την Εκκλησία για να σταθούν στα πόδια τους! Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς πόσο σκοτεινά είναι τα σχέδιά τους για να μην αντέχουν ούτε μια μικρή ακτίνα Φωτός!
Όσο όμως και να κόπτονται «οι εχθροί του Σταυρού», αυτό ακριβώς είναι το έργο της Εκκλησίας! Να επηρεάζη τους ανθρώπους χωρίς ιδιοτέλεια και με ευθυκρισία, στην εφαρμογή του θελήματος του Θεού και όχι του θελήματος των ανθρώπων. Και, αλλοίμονο, αν αφήση το δικαίωμα και την υποχρέωσή της αυτή να χαθούν επειδή κάνει χαλάστρα στα σχέδια των πολιτικών και των δημοσιογράφων εκείνων, που δεν έχουν αφήσει τίποτε όρθιο στον αιματοβαμμένο τόπο μας τα τελευταία 180 χρόνια, από τον μαρτυρικό Καποδίστρια! Βεβαίως και θα επηρεάζη η Εκκλησία! Και μάλιστα στις μέρες μας θα επηρεάζη σε ηγετικό και υπερθετικό βαθμό, για να ισοσταθμίση τον βούρκο του επηρεασμού που υφίσταται καθημερινά ο δίσμοιρος λαός μας, και ...σε όποιον αρέση!»
Πρέπει να καταλάβουν όλοι πως η Εκκλησία είναι ο κλήρος και ο λαός του «ευσεβούς ημών Έθνους» και αν δεν θέλουν την Εκκλησία να έχη λόγο στην πολιτική, ας αναζητήσουν και αλλοεθνείς και αλλοθρήσκους ψηφοφόρους να τους ψηφίζουν.
Όσοι Έλληνες πιστεύουμε εις Χριστόν, πιστεύουμε όπως μας καθοδηγεί η Εκκλησία μας, και θέλουμε οι πολιτικοί μας να μας εκφράζουν, να είναι «σαρξ εκ της σαρκός μας». Να έχουμε κοινή πνευματική ζωή με αυτούς. Να τους συναναστρεφόμεθα, να γνωρίζουμε την προσωπική τους ζωή και κατόπιν να τους εκλέγουμε. Οι αληθινά χριστιανοί πολιτικοί πρέπει να πάψουν να πηγαίνουν χαμένοι, χωμένοι στα αζήτητα των μεγαθηρίων Κομμάτων. Πρέπει να φύγουν από τα Κόμματα, που κομματιάζουν την αλήθεια, που το κάθε ένα είναι και από μια εκδοχή, μια άποψη. Ένας νεροκουβαλητής του Παγκοσμίου χάους.
Οι χριστιανοί πολιτικοί δεν δημιουργούν Κόμμα, αλλά Παράταξη. Δεν έχουν θέση σε Κόμματα, γιατί αυτά κομματιάζουν την Αλήθεια. Στην Παράταξη των πιστών, παρατάσσονται εκείνοι που θέλουν ολόκληρη την Αλήθεια, εκείνοι που είναι μαθητές της Εκκλησίας και όχι διδάσκαλοί Της, εκείνοι που είναι αποφασισμένοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους ακόμη, για να μην μετακινηθούν στο ελάχιστο «τα αιώνια όρια, α έθεντο οι Πατέρες ημών». Είναι οι Μακαββαίοι Παίδες. Αυτό χρειάζεται σήμερα ο τόπος μας. Μόνο με μια Παράταξη πιστών ανθρώπων θα τεθή τελεία στα Κόμματα, κατά την προσφυά έκφραση μιας χριστιανής. Μόνο τότε, όταν αποσύρουν οι χριστιανοί πιστοί τις ψήφους τους, θα αποδειχθή περίτρανα ότι τα περίφημα Κόμματα εξουσίας έχουν μονοψήφια ποσοστά. Μόνο τότε θα τεθή τελεία στο κομμάτιασμα της πίστεώς μας.
Είναι γνωστή η ένσταση των πολιτικών ότι δεν μπορεί η Ελλάδα του 21ου αιώνα να έχη Θεοκρατία. Φρόντισαν, μάλιστα, να διαστρέψουν τον όρο “Θεοκρατία”, φορτίζοντάς τον με απολυταρχικές συμπεριφορές για να έχουν την ευχέρεια να μας παραπέμπουν στον Χομεϊνί. Όμως λησμόνησαν, ότι ο Χομεϊνί είχε και πολιτική και θρησκευτική εξουσία, κάτι που πρέπει να αναζητήσουν στην Παπική Εκκλησία, με την οποία, μάλιστα, έχουν και διπλωματικές σχέσεις χωρίς να ενοχλούνται καθόλου.
Οι Ορθόδοξοι Ποιμένες δεν επιζητούμε κοσμική εξουσία, αλλά ως Ποιμένες του Λαού του Θεού έχουμε την υποχρέωση και να πιστεύουμε και να κηρύττουμε στους πιστούς ότι στην καθημερινή μας ζωή πρέπει να άρχη ο Θεός και όχι ο Δήμος. Δεν θα μας ορίση την αλήθεια ο Δήμος, όσο Ευρωπαϊκός και αν είναι, αλλά ο Θεός. Ούτε τη νομοθεσία μας θα την ορίζη η διαστροφή του καθενός, αλλά μόνο ο Θεός, καθ’ ότι υπαρξιακή επιλογή μας είναι το «πειθαρχείν Θεώ μάλλον ή ανθρώποις».
Ως χριστιανοί δεν έχουμε αντίρρηση να υπάρχουν ρυθμίσεις αποκλειστικά για αλλοθρήσκους ή αθέους. Σε καμμιά περίπτωση, όμως, δεν μπορούμε να ανεχθούμε το μπέρδεμα της αλήθειας με το ψέμα. Όποιος θέλει να παραμείνη χριστιανός δεν θα έχη κανένα νομικό δικαίωμα στις ρυθμίσεις των αλλοθρήσκων και των αθέων. Κατ’ αναλογίαν αυτού που είχε ορίσει, όχι ο Ευρωπαίος αλλά ο Παγκόσμιος Καποδίστριας: «Όστις Γραικός προς γραικόν γράψει εις διάλεκτον αλλογενών, κηρύττεται αλλογενής»!
Σ’ αυτό τον τόπο είναι καιρός να καταλάβουμε όλοι ότι οι κουκουλοφόροι είναι παράνομοι. Και δεν εννοώ μόνο τα ταλαίπωρα παιδιά που βάζουν κουκούλες για να αναπαραστήσουν την υποκρισία της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά εννοώ κυρίως εκείνους που κρύβουν το πιστεύω τους γιατί αυτό ευνοεί τις σκοπιμότητές τους.
Όποιος δεν πιστεύει στον Θεό, να έχη το θάρρος να το ειπή καθαρά και τότε ας έχη τις δικές του νομοθετικές ρυθμίσεις. Όποιος όμως λέει ότι είναι χριστιανός και ακολουθεί τις ρυθμίσεις των αθέων, πρέπει να γνωρίζη ότι θέτει τον εαυτό του εκτός του ευσεβούς Έθνους μας! Αυτό ισχύει πρωτίστως για τους πολιτικούς.
Το αστείο της υποθέσεως είναι ότι, πίσω από την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων (έτσι λέγεται σήμερα η υποκρισία) κρύβουν οι πολιτικοί μας τις πραγματικές τους προθέσεις, που δεν είναι άλλες από το να κάνουν τις αντιχριστιανικές πεποιθήσεις τους νόμους του Κράτους χωρίς να φανή ότι είναι δικές τους πεποιθήσεις αλλά τάχα των άλλων κοινωνικών ομάδων, που πρέπει να προστατεύουν. Γράφει κάποιος βουλευτής της Κυβερνήσεως χαρακτηριστικά:
«Η αναγνώριση ειδικού ρόλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία παραβιάζει τα ατομικά δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών που δεν είναι Ορθόδοξοι χριστιανοί. Μάλιστα αυτό το επιχείρημα, που εδράζεται στη φιλελεύθερη φιλοσοφία το επικαλείται και η αριστερά στην κριτική της για τη σχέση Εκκλησίας–Πολιτείας». Ακούσατε; Η αναγνώριση ειδικού ρόλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία θίγει τους μη Ορθόδοξους!
Θα αποκηρύξουμε, δηλαδή, τη Μητέρα μας Εκκλησία, θα την περιθωριοποιήσουμε, γιατί τάχα θίγονται οι μη Ορθόδοξοι; Εμάς, άραγε, τους Ορθοδόξους δεν μας θίγει που οι άλλοι δεν είναι Ορθόδοξοι ή είναι άθεοι; Θα έρθουνε τα άγρια να διώξουνε τα ήμερα; Αν θίγονται κάποιοι από την Ορθοδοξία μας, ας πάνε κάπου αλλού. Δεν θα φύγουμε εμείς από το σπίτι μας ή θα κρυβόμαστε σαν κυνηγημένοι επειδή αυτοί δαιμονίζονται με την Ορθοδοξία!
Και, επί τέλους, εσείς κ. πολιτικοί τι είσθε; Οπωσδήποτε δεν είσθε χριστιανοί και μάλιστα Ορθόδοξοι, αφού ο Ορθόδοξος χριστιανός καλείται να απαρνηθή όχι μόνο την πολιτική της Ευρώπης, αλλά και τον εαυτό του ακόμη, για να είναι πιστός ακόλουθος του Χριστού!
Αν ήθελαν οι πολιτικοί μας να ακολουθήσουν την Αλήθεια, θα εφήρμοζαν την Ανεξιθρησκεία του Μ. Κωνσταντίνου και όχι την αθεΐα του Διοκλητιανού.
Με το τέχνασμα του δήθεν ουδέτερου Κυβερνήτη, εγκαθιστούν στο Κράτος αθεΐα, αφού σιγά-σιγά δεν θα αφήσουν να ακούγεται κιχ για τον Θεό. Μοιάζει με την πανουργία κάποιων γονέων, που δεν θέλουν να αποκαλυφθή η αθεΐα τους αλλά το «παίζουν» πολύ φιλελεύθεροι και δημοκράτες, ισχυριζόμενοι ότι «εμείς δεν λέμε στα παιδιά μας εναντίον του Θεού ή της Θρησκείας αλλά τα αφήνουμε να διαλέξουνε μόνα τους»! Ωστόσο τα αναγκάζουν να διαλέξουν την αθεΐα (τουλάχιστον όσο είναι μικρά), αφού κάθε Κυριακή πρωΐ όλη η οικογένεια κοιμάται “του καλού καιρού” και ούτε λέξη για τον Θεό και την Εκκλησία Του!
Πρέπει, επί τέλους, να καταλάβουν όλοι πως η αθρησκεία δεν είναι ουδετερότητα. Είναι θέση. Είναι επιλογή. Συνειδητή επιλογή της αθεΐας ως επικρατούσης πολιτικής του Κράτους!
Δεν μας φθάνουν, όμως, οι πολιτικοί, που στο κάτω-κάτω έχουν συμφέρον να φιμώσουν την Εκκλησία. Έχουμε και χριστιανούς αλλά και κληρικούς που ισχυρίζονται ότι η Εποπτεία των Ποιμένων στα πολιτικά πράγματα και οι παρεμβάσεις τους σ’ αυτά είναι εκκοσμίκευση της Εκκλησίας!
Όλοι αυτοί πρέπει να συλλαβίσουν από την αρχή το Ευαγγέλιο της πίστεώς μας και θα διαπιστώσουν ότι εκκοσμίκευση της Εκκλησίας δεν είναι η συναίσθηση της ευθύνης μας ότι, ως Ποιμένες θα δώσουμε λόγο που αφήσαμε τον εαυτό μας και τον λαό μας ακατήχητο, να πιστεύη πως η αντιχριστιανική πολιτική δεν επηρεάζει την ψυχή του.
Εκκοσμίκευση της Εκκλησίας είναι να αφήνουμε τους πιστούς μας εκτεθειμένους να «παραφέρονται ποικίλαις και ξέναις διδαχαίς», και ύστερα αυτοί, εκφυλισμένοι πια χριστιανοί, να μετατρέπουν την Εκκλησία σε κοσμικό σαλόνι, μεταφέροντας σ’ Αυτήν τη ζωή του κόσμου.
Εκκοσμίκευση της Εκκλησίας είναι να ευλογούμε εμείς οι κληρικοί ποδοσφαιριστές, μπασκετμπωλίστες και τραγουδίστριες της Eurovision, και εμείς οι ίδιοι να θεωρούμε βεβήλωση της Πίστεως το να προτρέψουμε και να ευλογήσουμε πνευματικά παιδιά της Εκκλησίας να αγωνισθούν στην Πολιτική, με τις προδιαγραφές των ευσεβών Αρχόντων του Έθνους μας!
Εκκοσμίκευση της Εκκλησίας είναι να αφήνουμε δραστηριότητες πνευματικές, όπως είναι η Πολιτική να παίρνουν αμοραλιστικό χαρακτήρα, αδιαφορώντας για τις βλαπτικές επιπτώσεις αυτού του είδους της Πολιτικής στο ήθος και στις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Εκκοσμίκευση δεν είναι το να επανακτήση η Εκκλησία τον ηγετικό Της ρόλο στην καθοδήγηση του λαού μας, αλλά είναι εκκοσμίκευσή Της το να γίνονται οι εκκλησιαστικοί άνδρες μιμητές των πολιτικών, στο ήθος, στο ύφος, στις πρακτικές και στις δραστηριότητες.
Εκκοσμίκευση της Εκκλησίας είναι όταν οι λειτουργοί Της επιδίδονται σε παιχνίδια εξουσίας, κάνοντας επίδειξη δυνάμεως στους πολιτικούς, χωρίς να έχουν αληθινό ενδιαφέρον για την προάσπιση της πνευματικότητος των ανθρώπων, όπως έγινε με τη συλλογή υπογραφών για τη διατήρηση του θρησκεύματος στις ταυτότητες, όπου, αντί να αξιοποιηθή ο σεισμός που προκάλεσε ο ευσεβής λαός μας με τα τρία εκατομμύρια των υπογραφών του, ώστε να γκρεμισθή μια Κυβέρνηση που ντρέπεται για το θρήσκευμά της, τελικά, αυξήθηκε το θράσος και της επομένης Κυβερνήσεως, για να συνεχίση με ακόμη σκληρότερα πλήγματα να κομματιάζη το Σώμα του Χριστού.
* * *
Θέλω να μην αφήσω ανεξόφλητη την οφειλή μου προς εκείνους που με κατηγόρησαν ότι δεν παρέθεσα Πατερικά και άλλα κείμενα στα δημοσιευθέντα περί πολιτικής άρθρα μου, ώστε να στηρίξω τις, κατ’ αυτούς, αστήρικτες τοποθετήσεις μου.
Βεβαίως, είναι αλήθεια ότι δεν παρέθεσα Πατερικά κείμενα που να αναλύουν το θέμα Εκκλησία και Πολιτική, όπως το συζητούμε σήμερα, γιατί, απλούστατα, στην εποχή των αγίων Πατέρων μας δεν υπήρχαν κόμματα και εκλογές, ώστε να μπορούν οι χριστιανοί να επιλέξουν τους πλέον πιστούς και ευλαβείς ανθρώπους για άρχοντες, αν και στα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ουδέποτε απειλήθηκε η Παιδεία και το ήθος του Γένους μας, παρά τις όποιες ανομίες των Αρχόντων, όπως εκφυλιστικά απειλείται σήμερα.
Και επί πλέον, γνωρίζουμε όλοι από την Θεολογία μας ότι η Εκκλησία αναλύει λεπτομερώς κάποιο από τα πιστεύματά Της, μόνο όταν αυτό διαστρέφεται και υπάρχει κίνδυνος να επέλθη σύγχυση και να αλλοιωθή η ζωή των πιστών.
Μέχρι και την εποχή του αγίου Νεκταρίου, δεν είχε κανείς τολμήσει να αμφισβητήση ανοικτά ότι η Εκκλησία είναι η Πνευματική Μητέρα όλων των χριστιανών και βεβαίως και των Αρχόντων, όσο ψηλά και αν βρίσκονται.
Κανείς δεν είχε ποτέ αμφισβητήσει το ότι η καθημερινή ζωή του χριστιανού ταυτίζεται με την πνευματική του ζωή και ότι, άρα, πρέπει να ταυτίζεται με αυτήν και η Πολιτική, εκτός αν η Πολιτική δεν έχει καμμιά σχέση με τη ζωή των ανθρώπων! Ούτε είχε κανείς εξαιρέσει την Πολιτική από την προσταγή του αγίου αποστόλου Παύλου προς τους Χριστιανούς να «προϊστανται καλών έργων οι πεπιστευκότες τω Θεώ». Από τότε που η Πολιτική έπαυσε να είναι «καλόν έργον», επειδή αυτοί που την ασκούν δεν είναι «πεπιστευκότες τω Θεώ», έχει πλέον σημάνει η ώρα της Θεολογίας, για να βάλη τα πράγματα στη θέση τους.
Ωστόσο, δεν θα αφήσω παραπονεμένους τους επικριτές μου. Θα παραθέσω κείμενα, που προέρχονται από δύο καυχήματα της Εκκλησίας, πρόσωπα κοινής αποδοχής, και το ένα από αυτά και ευρύτατα αναγνωρισμένης αγιότητος.
Σας διαβάζω πρώτα δύο μικρά αποσπάσματα από κείμενα του ενός, που γράφτηκαν το 1896: «Να παύση η συστηματική περιφρόνησις της θρησκείας εκ μέρους πολιτικών ανδρών, επιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων και άλλων. Η λεγομένη ανωτέρα τάξις να συμμορφωθή με τα έθιμα της χώρας, αν θέλη να εγκλιματισθή εδώ. Να γίνη προστάτις των πατρίων και όχι διώκτρια. Να ασπασθή και να εγκολπωθή τας εθνικάς παραδόσεις. Να μη περιφρονή αναφανδόν ό,τι παλαιόν, ό,τι εγχώριον, ό,τι ελληνικόν. Να καταπολεμηθή ο ξενισμός, ο πιθηκισμός, ο φραγκισμός... Να μη χάσκωμεν προς τα ξένα»... «Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους;... άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείται, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά. Άμυνα περί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η προληψις της χρεωκοπίας. Τις ημύνθη περί πάτρης; Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος»!6
Αυτά είναι λόγια-φωτιά, του κοσμοκαλόγερου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Λόγια “σήματα κινδύνου”, ήδη από το 1896, το έτος των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων!
Και τώρα, ας ενωτισθούμε και το σύγχρονο κείμενο:
«Παλιά, αν ένας ευλαβής ασχολείτο με την κατάσταση στον κόσμο δεν πρέπει να ήταν καλά^ ήταν για κλείσιμο στον Πύργο. Σήμερα αντίθετα, αν ένας ευλαβής δεν ενδιαφέρεται και δεν πονάη για την κατάσταση που επικρατεί στον κόσμο, είναι για κλείσιμο στον Πύργο. Γιατί τότε αυτοί που κυβερνούσαν είχαν Θεό μέσα τους, ενώ σήμερα πολλοί απ’ αυτούς που κυβερνούν δεν πιστεύουν. Είναι πολλοί τώρα εκείνοι που επιδιώκουν να τα διαλύσουν όλα, οικογένεια, νεολαία, Εκκλησία.
Το να ενδιαφέρεται κανείς τώρα και να ανησυχή για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το έθνος μας είναι ομολογία, γιατί η Πολιτεία τα βάζει με τον θείο νόμο. Ψηφίζει νόμους ενάντιους στον νόμο του Θεού.
Είναι και μερικοί αδιάφοροι που ούτε στον θεσμό της Εκκλησίας πιστεύουν ούτε έθνος παραδέχονται και, για να έχουν το χουζούρι τους, λένε «ο Απόστολος Παύλος λέει να μην ενδιαφέρεσαι για τα πράγματα του κόσμου», και έτσι αδιαφορούν! Αλλά ο Απόστολος Παύλος άλλο εννοούσε. Τότε τα ειδωλολατρικά έθνη είχαν εξουσία. Μερικοί ξέκοψαν από το κράτος και πίστεψαν στον Χριστό. Έλεγε λοιπόν ο Απόστολος Παύλος σ’ αυτούς «εσείς μην ασχολήσθε με τα πράγματα του κόσμου», για να ξεχωρίζουν από τον κόσμο, γιατί όλος ο κόσμος ήταν ειδωλολατρικός. Από την στιγμή όμως που ανέλαβε την εξουσία ο Μέγας Κωνσταντίνος και επικράτησε ο Χριστιανισμός, δημιουργήθηκε σιγά-σιγά η μεγάλη χριστιανική παράδοση με τις Εκκλησίες, τα μοναστήρια, την τέχνη, το τυπικό της λατρείας κλπ. Έχουμε λοιπόν ευθύνη να τα διατηρήσουμε όλα αυτά και να μην αφήσουμε τους εχθρούς της Εκκλησίας να τα διαλύσουν. Έχω ακούσει και Πνευματικούς να λένε: « Εσείς μην ασχολήσθε μ’ αυτά»! Αν είχαν μεγάλη αγιότητα και έφθαναν με την προσευχή σε τέτοια κατάσταση, που να μην τους ενδιαφέρη τίποτε, να τους φιλούσα και τα πόδια. Αλλά τώρα αδιαφορούν, γιατί θέλουν να τα έχουν καλά με όλους και να καλοπερνούν.
Η αδιαφορία δεν επιτρέπεται ούτε στους κοσμικούς, πόσο μάλλον στους πνευματικούς ανθρώπους. Ένας άνθρωπος τίμιος, πνευματικός, δεν πρέπει να κάνη τίποτε με αδιαφορία. « Επικατάρατος ο ποιών τα έργα του Κυρίου αμελώς», λέει ο Προφήτης Ιερεμίας».7
Πρόκειται για κείμενο του αγίου Γέροντος π. Παϊσίου του Αγιορείτου, το οποίο σε λίγες γραμμές τα λέει όλα και γι’ αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να χρησιμοποιηθή ως δελτίο Τύπου του Συνεδρίου μας.
Γνωρίζω ότι έγινα βαρύς και δυσάρεστος για πολλές από τις διαπιστώσεις και διατυπώσεις μου. Δεν μετανιώνω γι’ αυτά που είπα, γιατί όλα αυτά με πονούν και ήθελα να συμπονέσετε. Αν κάποιος θίγεται από τις αλήθειες που εξέθεσα, ας πάψη να συμπορεύεται με το ψέμα. Αν, όμως, εθίγη από τις λέξεις που χρησιμοποίησα, παρακαλώ να με συγχωρήση. Πρόθεσή μου δεν ήταν να αντιδικήσω με κανένα, αλλά να σαλπίσω, με όση δύναμη έχω, πως η ζωή του τόπου μας πρέπει και πάλι να γίνει εργαστήριο αγιότητος.
* * *
Κλείνοντας την Εισήγησή μου θέλω να αφαιρέσω την απαισιοδοξία του ποιητή, που απελπίζεται στη σκέψη πως «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή».
Για μας τους Ορθοδόξους Χριστιανούς δεν χρειάζεται να γυρίση ο Ήλιος αλλά να επιστραφούμε εμείς, που του γυρίσαμε την πλάτη. Ο Ήλιος της Δικαιοσύνης, ο Θεός μας, μας καλεί να δώσουμε στον εαυτό μας και στα παιδιά μας τα ιδανικά των Πατέρων μας.
Τα Κατηχητικά μας να γίνουν Κατηχητήρια στις Παραδόσεις και στην Ιστορία του Γένους μας και όχι να συναγωνίζονται τις ανώφελες κοσμικές δραστηριότητες. Τα παιδιά μας χρειάζονται Όραμα και όχι Spiderman. Είναι έτοιμα να πέσουν στη φωτιά για την Αλήθεια!
Οι Πνευματικοί να ωθήσουν τα πνευματικά τέκνα τους να ασχοληθούν με τα Κοινά. Αυτό, όχι μόνο δεν είναι αμαρτία, αλλά στις μέρες μας είναι Ιεραποστολή! Γι’ αυτό δεν πρέπει όσοι ασχοληθούν με το έργο αυτό να είναι αυτόκλητοι αλλά να κληθούν. Μόνο έτσι θα υπάρξη σωτήριο αποτέλεσμα. Μόνο έτσι θα αποτραπή ο μεθοδικά σχεδιαζόμενος ολοκληρωτικός χωρισμός της Πολιτικής από την Εκκλησία, που ανοίγει τον δρόμο στους εχθρούς του Σταυρού να χωρίσουν την Εκκλησία από την Πολιτεία.
Θα είμαστε αιώνια υπόλογοι έναντι του Θεού, αν επιτρέψουμε σαν άλλοι κάτοικοι των Γεργεσηνών να εκδιωχθή ο Χριστός από τη Χώρα μας και θα είναι σάπια τα χέρια των κληρικών και των πολιτικών εκείνων που θα τολμήσουν να συγκατατεθούν και να υπογράψουν αυτήν την βλασφημία!
Είναι η ώρα να κριθούμε όλοι. Να μετρηθούμε, να ζυγισθούμε και να μην βρεθούμε ελλειπείς.
Δεν χρειάζεται τόσο η πολλή δουλειά, όσο η παλληκαρίσια χριστιανική καρδιά! Δεν χρειάζεται τόσο η πολλή δουλειά, όσο το να πάψουμε, επί τέλους, να παραμένουμε υποδουλωμένοι και να ψηφίζουμε τη δουλεία!
Πρωτοπρ. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
“ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ”
Οκτωμβριος 2008 - Τεύχος 76
1. Βολουδάκη Βασιλείου Πρωτ., Ο Ρόλος και ο λόγος, περιοδ. «Ενοριακή Ευλογία»,
τεύχος 70-71
2. Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία ΙΕ΄ Εις την Β΄ Προς Κορινθίους.
3. Βολουδάκη Βασιλείου Πρωτ., Η πνευματική μας ευθύνη για το κατάντημα της
Πατρίδος μας, περιοδ. «Ενοριακή Ευλογία», τεύχος 72-74, σελ. 111
4. Ιωάννου Καποδιστρίου, Σκέψεις περί του πως ήθελε βελτιωθή των Γραικών η
Στάσις
5. Κωδινού Κουροπαλάτου, Περί των οφφικιαλίων του παλατίου Κωνσταντινου-
πόλεως και των οφφικίων της Μ. Εκκλησίας, Bonn 1839, σελ.86 εξ.
6. Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, εκδ. Ν. Τριανταφυλλοπούλου, τω. Ε΄ .
7. Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου.
Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010
ΑΝΤΙΣΥΝΟΔΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ (Δ΄ ΜΕΡΟΣ)
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΑΙ ΑΝΤΙΣΥΝΟΔΟΙ
α) Παπικαί αντισύνοδοι
Η ΕΝ ΤΡΙΔΕΝΤΩ ΠΑΠΙΚΗ «ΣΥΝΟΔΟΣ»
Καινοτομία της συνόδου υπήρξεν και το ότι «η διαπραγμάτευσις και λύσις των ζητημάτων εγίνετο ιδιαιτέρως υπό επιτρόπων, όπου ελαμβάνοντο υπ΄όψιν αι γνώμαι ολοκλήρων επιτελείων θεολόγων» (Β.Κ. Στεφανίδου, ενθ΄ ανωτ. σ. 610). Τοιουτοτρόπως η σύνοδος διεσπάσθη εις πολλάς υποσυνόδους, όπου επεκράτει η λογικοκρατική επιστημονική διερεύνησις. Η θεία Αποκάλυψις αντικατεστάθη διά του ανθρωπίνου λόγου, όστις αποτελεί την βάσιν της, ως γνωστόν, ορθολογιστικής θεολογίας του Παπισμού (Σ.Σ. Μπιλάλη, ενθ΄ ανωτ. τόμ. Β΄, σελ. 94 - 106).
Η Α΄ σύνοδος του Βατικανού ανήγαγε το πρωτείον και το αλάθητον του Πάπα εις δόγματα του Παπισμού. Συμφώνως πρός τα κακόδοξα ταύτα δόγματα, η Εκκλησία ταυτίζεται πρός τον Πάπαν, ο δε Πάπας μάλλον υπέρκειται ταύτης, ως η επίγειος κεφαλή της (Β.Κ. Στεφανίδου, ενθ. ανωτ. σ. 653). Ο Παπισμός «έχει ένα και μόνον αυθεντικόν διδάσκαλον της πίστεως, τον Πάπαν Ρὠμης» (Σ.Σ. Μπιλάλη, ενθ. ανωτ. σ. 281-282). «Ο Πάπας αποτελεί μόνο αυτός το στόμα και το όργανον του αλαθήτου της Εκκλησίας και κατά τούτο εκμηδενίζει την Οικουμενικήν Σύνοδον». Ο Παπισμός έχει θεολογίαν κατευθυνόμενην υπό του Πάπα και μή βασιζόμενην εις τους αγίους Πατέρας της Εκκλησίας (Σ.Σ. Μπιλάλη, ενθ. ανωτ. σελ. 282). πατέρες, Απόστολοι, Παράδοσις, Εκκλησία, αλλά και Αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός αντικατεστάθησαν εν τω Παπισμώ υπό ενός θνητού, του εωσφορικώς επαιρομένου Πάπα.
Απο της εν Τριδέντω συνόδου, μάλιστα δέ απο της παρούσης Α΄ συνόδου του Βατικανού, ο Παπισμός κατ΄ ουσίαν δεν έχει συνόδους, έστω και αιρετικάς. Αι σύνοδοι της Παπωσύνης μετεβλήθησαν εις συλλογικά διοικητικά μέσα τύπου εν πάσι κατευθυνομένων συνεδρίων, διά των οποίων ο Πάπας προβάλλει ανά τον κόσμον επισήμως τάς αποφάσεις του. Αι σύνοδοι του Πάπα αποτελούν το ισχυρότερον αυτού όπλο κατά των αντιπάλων του, μάλιστα των προτεσταντών. Δι΄ αυτού, ισχυροποιεί την ενιαίαν παποκαισαρικήν αυτού αρχήν, καθιερώνει ωρισμένην παπικήν διδαχήν, συνάγει τους παπικούς εις έν ωργανωμένον θρησκευτικοπολιτικόν σύστημα, και αποκρούει τον διαλυτικόν Προτεσταντισμόν.
Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010
ΑΙ ΕΣΦΑΛΜΕΝΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΚΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΔΙΑ ΤΟ ΠΡΩΤΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΠΑ (1ον ΜΕΡΟΣ)
Ὑπό τοῦ κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς τοῦ Α.Π.Θ
Ἀπό τῆς 17ης ἕως καί τῆς 29ης Σεπτεμβρίου διεξάγεται εἰς τήν Βιέννην ὁ θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν διά τό Παπικόν Πρωτεῖον.
Κατά τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ διαλόγου τηρεῖται ἔνοχος σιωπή ὑπό τῶν Ὀρθοδόξων διά τήν πορείαν τοῦ Διαλόγου. Ἡ προηγουμένη διάσκεψις εἶχε γίνει εἰς τήν Κύπρον, ἀλλά δέν ἐλήφθησαν ἀποφάσεις, ἐξαἰτίας τῶν δυναμικῶν ἀντιδράσεων τοῦ πιστοῦ λαοῦ, τοῦ ἐντίμου κλήρου καί τῶν θεολόγων τῆς Πανεπιστημιακῆς ἐκπαιδεύσεως. Σημαντικώτατον ὅμως ρόλον εἰς τήν ματαίωσιν τῶν ἀποφάσεων εἶχεν ἡ δυναμική τῆς «Ὁμολογίας Πίστεως», ἡ ὁποία κατετρόμαξε καί τούς πλέον προωθημένους Οἰκουμενιστάς ὡς καί τόν Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον ὑπεχρεώθη νά ἀπολογηθῆ δημοσίως, ἐνῶ φιλοπαπικοί Ἱεράρχαι ὑπεχρεώθησαν εἰς δηλώσεις συμφώνως πρός τάς ὁποίας δέν θά προδώσουν τά δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἀφορμήν τόν νέον κύκλον διαβουλεύσεων μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν εἰς τήν Βιέννην παραθέτομεν τήν εἰσήγησιν, τήν ὁποίαν ἔκαμνε εἰς τό πρόσφατον ἀντιπαπικόν συνέδριον τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς ὁ καθηγητής τῆς δογματικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Δημ. Τσελεγγίδης. Εἰς αὐτήν ἀναπτύσσει τάς ἐσφαλμένας θεολογικάς προϋποθέσεις τοῦ Παπικοῦ Πρωτείου καί ὑπογραμμίζει ὅτι δογματικῶς «δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται οὔτε οὐσιαστικά, οὔτε τυπικά ἑνότης» μετά τῶν Παπικῶν.
Ἡ εἰσήγησις
Η ΕΝΟΤΗΤΑ τῆς Ἐκκλησίας σέ ὅλες τίς ἐκδοχές της -θεσμικές ἤ χαρισματικές- ἔχει σαφῶς ἁγιοπνευματική βάση. Παρέχεται μυστηριακῶς, συντηρεῖται ὅμως, καλλιεργεῖται καί ἐκφαίνεται κατεξοχήν εὐχαριστιακῶς.
Καταρχήν, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητά της, προκύπτει ἀπό τήν ἴδια τήν ὀντολογία της καί ἐκφράζει ἰδιαιτέρως τήν αὐτοσυνειδησία της, ἡ ὁποία διατυπώθηκε ἱστορικά κατά τόν πλέον ἐπίσημο καί ἀδιαμφισβήτητο τρόπο στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (381), ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε καί τό Σύμβολο Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας.
Στό ἑξῆς, ὁμολογοῦμε διά τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως μέ κάθε ἐπισημότητα, ὅτι πιστεύουμε «εἰς
μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες.
Ἀπό τήν διατύπωση τοῦ Συμβόλου προκύπτει ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Καί πραγματικά, στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ' αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή.
Παρά ταῦτα, ἡ ἑνότητα παραμένει γιά τά συγκεκριμένα καί ἐπώνυμα μέλη τῆς Ἐκκλησίας κάθε ἐποχῆς καί ζητούμενο βιωματικό. Ὡς βιωματικό ζητούμενο ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν της ἀποτελεῖ τό προσωπικό ἄθλημα τῆς συνεργίας τους γιά τή δόκιμη παραμονή καί τήν σίγουρη καρποφορία στό ζωντανό καί ζωοποιό, θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἐν πάσῃ αἰσθήσει ἑνότητα μέ τό Χριστό καί δι' αὐτοῦ μέ τόν ὅλο Τριαδικό Θεό, ἀλλά καί μεταξύ μας, ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι ὁ σκοπός τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ γιά μᾶς, ὥστε νά γίνουμε ὄχι μόνον ἕνα σῶμα μέ τό Χριστό, ἀλλά καί ἕνα Πνεῦμα μέ τόν Τριαδικό Θεό (Βλ. Ἐφ. 4, 4-5) «ἕν σῶμα καί ἕν Πνεῦμα, καθώς καί ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ἡμῶν· εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα». Αὐτό ἐκφράστηκε ἀπερίφραστα στήν Ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Χριστοῦ, πού θά ἐξηγήσουμε στή συνέχεια τῆς Εἰσηγήσεώς μας.
Συγκεκριμένα, ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὑφίσταται καί ἐκφαίνεται θεσμικῶς στήν πίστη, τή λατρεία καί τή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας. Σέ κάθε περίπτωση ἡ παραπάνω τριπλῆ ἑνότητα θεμελιώνεται καί ἀντλεῖται ἀπό τό τρισσό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ: τό προφητικό, τό ἀρχιερατικό καί τό βασιλικό. Κατά συνέπεια, οἱ τρεῖς ἐκφάνσεις τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας θά πρέπει νά θεωροῦνται ὡς ἀλληλοεξαρτώμενες καί ἀδιάσπαστες συντεταγμένες τῆς μίας καί πλήρους ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καθεαυτήν, τόσο σέ θεσμικό ὅσο καί σέ βιωματικό-χαρισματικό ἐπίπεδο, χωρίς τήν ὀντολογικοῦ χαρακτήρα διάκριση ἀνάμεσα στήν ἄκτιστη οὐσία καί τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, παραμένει στήν πράξη οὐσιαστικά ἀκατανόητη, ἀλλά καί θεολογικά ἀτεκμηρίωτη. Ἡ παραπάνω διάκριση, ἀποτέλεσμα τοῦ χαρισματικοῦ καί ἐμπειρικοῦ χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας, ἀποτελεῖ τό πνευματικό «κλειδί» κατανοήσεως τοῦ χαρακτήρα τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι' αὐτό καί ἡ διάκριση αὐτή θά προϋποτίθεται ὁπωσδήποτε σ' ὅλη τήν πραγμάτευση τοῦ θέματός μας, θά τό διαπερνᾶ ἀξονικά καί θά διέπει νοηματικά τά ἐπιμέρους λεγόμενά μας.
Α' Η ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ
Η ΕΝΟΤΗΤΑ τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἤδη ὑπαινιχθήκαμε, δέν ἀποτελεῖ μιά αὐτονομημένη καί ἀφηρημένη δογματική ἀλήθεια ἀνεξάρτητη ἀπό τή ζωή της, ἀλλά ἐκφράζει τήν αὐτοσυνειδησία
καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία της. Τό μυστηριακό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ Ἐκκλησία, γίνεται ὁ χαρισματικός χῶρος, ὅπου συγκροτεῖται, βιώνεται καί φανερώνεται ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ὡς εἰκόνα τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ἀποτελεῖ καρπό τῆς μεθέξεώς τους στήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί συνιστᾶ ἔκφραση ζωῆς τῆς ΜΙΑΣ καί πάντοτε ἑνιαίας Ἐκκλησίας, ὡς ἀδιάσπαστης ἑνότητας καί τελείας κοινωνίας προσώπων. Κατά συνέπεια, οἱ θεολογικές-ὀντολογικές προϋποθέσεις γιά τήν ἀναφορά τῶν πιστῶν στήν Τριαδική ἑνότητα βρίσκονται στήν ἵδρυση καί σύσταση τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος τοῦ Χριστοῦ, στό ὁποῖο ἁρμόζονται οἱ πιστοί ὡς ὀργανικά μέλη του.
Οἱ πιστοί ὡς κατοικητήριο τῶν θείων προσώπων, χαρισματικῶς, καλοῦνται νά ζοῦν κατά τό πρότυπο τῆς Τριαδικῆς ἑνότητας καί νά ἐκφράζουν μέ τόν τρόπο αὐτό τήν κοινωνία καί μετοχή τους στή ζωή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἄλλωστε, κατά τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἡ πραγμάτωση τῆς ἑνότητας τῶν πιστῶν κατά τό πρότυπο τῆς ἑνότητας τῶν θείων προσώπων ἀποτελεῖ καί τή μαρτυρία τους στόν κόσμο: «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν, καθώς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοί κἀγώ ἐν σοί, ἵνα καί αὐτοί ἐν ἡμῖν ἕν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας» (Ἰω. 17,21).
Στήν παραπάνω Ἀρχιερατική προσευχή ὁ Χριστός, κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ζητεῖ ἀπό τόν Πατέρα του τήν ἑνότητα τῶν πιστῶν κατά τό ὑπόδειγμα τῆς δικῆς τους ἑνότητας. Βέβαια, ἐδῶ ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν δέν ἀναφέρεται στή φύση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, γιατί «μόνῃ τῇ φύσει πάντα μακράν ἐστιν αὐτοῦ» (Κατά Ἀρειανῶν 3,26, ΒΕΠ 30, σ. 269). Ἡ ἑνότητα τῶν πιστῶν ὡς μελῶν τῆς μίας καί μοναδικῆς Ἐκκλησίας θεμελιώνεται ὄχι στή φύση ἀλλά στήν ἄκτιστη θεοποιό ἐνέργεια καί δόξα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Εἶναι πέραν πάσης ἀμφιβολίας ἡ τεκμηρίωση τῆς θέσεως αὐτῆς, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἡ ὑποστατική Ἀλήθεια, στήν ἄμεση συνέχεια τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, τό διατυπώνει ἀπερίφραστα:
«Κἀγώ τήν δόξαν ἥν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, ἵνα γινώσκει ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καί ἠγάπησας αὐτούς καθώς ἐμέ ἠγάπησας» (Ἰω. 17, 22-23). Στό χωρίο αὐτό βρίσκεται συμπυκνωμένα τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς ἁγιοπνευματικῆς βάσεως τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας . Ἐκεῖνο πού ἑνοποιεῖ τούς πιστούς στήν Ἐκκλησία, ἤ ἐκεῖνο πού κάνει τήν Ἐκκλησία ἕνα καί ἀδιάσπαστο, ὀργανικό, θεανθρώπινο σῶμα, εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἄκτιστη θεοποιός δόξα καί Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἄκτιστη αὐτή θεότητα, πού συνέχει καί τελειοποιεῖ τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, οἰκειώνεται χαρισματικά καί παραμένει ἐσαεί λειτουργικά στήν Ἐκκλησία, μυστηριακῶς, χάριν τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι καί ἡ κεφαλή τοῦ ἑνός θεανθρωπίνου σώματος τῆς Ἐκκλησίας (βλ. Ἐφ. 1, 22-23). Στό σῶμα αὐτό πραγματώνεται ὀντολογικῶς καί χαρισματικῶς τό «ἐγώ ἐν αὐτοῖς» τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας
Κατά συνέπεια, ὁ ἀναγκαῖος ὅρος τῆς ἑνότητάς μας μέ τόν Τριαδικό Θεό ἐν Χριστῷ εἶναι ἡ χαρισματική παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας ἐνεργῶς. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἑνότητά μας μέ τόν Τριαδικό Θεό δέν ὀφείλεται σέ προσόν τῆς φύσεώς μας, ἀλλά στό Ἅγιο Πνεῦμα. (Βλ. Μ. Ἀθανασίου, Kατά Ἀρειανῶν 3, 25, ΒΕΠ 30, 271: «Τό Πνεῦμά ἐστιν τό ἐν τῷ Θεῷ τυγχάνον, καί οὐχ ἡμεῖς καθ' ἑαυτούς»). Πρακτικῶς, ἡ χαρισματική αὐτή ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας φανερώνεται μέ τή συμφωνία τῆς γνώμης καί τήν ὕπαρξη ἑνιαίου φρονήματος σέ μᾶς (βλ. Κατά Ἀρειανῶν 3,23, ΒΕΠ 30, 269).
Ἄν ὅμως ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησιας ὡς μυστηριακοῦ καί Θεανθρωπίνου σώματος, ἀλλά καί ἡ ἑνότητα τῶν ἐπιμέρους πιστῶν ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μεταξύ τους, κατά τό πρότυπο τῆς ἑνότητας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πραγματοποιεῖται ἄμεσα καί προσωπικά ἀπό τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό διά τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε γίνεται εὔκολα κατανοητό ὅτι οἱ ἑτερόδοξοι -Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες- πού σέ καμία περίπτωση δέν συνιστοῦν Ἐκκλησίες ἀλλά θρησκευτικές κοινότητες μέ ἐκκλησιαστικό ὄνομα, ἀλλοιώνοντας διά τοῦ Filioque τήν ἀποστολική πίστη τῆς Ἐκκλησίας στόν Τριαδικό Θεό καί πρακτικῶς μή κάνοντας τήν διάκριση ἀκτίστου οὐσίας καί ἀκτίστου ἐνεργείας στό Θεό, καθιστοῦν ἀνέφικτη τήν ὀντολογικοῦ καί χαρισματικοῦ χαρακτήρα ἑνότητά τους μέ τόν Τριαδικό Θεό καί μαζί μας ἐν Χριστῷ. Ἀλλά καί κάθε ἄλλη ἐπιδιωκόμενη μορφή ἑνότητας μέ τούς ἑτεροδόξους, πού παρακάμπτει τίς παραπάνω θεολογικές προϋποθέσεις γιά τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν», εἶναι στήν πραγματικότητα ἀνέφικτη. Ὡστόσο ὅμως, οἱ ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν μέ τό συντονιστικό κέντρο, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ἐμφανίζονται νά ἔχουν ἄλλη θεώρηση γιά τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐπ' αὐτοῦ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικό τό γεγονός, ὅτι στήν πρώτη παράγραφο τοῦ ὑποβληθέντος Προσχεδίου τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τόν Θεολογικό Διάλογο μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς στήν Κύπρο, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009, μνημονεύεται ὅτι στό συμφωνηθέν κοινό Κείμενο τῆς Ραβέννας (2007) Ρωμαιοκαθολικοί καί Ὀρθόδοξοι κάνουν λόγο γιά «τήν ἐποχή τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας», (βλ. Κείμενο τῆς Ραβέννας παρ. 41). Εἶναι σαφές ὅτι ἡ διατύπωση αὐτή προϋποθέτει γιά τά μέλη τῆς Μ.Δ.Ε. πώς σήμερα δέν ὑφίσταται ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Καί ἑπομένως, σήμερα ἡ Ἐκκλησία εἶναι διηρημένη, παρά τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁμολογοῦμε λεκτικά στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Αὐτό ὅμως σημαίνει ἔκπτωση ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅλων ἐκείνων, πού συνειδητά ὑποστηρίζουν ὅσα τό Κείμενο τῆς Ραβέννας διαλαμβάνει γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἔμμεσα πλήν σαφῶς δέν ἀποδέχονται μέρος τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά, ἤδη πολύ νωρίτερα, οἱ Ρωμαιοκαθολικοί διαφοροποιήθηκαν ἀπό τή δογματική διδασκαλία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ τήν προσθήκη τοῦ Filioque. Τό Filioque κυοφορήθηκε καί φανερώθηκε στή Δύση, ὅταν ὑποχώρησε ἡ βίωση τῆς χαρισματικῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στό ἐκκλησιαστικό πλήρωμα τῆς δικαιοδοσίας τοῦ πάπα. Οὐσιαστικά τό Filioque ἀπετέλεσε τήν ἀποκρυστάλλωση τῆς ἀποξενώσεως ἀπό τήν βιωματική ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, μέσω τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται ἡ ἄμεση καί ἀληθινή κοινωνία μέ τόν ἄνθρωπο στόν κατεξοχήν φορέα τῆς ἑνότητας Θεοῦ καί ἀνθρώπου, δηλαδή στήν Ἐκκλησία.
Κατά συνέπεια, ἐξαιτίας τῆς δογματικῆς διαφοροποιήσεώς μας ἀπό τούς Ρωμαιοκαθολικούς δέν μπορεῖ νά ὑφίσταται οὔτε οὐσιαστικά οὔτε τυπικά ἑνότητα μαζί τους. Ὡστόσο ὅμως, τό δογματικῶς καί ἐκκλησιολογικῶς παράδοξο εἶναι, ὅτι τό Κείμενο τῆς Ραβέννας -συνεπές πρός τά προηγούμενα κοινά Κείμενα τοῦ Μονάχου, τοῦ Bari, τοῦ Βάλαμο καί τοῦ Balamand- κάνει λόγο γιά κοινή ἀποστολική πίστη, κοινά μυστήρια καί ἐκκλησιακό χαρακτήρα τῶν ἑτεροδόξων. Ἔτσι, δίνεται ἡ ἐσφαλμένη καί βλάσφημη ἐντύπωση ὅτι μέ τό κοινό αὐτό Κείμενο τῆς Ραβέννας διαψεύδεται ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι τά ἀποκομμένα ἀπό τήν ἄμπελο κλήματα δέν μποροῦν νά φέρουν καρπό. Τά μέλη τῆς Μ.Δ.Ε. δηλαδή διαβεβαιώνουν στά κοινά Κείμενά τους, ὅτι παρά τίς αἱρετικές ἀποκλίσεις τους οἱ Ρωμαιοκαθολικοί συνιστοῦν
Ἐκκλησία καί ὅτι ἔχουν γνήσια μυστήρια. Εἶναι θεολογικῶς ἀλλά καί λογικῶς ὄντως παράδοξο, πῶς οἱ ἀντιπρόσωποι τῶν Ὀρθοδόξων τοπικῶν Ἐκκλησιῶν δέν ἀντιλαμβάνονται τό κολοσσιαῖο δογματικό σφάλμα τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιά τόν κτιστό χαρακτήρα τῶν μυστηρίων τους, τό ὁποῖο σφάλμα ἀκυρώνει κυριολεκτικά τόν παραπάνω ἰσχυρισμό τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν, πού προσυπογράφουν καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἀντιπρόσωποι. Οἱ ἴδιοι οἱ Ρωμαιοκαθολικοί μᾶς πιστοποιοῦν μέ τή δογματική διδασκαλία τους γιά τήν κτιστή Χάρη, ὅτι εἶναι ἐμπειρικῶς ἄμοιροι τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Θεανθρώπινου χαρακτήρα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἑνότητάς της. Κατά συνέπεια, μέ τίς ὑφιστάμενες προϋποθέσεις εἶναι θεολογικῶς τελείως ἄστοχο καί ἄσκοπο νά ἐπιχειρεῖται ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτήρα ἑνότητα μαζί τους. Εἶναι πρακτικῶς ἄλλωστε καί τελείως ἀνέφικτη αὐτή ἡ ἑνότητα, ἐπειδή ἀντίκειται στίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς Ἐκκλησίας καί στό ὀντολογικό περιεχόμενο τοῦ χαρακτήρα της.
ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ ΑΡ. ΦΥΛ. 1846