Ἐν τῇ τοῦ Κωνσταντίνου μεγαλουπόλει ἐξ ἑνιαυτοῦ ἤδη τὰς διατριβὰς ποιουμένῳ, Σεπτεμβρίου ἱσταμένου, ὁ τῶν ἱερῶν τῷ ὄντι ὑμετέρων γραμμάτων ἐπεδόθη μοι φάκελλος· ὃν καί πως τὴν γνώμην μετέωρος λύων, ὥς γε εἰκός, οἷα δὴ πόῤῥωθεν οὕτως ὑπὸ τοῦ ἥκοντος ἥκειν λεγόμενον, δυσμῶν ἀπ᾿ ἄκρων εἰπεῖν, καὶ ὅθεν οὐκ ἂν ᾤμην ποτὲ γράμμα κομίσεσθαι, ὡς ἀναπτύξας εἶχον, αὐτῷ τε πρὸ παντός, ᾗ δέον, τῷ τοῦ ἐπιστέλλοντος ὀνόματι εἰπών, καὶ Πέτρον ἀναγνοὺς τὸν Κλαίρκιον, ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς ἱεροῖς δόγμασιν, οὐκ ἀθεεὶ δήπου, ἀρτίως προσκεχωρηκέναι ᾀδόμενον (ἦν γάρ τις τοιαύτη, στομάτων διὰ πολλῶν ἱπταμένη, καὶ ὡς ἐμὲ διαῤῥεῦσαι φθάσασα φήμη), τὸν περικλέϊστον τὴν σοφίαν οὐχ ἧττον τὴν εὐσέβειαν, ὅπως ὑφ᾿ ἡδονῆς διεχύθην, καὶ ἔνθους οἷον ἐγενόμην ἐπὶ τῷ ἀδοκήτῳ τῆς συντυχίας, ἢ τῆς εὐτυχίας εἰπεῖν οἰκειότερον, τὶ χρὴ καὶ λέγειν; | Στὴν ᾿ξακουστὴ Κωνσταντινούπολι, στὴν ὁποία ἐδῶ καὶ ἕνα χρόνο διαμένω καὶ προσφέρω τὶς ὑπηρεσίες μου, κατὰ τὸν παρόντα Σεπτέμβριο, μοῦ ἐπιδόθηκε ὁ φάκελλος τῶν πράγματι ἱερῶν σας γραμμάτων, τὸ ὁποῖο ἐνῷ ἔλυνα μὲ γνώμη ποὺ τὴν κατεῖχαν ἀπορίες, καὶ ἦταν φυσικὸ βέβαια, ἀφοῦ ἔτσι καὶ ἀπὸ τόσο μακριὰ καὶ ἀνέλπιστα ἦρθε καὶ ἔφθασε, ἀπ᾿ τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε, καὶ ἀπ᾿ ὅπου ποτέ, ὅπως ᾿νόμιζα, δὲν ἦταν δυνατὸ ποτὲ νὰ μοῦ προσκομισθῇ τέτοιο γράμμα, τὸ ὁποῖο μόλις ᾿ξεδίπλωσα καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο πρὸ πάντων, εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ τονίσω, μόλις ἀντίκρυσα τὸ ὄνομα τοῦ ἀποστολέως καὶ διαβάζοντας διεπίστωσα ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Πέτρο Κλαίρκιο, γι᾿ αὐτὸν δηλαδή, ποὺ ὄχι χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πρόσφατα, ὅπως διαδιδόταν, ἔχει προσχωρήσει στὰ δικά μας δόγματα (διότι ὑπῆρχε μία τέτοια φήμη, ἡ ὁποία περιφερομένη ἀπὸ στόματος σὲ στόμα ἔφθασε ἕως καὶ σ᾿ ἐμένα), γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀπ᾿ ὅλους ἐπαινεῖται γιὰ τὴν σοφία του καὶ ὄχι ᾿λιγότερο γιὰ τὴν εὐσέβειά του· γιὰ τὸ πῶς (λοιπόν) τὸ αἴσθημα (αὐτῆς) τῆς ψυχικῆς ἡδονῆς διεπέρασε ὅλη τὴν ὕπαρξί μου καὶ σὲ πόσο βαθμὸ ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ κατακυριεύθηκα γιὰ τὸ ἀπροσδόκητο τῆς ἐπικοινωνίας ὴ τῆς εὐτυχίας, γιὰ νὰ τὸ ᾿πῶ οἰκειότερα, ποιὰ ἡ ἀνάγκη νὰ κάνω λόγο; |
Εἶχε γάρ με πρὸς ἑαυτὰ μερισάμενα, τῇ μὲν θαῦμα καὶ μάλα δικαίως, ὅτι τε, καὶ ὅ,τι βουλόμενος, ἐμοὶ τῷ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐλαχίστῳ, γράμμασιν ἰδίοις κοινῶσαι τὰ κατὰ σαυτὸν ἀξιώσειας· τῇ δὲ χαρᾷ τις ἄῤῥητος καὶ πάντα λόγον ὑπερβάλλουσα, ὡς εἰκός με οὕτω δισταγμοῦ παντός (φιλεῖ γὰρ πως ἡ ψυχή, τῶν καταθυμιωτέρων ἐν ἀκοῇ γενομένη, οὐκ ἀναμφιβόλους ἐκδέχεσθαι τὰς ἐκβάσεις) καὶ ἀμφιλογίας ἁπάσης στήσει τὰ γεγραμμένα, ἀτρεκῶς ἐπὶ τοῖς περὶ σοῦ λεγομένοις ἐντεῦθεν πληροφορηθησόμενον, καὶ, εἴτι δεῖ καὶ τὸ ἐμόν, προθύμως τῇ θεοφιλεῖ σου ταύτῃ προθέσει συνεφαψόμενον. | Διότι ᾿βρέθηκα μοιρασμένος στὰ δύο· στὴν μία πλευρὰ νὰ ἐκλαμβάνω ὡς θαῦμα καὶ πολὺ δικαίως, ἐπιπρόσθετα, γι᾿ αὐτὸ ποὺ ᾿θέλησες, ἐμένα τὸν ἐλάχιστο στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, μὲ δικά σου γράμματα νὰ τιμήσῃς, γνωστοποιῶντας αὐτὰ ποὺ σὲ ἀφοροῦν· στὴν ἄλλη δέ, νὰ μὲ κατέχῃ κἄποια μυστηριώδης χαρὰ ποὺ ξεπερνᾷ κάθε περιγραφή, γιὰ τὸ ὅτι ἐκτὸς παντὸς δισταγμοῦ (διότι κατὰ τέτοιο τρόπο εὐχαριστεῖται ἡ ψυχή, ὅταν πληροφορεῖται γιὰ ἐκεῖνα ποὺ διαρκῶς ἐπιποθεῖ νὰ ἐκδέχεται ὡς βέβαιες τὶς ἐκβάσεις) καὶ ἐκτὸς πάσης ἀμφιβολίας θὰ μὲ τοποθετήσουν αὐτὰ ποὺ στὰ γράμματά σου ἔχουν διατυπωθῆ, καὶ ἔτσι ἀφοῦ ἐπακριβῶς τὴν πλήρη ἀλήθεια ἀπ᾿ αὐτὰ ἀφοῦ πληροφορηθῶ γι᾿ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ ᾿σένα, ἀκολούθως σὲ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἐκ μέρους μου μὲ προθυμία θὰ καταπιασθῶ μὲ τὴν θεάρεστη αὐτὴ πρόθεσί σου. |
Ἐπεὶ δ᾿ οὖν καὶ τοῖς γραφομένοις αὐτοῖς ὄμματι καὶ νοΐ προσέσχον τε καὶ ἐνέκυψα, καὶ ἅπαντα διῆλθον ἐπ᾿ ἀκριβές, τό τε πρὸς ἐμὲ γράμμα, καὶ τἄλλα, καὶ δεύτερον καὶ τρίτον καὶ πολλάκις, κόρου ἄτερ ἐπιλαβών, ἔγνων τε ἀναγνούς, καὶ τὸν νοῦν αὐτῶν τέλεον ἀνελεξάμην, πτηνὸς ἄντικρυς πρὸς τοὺς ἐνταῦθα λογάδας ἔσπευσα, ὅσοι τε τῶν ἔξω, καὶ ὅσοι τῶν ἔσω τοῦ βήματός εἰσί, τοῦ γένους τὰ κράτιστα, τοῖς μὲν αὐτοπροσώπως παραστάς, καὶ ἅττα περὶ σοῦ προακηκόεσαν ἀγγελλόμενα καὶ αὐτοί, δι᾿ ὧν ἐμοὶ προσέθηκας ἐπιστεῖλαι ἐπικυρώσας καὶ προσβεβαιωσάμενος· τοῖς δέ, καὶ διὰ τῶν σῶν τουτωνὶ γραμμάτων, ἅπερ ἔκδοτα ἀμελητὶ ποιῆσαι ἐφρόντισα καὶ ἔκπτυστα καὶ τοῖς πᾶσι ληπτά, ἐπὶ τὸ κοινῇ παρ᾿ ἡμῖν καθεστὸς ἐν χρήσει καὶ πεζὸν μετοχετεύσας τῆς φράσεως, ὡς αὐτά σε πεμπόμενα πιστώσεται τὰ ἀντίγραφα. | Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ γράμματά σου καὶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ μὲ τὸν νοῦ μου πρόσεξα καὶ ἐμβάθυνα καὶ ὅλα τὰ διεξῆλθα σχολαστικῶς, καὶ τὸ ἰδκαὶτερο πρὸς ἐμὲ γράμμα σου, καὶ τὰ ἄλλα, καὶ γιὰ δεύτερη καὶ γιὰ τρίτη καὶ γιὰ πολλοστὴ φορά, μακρυὰ ἀπὸ κάθε αἲσθημα κόρου, καὶ ἀφοῦ διαβάζοντάς τα τὰ κατενόησα καὶ τὸ νόημά τους τελείως ἀποταμίευσα, σἂν πουλὶ ᾿πέταξα γιὰ νὰ συναντήσω τοὺς ἐδῶ λογίους, τόσο τοὺς λαϊκούς, ὅσο καὶ τοὺς ἱερωμένους, ὅ,τι καλλίτερο διαθέτει τὸ Γένος μας, τοὺς μὲν αὐτοπροσώπως συναντήσας, καὶ οἱ ὁποῖοι κἄποια ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ σὲ ἀφοροῦν καὶ αὐτοὶ ἢδη εἶχαν ἀκούσει ἀπ᾿ τὰ διαδιδόμενα, γιὰ τὰ ὁποῖα σ᾿ ἐμένα μὲ τὴν ἐπιστολή σου ἀνέθεσες, ἐπικυρώνοντάς τα ἔτσι καὶ ἐπιβεβαιώνοντάς τα· στοὺς δὲ κληρικούς μας καὶ προφορικῶς ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ γράμματά σου, τὰ ὁποῖα χωρὶς καμμιὰ ἀμέλεια προσιτὰ ᾿φρόντισα νὰ κάνω καὶ γνωστὰ καὶ κατανοητὰ σὲ ὅλους, μεταφράζοντάς τα στὸ ἐν χρήσει ὑπᾶρχον πεζὸ γλωσσικὸ ἰδίωμά μας, ὅπως θὰ σὲ πείσουν τὰ ἀντίγραφα ποὺ σοῦ στέλνω. |
Καὶ δῆτα πάντες ὅσοι, ἀναμφήριστον τοῦ λοιποῦ τὴν περὶ σὲ πνεύματος ἐπίπνοιαν θέμενοι, εἰς εὐφροσύνην, ὅσην οἴει, διακέχυνται τὰς ψυχάς, καὶ χεῖρας εὐχαριστηρίους διεπετάσαμεν πρὸς Θεόν, ἀνθ᾿ ὧν ἐπὶ σοὶ ἐποίησε μεγάλα ὁ δυνατός, χάριτας τὰς ἐκ νοῦ, τὰς ἐκ καρδίας, τὰς ἐκ χειλέων ἅπαντες ἀνθομολογούμενοι. | Καὶ λοιπὸν ὅλοι ὅσοι ἀναμφίβολη ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ πέρα γιὰ ᾿σένα στὸν νοῦ τους ἔθεσαν καλὴ γνώμη, ἀπὸ εὐφροσύνη, ὅση εἶναι δυνατὸν νὰ στοχασθῇ κανείς, ἀγαλλίασε ἡ ψυχή τους, καὶ ὑψώσαμε τὰ χέρια μας σὲ ἐκδήλωσι εὐχαριστιῶν πρὸς τὸν Θεό, γιὰ ὅσα μεγαλεῖα ἔκανε πρὸς χάριν σου ὁ Παντοδύναμος, εὐχαριστιῶν ποὺ τὶς καθωμολόγησαν ὅλοι νοερῶς, καρδιακῶς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ χείλη τους. |
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀμάρτυρον ἐπὶ γῆς ἀφίησι τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ, οὐδὲ ἐν ταῖς ἐνεστώσαις δὴ ταύταις γενεαῖς, ὥσπερ οὐδ᾿ ἐν ταῖς παρῳχημέναις εἴασε παριδὼν ποτέ, οὐδ᾿ ἐν ταῖς ἐπερχομέναις παρόψεται· οὐδὲ γὰρ ἀφίησιν ἐπίπαν ὁ ἀληθινὸς τῷ ψεύδει καταθρασύνεσθαι, ἐκείνην ὑποδυόμενον. | ῍Ας εἶναι εὐλογημένος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀφήνει ἀφανέρωτη ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἀλήθειά του, οὔτε σ᾿ αὐτὲς μάλιστα τὶς παροῦσες γενιές, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε τὶς τοῦ παρελθόντος παρίδε ποτέ, οὔτε αὐτὲς ποὺ θὰ ἔλθουν θὰ παρίδῃ· διότι οὔτε καθόλου ἐπιτρέπει, ὁ ἀληθινός, στὸ ψεῦδος νὰ ἀποθρασυνθῇ ὑποδυόμενο ἐκείνην. |
Πάρεστι γοῦν ἐπὶ σοὶ τῆς τῶν ἐνθέων δογμάτων ἀληθείας, οἷς ἡ τοῦ Χριστοῦ νύμφη καὶ μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία, ὡς ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς ποικιλλομένη, κατακαλλύνεται, μαρτύριον λαβεῖν ἀψευδές, ἀπόδειξιν προφανῆ, στηλογραφίαν λαμπράν. ῝Οθεν οἱ μὲν ἐκ τῆς αὐλῆς τοῦ Κυρίου πάντες, ἐπὶ τὸ ἀσφαλέστερον οἰκοδομηθέντες στερεωθήσονται· τῶν δὲ ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἀγέλης, ὅση μὲν εὐγνώμων μοῖρα, καὶ τῆς φωνῆς τοῦ ποιμένος ἐπαΐειν ἐθάς, ἐντὸς τῆς μάνδρας γενέσθαι σπουδάσονται γενέσθαι καὶ αὐτοί· ὅση δὲ ἀγνώμων καὶ κρημνισχαρὴς καὶ τραχεῖα καὶ τὸν τρόπον ἐριφιώδης, ἐμβροντηθέντες σφοδρῶς τῷ ἀκούσματι, καὶ τὰς ψυχὰς κατασεισθέντες, ἀθλίως περιτραπήσονται. | Παρουσιάσθηκε λοιπὸν στὴν περίπτωσί σου ἡ ἀλήθεια τῶν θείων δογμάτων τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εἶναι ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ποὺ μ᾿ αὐτά σἂν μὲ χρυσᾶ καὶ ποικίλα κρόσσια στολίζεται, γιὰ νὰ λάβῃ μαρτυρία ἀδιάψευστη, ἀπόδειξι περίλαμπρη. Ἐκ τῆς ἀφορμῆς αὐτῆς ὅλοι μὲν ἐκεῖνοι ποὺ ἀνήκουν στὴν αὐλὴ τοῦ Κυρίου θὰ στερεωθοῦν, ἀφοῦ θὰ οἰκοδομηθοῦν ἀσφαλέστερα· ἀπὸ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἀνήκουν στὸ ξένο κοπάδι, ἡ μερίδα μὲν ἐκείνη ποὺ θὰ διακρινόταν γιὰ τὴν καλή της προαίρεσι καὶ συνηθίζει νὰ ὑπακούῃ στὸ κάλεσμα τῆς φωνῆς τοῦ ποιμένος, ὡς μέσα στὴν μάνδρα τῆς σωτηρίας εἰσελθοῦσα θὰ ὑπολογισθῇ· ἐκείνη ὅμως ἡ κακοπροαίρετη μερίδα, ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἰδιότητα τῆς ἀθωότητος καὶ τῆς ἀκακίας τοῦ ἀρνιοῦ, ἀλλὰ ἔχει τοὺς τρόπους καὶ τὴν συμπεριφορὰ τῶν κατσικιῶν ποὺ ἀρέσκονται νὰ σκαρφαλώνουν σὲ ἀπόκρημνα καὶ πετρώδη μονοπάτια, θὰ κεραυνοβληθῇ ἀπ᾿ τὸ ἄκουσμα, καὶ ἀφοῦ θὰ ὑποστῇ ψυχικὸ συγκλονισμὸ θὰ περιέλθῃ σὲ κατάστασι παναθλία. |
Τὶς γὰρ ἂν ἀληθείας δογμάτων ἔλεγχος ἀσφαλέστερός τε καὶ ἀψευδέστερος γένοιτο, ἢ θεόθεν κινουμένη πρὸς αὐτὰ γνώμη, καὶ τῆς μὲν ἑτεροδοξίας ὑπεραλλομένη τοὺς ἄξονας, ἐπὶ δὲ τῆς πέτρας τῆς ὀρθοδοξίας ἱστᾶσα τοὺς πόδας, τὰ τοῦ νοῦ διαβήματα; Τὶς δὲ βάσανος δοκιμωτέρα καρδίας, ἣτις ἀδικίαν μὲν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μέχρι πολλοῦ λαλεῖν ἐμελέτησεν, εἶτα ἐξάπινα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ κρίσει «λόγον ἀγαθὸν ἐξηρεύξατο»; Τὶς δ᾿ ἂν δίκαιος εἴη παρὰ τοῖς τιμᾷν εἰδόσιν ἀλήθειαν σοῦ μᾶλλον πιστεύεσθαι, τοῦ λέγοντος καὶ διαμαρτυρουμένου ἀπὸ στόματος, ὅπερ ἂδην τε καὶ λαύρως τῇ τῶν ἐκφύλων ἑτεροδιδασκαλιῶν ἅλμῃ ἐπὶ πολὺ προσκλυζόμενον, εἴτ᾿ ἀθρόως προσώχθισεν ἐπιναυτιάσαν τῇ τῆς ποιότητος ἀηδίᾳ τε καὶ πικρότητι, καὶ τῶν ζωηρῶν ναμάτων τῶν ἐξ Ἐδὲμ ἐκπορευομένων σπάσαν εἰς κόρον τῆς τούτων ᾒσθετο γλυκύτητός τε καὶ χάριτος; | Διότι ποιὸς ἄλλος ἀσφαλέστερος καὶ γνησιώτερος ἔλεγχος τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων ᾿μποροῦσε νὰ γίνῃ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γνώμη ἐκείνη ποὺ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ κινεῖται πρὸς αὐτὰ καὶ ἡ ὁποία ἀφοῦ ὑπερπηδήσει τὶς κακόδοξες νομοθεσίες, καὶ ἀφοῦ στὴν πέτρα τῆς Ὀρθοδοξίας στερεώσει τὰ πόδια της, ἐκεῖ πλέον θὰ κατευθύνῃ τοῦ νοῦ τὰ διαβήματα; Ποιὰ δὲ ἐμπεριστατωμένη ἔρευνα καρδιᾶς ἡ ὁποία τὴν ἀδικία μὲν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ πολὺ καιρὸ ᾿μεθώδευσε νὰ κηρύττῃ, ὕστερα ἔξαφνα μὲ δικαιοκρισία «ἐξέφρασε λόγο ἀγαθό» (Ψαλμ. 44, 1); Ποιὸς δὲ ἂν ἢθελε νὰ εἶναι δίκαιος μεταξὺ ἐκείνων ποὺ γνωρίζουν νὰ τιμοῦν τὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ ἐμπιστευόταν περισσότερο ἐσένα, ὁ ὁποῖος ἐνῷ προηγουμένως μὲ τὸ ἲδιο τὸ στόμα σου ἐκήρυττες καὶ ὁμολογοῦσες ἐκεῖνα τὰ δόγματα ποὺ κατὰ κόρον καὶ ὁρμητικῶς τὰ κατέκλυζε ἡ ἁρμύρα τῶν τερατωδῶν κακοδοξιῶν, ὕστερα ἀποτόμως τὰ ᾿βδελύχθηκες καὶ περιῆλθες σὲ ναυτία ἐξ αἰτίας τῆς πλήρους πικρίας καὶ ἀηδίας ποιότητός των, (καὶ συνῆλθες) ἐπειδὴ κατὰ πληρότητα ἔπιες ἀπὸ τὰ ζωηρὰ νάματα ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὴν Ἐδέμ (Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία) καὶ αἰσθάνθηκες καὶ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν χάρι των; |
Σὺ γὰρ σοφίᾳ κεκοσμημένος τῇ τε θυραίᾳ καὶ τῇ καθ᾿ ἡμᾶς, ὡς τὸ ἐμβριθὲς περὶ τὰς κρίσεις ἐντεῦθεν πλουτεῖν καὶ οὐκ εὐπαράκρουστον, ἐντραφεὶς δὲ καὶ ἐνακμάσας τοῖς εἰς μοῖραν ἐκκλησίας πρὸς ἡμᾶς διεστηκόσιν ἀντίθετον, καὶ τούτων ταῖς προσλήψεσιν (ὃ πλείστην ἔχει, καὶ οὐκ ἂν εἶποι τις ὅσην, περὶ τὰς δόξας ῥοπήν) ἐνηλικιωθείς τε καὶ διὰ μακροῦ ἐνοργιάσας, καὶ τὸ δὴ μέγιστον, τὰς περὶ τὸ δόγμα Δυτικὰς στραγγαλίδας, ὡς οὐκ οἶδ᾿ εἴτις ἄλλος, δι᾿ ὄνυχος ἁπάσας ἀκριβωσάμενος, ὁ δὲ τὴν ἀπάτην τέως ἐν αὐτῷ αὐτῆς τῷ πυθμένι ἐφώρασας, καὶ περιλαμφθεὶς ἄνωθεν τὴν ψυχήν, ὅλος τοῦ φωτὸς ἐγένου, χαίρειν ἑάσας Αἰγυπτίους σὺν αὐτῇ Αἰγύπτῳ, ἄτης κατὰ σκότον ἠλάσκοντας, μᾶλλον δὲ καὶ τούτοις, ὅσα καὶ Μωσῆς τοῖς Ἰσραηλίταις, ἡγεμὼν θεόπεμπτος τῆς ἐκ τοῦ σκότου ἀπαλλαγῆς καταστάς, οἷς ἂν τέκνα φωτὸς εἶναι μελήσειε, καὶ τὴν σκοτώδη καταλιπόντες Δύσιν, πρὸς τὰς φεραυγεῖς ἀνατολὰς ἐπιστρέψαι θελήσειεν. | Διότι σὺ ποὺ εἶσαι κοσμημένος καὶ μὲ τὴν θύραθεν σοφία καὶ μὲ τὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, συνεπείᾳ τῶν ὁποίων ὑπάρχῃ σ᾿ ἐσένα τὸ πλεονέκτημα καὶ ἡ βαρύτης στὴν ἐκφορὰ γνώμης, τὴν ὁποία δὲν ᾿μπορεῖ κανεὶς εὐκόλως νὰ ἀντιπαρέλθῃ, ἀνατραφεὶς δὲ ἐπὶ πλέον καὶ εὐδοκιμήσας σὲ ἐκκλησιαστικὴ παράταξι ἀνθρώπων ποὺ εἶναι χωρισμένοι καὶ ἀντιτιθέμενοι πρὸς ἐμᾶς, καὶ ᾿μεγάλωσες καὶ ἀνδρώθηκες μὲ τὶς προκαταλήψεις των (πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀσκεῖ σημαντικὴ ροπή, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ᾿πῇ κανεὶς πόση, στὸν ἐπηρεασμὸ μορφώσεως δοξασιῶν), καὶ ἀφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια μυήθηκες σ᾿ αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας τὰ λατρευτικὰ μυστήρια, καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀπ᾿ ὅλα πιὸ σπουδαῖο, τὶς Δυτικὲς δογματικὲς σκολιοπολυπλοκότητες, ὅσο δὲν ξέρω ποιὸς ἄλλος, ἀφοῦ τὶς ἐξερεύνησες ὅλες λεπτομερῶς καὶ ἐξονυχιστικῶς, στὸ τέλος σὺ ὁ ἲδιος στὰ ἐνδότερα τῆς παρατάξεως αὐτῆς ἀνακάλυψες τὴν δολιότητα καὶ τὴν πλάνη· καὶ ἀφοῦ ἄνωθεν φωτίσθηκε ἡ ψυχή σου καὶ ἔγινες «υἱὸς φωτός» (Ἰωάν. 12, 36. Αἤ Θεσ. 5, 5), ἀποχαιρέτισες τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τὴν ἲδια τὴν Αἲγυπτο, τοὺς ἄφησες νὰ περιμένουν στὸ σκοτάδι, συνεπείᾳ τῆς ἀπερισκέπτου ἁμαρτίας καὶ ἐνοχῆς των, μᾶλλον δὲ (γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ ἐπιτυχέστερα) ἀπέβης γιὰ τοὺς Δυτικοὺς ἡγεμὼν θεόσταλτος, ὅπως ὁ Μωϋσῆς γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτας, γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξῃς ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι, γιὰ ὅσους (τοὐλάχιστον) θὰ ἢθελαν νὰ φροντίσουν νὰ γίνουν τέκνα φωτὸς καὶ ἀφοῦ θὰ ἐγκατέλειπαν τὴν σκοτισμένη Δύσι, πρὸς τὴν λαμπρὴ καὶ φωτοφόρο Ἀνατολὴ θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν. |
Τὶ γὰρ ἂν καὶ φαῖεν τοῦ λοιποῦ τὰ περὶ σοῦ πυθόμενοι οἱ διάφοροι; οἱ πάντα πράττειν καὶ λέγειν, ὥστε τἀληθὲς συσκιάσαι, καὶ εἰ δυνατὸν ἀφαντῶσαι, ὀξεῖς τε καὶ πρόχειροι; ἆρ᾿ ὅτι ὑπ᾿ ἀλόγου πάθους τὸν νοῦν συνθολούμενος, καὶ τὸ κατ᾿ αὐτῶν οἷον οἰστρηλατούμενος ἔχθει, ἡμῖν εἰκῆ τε καὶ ἀλογίστως σεαυτὸν φέρων παρέῤῥιψας, τοῖς δὲ ὁμόσαι χωρεῖν ἐπεβάλου διακριθεὶς εἰς τάξιν ἀντίπαλον; | Γιατί, τὶ θὰ ᾿μποροῦσαν νὰ παρουσιάσουν στὸ ἑξῆς οἱ διάφοροι, πληροφορούμενοι τὰ περὶ σοῦ; Αὐτοὶ ποὺ κάθε τὶ πράττουν καὶ διαδίδουν, γιὰ νὰ συσκοτίζουν τὴν ἀλήθεια; καὶ εἶναι ἀδίστακτοι καὶ πρόθυμοι, ἐὰν τοὺς εἶναι δυνατό, νὰ τὴν ἐξαφανίσουν; Ἆρα γε ὅτι ᾿θόλωσε τὸ μυαλό σου ἀπὸ κἄποιο ἄλλο πάθος, καὶ ἐναντίον των σἂν ἀπὸ κἄποιο μῖσος ἐλαυνόμενος, σ᾿ ἐμᾶς ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε παράλογα τὸν ἑαυτό σου ἔφερες καὶ ἐναπέθεσες, ἐναντίον των δὲ ὁρκίσθηκες νὰ πολεμήσῃς καὶ σὲ ἀντίπαλη παράταξι νὰ διαπρέψῃς; |
Ἀλλ᾿ ἐπιστομώσει αὐτούς, εὖ οἶδα, καὶ καταιδέσει, εἴτι φρονοῦσιν, αὐτὸ τὸ περὶ σὲ συμβάν, λογισμοῖς δικαίοις ταλαντευόμενον· καὶ γνώσονται δὲ καὶ αὐτοί, ὡς ἀλλοίωσις ἦν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου ἡ ἀλλοίωσις αὕτη. Αὐτὸς γὰρ ἢδη τοῖς Γραικοῖς ἡμῖν, ἐν οἷς συγγράφων διετέλεις, λαμπρῶς ἐπεμβαίνων, καὶ ἀκμὴν τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἐκκλησίας καταφερόμενος, στηλιτεύων τε ἀνυποστόλως τὴν πίστιν ἡμῶν, κατὰ πολλὴν τοῦ ἀντεροῦντος ἐρημίαν, ὡς δῆθεν αἱρέσεσι παντοίαις ὑπεύθυνον, καὶ κακοδοξίας μυρίας γέμουσαν, ἐκ ψιλῆς τὸ πρῶτον ὑπονοίας ἐνδοιάζειν ἀρξάμενος ὑφῆκας τὸ πρόθυμον· εἶτ᾿ ἀθρόως ὢφθης μεταβαλών, καὶ, τὴν ὁρμὴν ἀναχαιτίσας, τὸν δρόμον ἔστησας παρὰ δόξαν, ὃν ὡς ἀφ᾿ ὕσπληγγος σταδιεύων τῆς καθ᾿ ἡμῶν δυσμενείας, ἀνέτῳ παντὶ ῥυτῆρι ἀσπλεύων συνέτεινας. | Ἀλλὰ θὰ τοὺς ἀποστομώσῃ, γνωρίζω καλά, καὶ θὰ τοὺς κάνῃ νὰ προβληματισθοῦν, ὅ,τι καὶ ἂν φρονοῦν, αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸ προσωπικό σου, μόλις τὸ ζυγίσουν μὲ σταθμὰ λογισμῶν ἀγαθῶν. Θὰ κατανοήσουν δὲ καὶ αὐτοὶ ὅτι αὐτὴ ἡ μεταβολὴ ἀποτελεῖ ἀλλοίωσι τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Διότι σὺ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Γραικούς, ποὺ μὲ ὅσα κατ᾿ ἐξακολούθησι ἔγραφες, ἐμφανέστατα ἐπεμβαίνων καὶ ἀκόμα καταφερόσουν ἐναντίον τῆς ᾿δικῆς μας Ἐκκλησίας, στιγματίζων μετὰ παρρησίας τὴν πίστι μας, ἐνῷ ἀπὸ πλευρᾶς ἀμυνομένων παρετηρεῖτο μεγάλη ἐρημία, ὅτι τάχα εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ αἱρέσεις πάσης φύσεως καὶ γεμάτη ἀπὸ χίλιες δυὸ κακοδοξίες, ἀπὸ ἁπλῆ κατ᾿ ἀρχὰς ὑπόνοια ἀφοῦ ἄρχισες νὰ ἀμφιβάλλῃς, κατήντησες σὲ μείωσι τῆς προθυμίας· ἀκολούθως ὅμως καὶ διὰ μιᾶς, παρουσιάσθηκες ἐντελῶς ἀλλαγμένος· καὶ ἀφοῦ ᾿τιθάσσευσες τὴν προτέρα ὁρμή, παραδόξως ἀνέκοψες τὴν πορεία, τὴν ὁποία σἂν ἀπὸ ἀφετηριακὸ τεντωμένο σχοινὶ εἶχες ξεκινήσει σταδιοδρομῶντας μὲ ὅλη τὴν ἐναντίον μας δυσμένειά σου, (καὶ στὸ ἑξῆς) μὲ ὅλως διόλου χαλαρὰ τὰ χαλινάρια ἐνήργησες (ὥστε νὰ ἐγκαταλείψῃς τὸν ἄδικο ἀγῶνα). |
Καὶ αὐτὸς μέν, κατὰ τὸν ἐν ταῖς Πράξεσιν εὐνοῦχον, ἁρματηλατῶν προΐεις τῷ λόγῳ καθ᾿ ἡμῶν, ἐξ ἅρματος, τὸ τῆς παροιμίας, ἀστράπτων τε καὶ βροντῶν, καὶ τοῖς ἐξ ἁμάξης ἡμᾶς, ὃ λέγεται, πλύνων· τὸ δέ τοι Πνεῦμα τὸν Ἀρκαδίας ἀρχιερέα ἀποῤῥήτοις ἐπιπνοίαις προσήγαγέ σοι, ὡς ἐκείνῳ τὸν Φίλιππον· πρόσελθε, λέγον, καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ, καὶ παραλαβών, τὰ τῆς ἀληθείας, ὡς ἔχει, τὸν ἄνδρα δίδαξον, καὶ τὰ τῆς παρούσης ἀγνοίας ἀπάλλαξον. | Καὶ σὺ μέν, σἂν τὸν εὐνοῦχο ποὺ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (8, 27), προχωροῦσες ἁρματοδρομῶν ἐναντίον μας μὲ τὶς διδασκαλίες σου, ἐξ ἅρματος, ὅπως λέγει ἡ παροιμία, ἀστράφτοντας καὶ βροντῶντας, καὶ ᾿ξεπλύνοντάς μας μὲ τὰ ἐξ ἁμάξης, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο. Τὸ Πανάγιο ὅμως Πνεῦμα τὸν ἀρχιερέα Ἀρκαδίας μὲ μυστικὲς ἐπιφοιτήσεις ὡδήγησε σ᾿ ἐσένα, ὅπως ἀκριβῶς τὸν εὐνοῦχο στὸν ἀπόστολο Φίλιππο· πρόσελθε, λέγοντας, καὶ προσκολλήσου στὸ ἅρμα αὐτό, καὶ ἀφοῦ ἐπιληφθῇς (τῆς ἀποστολῆς) δίδαξε τὸν ἄνδρα τὶς διδασκαλίες τῆς ἀληθείας, ὅπως ἀκριβῶς ἔχει αὐτή, καὶ ἀπάλλαξέ τον ἀπὸ τὴν παροῦσα ἄγνοια. |
Ἀπεκάλυψε γὰρ καὶ σοι δηλονότι τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ Θεός, ὥσπερ δὴ τοῦ Βαλαάμ ποτε, καὶ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ ἑώρακας ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ, οὐ ῥομφαίαν ἐσπασμένην χειρίζοντα, τὸν δὲ λόγον τοῦ Κυρίου, ὃς τομώτερος μαχαίρας ἐστί, προβαλλόμενον. Καὶ παραχρῆμα, ἅτε δὴ εὐγνώμων καὶ συνετός, τὸ «Ἡμάρτηκα» ἐπεβόησας, «οὐ γὰρ ἠπιστάμην». Ταύτη τοι καὶ ἣν ἐκίνεις ἀνέδην κατὰ τοῦ Ἰακώβ τὸ πρῶτον γλῶτταν ὑβρίστριαν, εἰς μέρος εὐλογίας μεθήρμοσας, καὶ «Τὶ ἀράσομαι», εἶπας, «ὃν μὴ ἀρᾶται Κύριος; ἢ τὶ καταράσομαι, ὃν οὐ καταρᾶται ὁ Θεός;» ῝Ωστε καὶ τῇ κρείττονι μεταθεὶς μοίρᾳ, τῷ τῶν ὀρθοδοξούντων κλήρῳ φέρων σαυτὸν συγκατέταξας, «Ἀποθάνοι», λέγων, «ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς ψυχαῖς δικαίων, καὶ γένοιτο τὸ σπέρμα μου ὡς τὸ σπέρμα τούτων». | Διότι ἄνοιξε καὶ τοὺς ᾿δικούς σου ὀφθαλμοὺς ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ Βαρλαάμ κἄποτε, καὶ τὸν ἄγγελό του ἔχεις ἰδεῖ νὰ στέκεται ἀντίκρυ στὸ δρόμο σου, ὄχι τὴν ρομφαία νὰ ἔχῃ ἁρπαγμένη στὸ χέρι (Ἀριθ. 22, 31), ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ μαχαίρι (Ἑβρ. 4, 12). Καὶ ἀμέσως, δεδομένου ὅτι εἶσαι εὐγνώμων καὶ συνετός, τὸ «ἁμάρτησα, ἀναφώνησες, διότι δὲν ᾿γνώριζα τὴν ἀλήθεια». («καὶ εἶπε Βαρλαὰμ τῷ ἀγγέλῳ Κυρίου. Ἡμάρτηκα. Οὐ γὰρ ἠπιστάμην» (ἔνθ. ἀν. στίχ. 34)). Καὶ μ᾿ αὐτὴν βεβαίως τὴν ὑβρίστρια γλῶσσα τὴν ὁποία μεταχειριζόσουν ἀμελῶς πρωτύτερα κατὰ τοῦ Ἰακώβ (αὐτ. 23, 7), τὴν προσήρμοσες σὲ μέρος εὐλογίας, καὶ εἶπες: «Πῶς θὰ καταρασθῶ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο δὲν καταρᾶται ὁ Κύριος; Πῶς θὰ ἀναθεματίσω ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον δὲν ἀναθεματίζει ὁ Θεός; («τὶ ἀράσωμαι ὃν μὴ ἀρᾶται κύριος; ἢ τὶ καταράσωμαι ὃν μὴ καταρᾶται ὁ Θεός;» (αὐτ. 23, 8)). Οὕτως ὥστε ἀφοῦ μετατέθηκες στὴν καλλίτερη μεριά, προσέφερες καὶ κατέταξες τὸν ἑαυτό σου στὸν κλῆρο τῶν ὀρθοδόξων, λέγοντας «Εἶθε νὰ πεθάνῃ ἡ ψυχή μου συναριθμημένη μὲ τὶς ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ ἂς γίνουν οἱ ἀπόγονοί μου σἂν τοὺς ἀπογόνους αὐτῶν» («ἀποθάνοι ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς ψυχαῖς δικαίων, καὶ γένοιτο τὸ σπέρμα μου ὡς τὸ σπέρμα τούτων» (αὐτόθι, στίχ. 10)). |
Ταῦτα σε καὶ τῷ Ἀποστόλῳ παραβάλλοντες Παύλῳ, οὐκ ἂν πάνυ πόῤῥω τοῦ είκότος τοξεύοιμεν. Εἰ μὴ γὰρ ἀπειλῆς τε καὶ φόνου κατ᾿ ἐκεῖνον, ζήλου γοῦν, καὶ καταφορᾶς νεανικῆς τινος καὶ ἐῤῥωμένης εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ αὐτὸς τοῦ Κυρίου ἐμπνέων, τὸν πρὶν διώκτην εἰς τὸν πιστὸν τέως ὀπαδὸν καὶ μαθητὴν μετεῤῥύθμισας. Περιήστραψε γὰρ δήπου καὶ σὲ τὸ ἀπὸ οὐρανοῦ φῶς, ὡς ἐκεῖνον, τῆς τοῦ Θεοῦ εὐμενῶς καὶ ἐπὶ σοὶ ἐπιδούσης ἀῤῥωγῆς τε καὶ χάριτος, μονονούκ ἐπὶ τὴν γῆν πεσόντι, καὶ τῆς ἐξ ὀνόματος δισσευθείσης προσκλήσεως αἰσθητῶς ἐπακούσαντι, ποτνιωμένης οἷον τὴν δίωξιν. | Αὐτὰ τὰ κατὰ σέ, παραλληλίζοντάς τα πρὸς τὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, δὲν νομίζω πὼς τὸ παρακάνουμε πέρα τοῦ δέοντος ξεπερνῶντας τὰ ὅρια. Διότι ἐὰν ὄχι μὲ ἀπειλητικὰ καὶ φονικὰ αἰσθήματα, ὅπως ἐκεῖνος, πάντως ἐνῷ μὲ ζῆλο, λοιπόν, καὶ μὲ κἄποια νεανικὴ καὶ δυνατὴ ὁρμὴ καὶ δύναμι καὶ σὺ ἐλαυνόσουν ἐναντίον τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, στὸ τέλος τὸν πρὶν διώκτη σὲ πιστὸ ὀπαδὸ καὶ μαθητὴ μετέβαλες. Διότι περιάστραψε κι᾿ ἐσένα ὁπωσδήποτε τὸ οὐράνιο φῶς, ὅπως ἐκεῖνον, ἀφοῦ σὲ ἐπισκέφθηκε ἡ βοήθεια καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ· μόνο ποὺ δὲν ἔπεσες στὴ γῆ καὶ δὲν ἄκουσες αἰσθητὰ τὴν φωνὴ ἐκείνη νὰ σὲ καλῇ δυὸ φορὲς μὲ τὸ ὄνομά σου, καὶ μὲ τὸν τρόπο της νὰ παραπονῆται γιὰ τὸν διωγμό. |
Τὰ δ᾿ ἄλλα καὶ σοι Ἀνανίας ἄντικρυς ὁ Ἀρκαδίας, καὶ αἱ τῶν καινοτομιῶν, αἷς συνανεστράφης προλήψεις, καὶ ὡσεί λεπίδες τῶν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμῶν ἀποπίπτουσαι, καὶ τὸ τῆς εὐσεβείας ἐνατενίζειν φωτὶ καθαρῶς ἐπιτρέπουσαι. Ἀμέλει τοι «σκεῦος οἶσθα ἐκλογῆς» καὶ αὐτὸς τῷ Κυρίῳ, ἐκ γαστρὸς μητρός σου ἀφωρισμένος αὐτῷ, τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον ἐθνῶν τε καὶ βασιλέων, καὶ καταρτίσαι αὐτῷ λαὸν περιούσιον. | Ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα σου, καὶ σ᾿ ἐσένα, ἀκριβῶς σἂν ἄλλος Ἀνανίας ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρκαδίας, ἀπέβη ἁρμόδιος καὶ γιὰ τὶς καινοτομίες καὶ γιὰ τὶς προκαταλήψεις, μαζὶ μὲ τὶς ὁποῖες ἕως τώρα ἀνατράφηκες, καὶ οἱ ὁποῖες τώρα σἂν λέπια ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου ἀφοῦ ἀποπίπτουν, ἐπιτρέπουν πλέον νὰ ἀτενίζῃς καθαρὰ τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας. Ἀναμφιβόλως εἶσαι «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9, 15) καὶ σὺ γιὰ τὸν Κύριο, ἀφοῦ ἦσουν προωρισμένος γι᾿ αὐτὸν ἐκ κοιλίας τῆς μητρός σου, ὥστε νὰ φέρῃς καὶ νὰ διδάσκῃς τὸ ὄνομά του καὶ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν καὶ ἐνώπιον τῶν βασιλέων (αὐτόθι), καὶ νὰ οἰκοδομῇς πρὸς χάριν του τὸν λαό του τὸν περιούσιο. |
Τοιοῦτον οὖν σε εἰδότες ἡμεῖς, εἰ μόνον ἐπὶ τῇ εἰλικρινεῖ τῶν ὀρθῶν δογμάτων ὁμολογίᾳ, καὶ τῇ ἐκ ψυχῆς τῶν ἐκθέσμων καινοτομιῶν καὶ αἱρέσεων ἀθετήσει τε καὶ ἀποπτύσει, καὶ διὰ τοῦ ἁγιαστικοῦ χρίσματος τῆς Ἐκκλησίας ἀφαγνισθῆναι τε καὶ τελεσθῆναι γνῶμεν σπουδάσαντα, ἀγκάλαις, ὃ φασιν, ὑπτίαις οἱ πάντες περιβαλλόμεθα, καὶ τὴν ἱεράν σου κεφαλήν ἐν φιλήματι ἁγίῳ τὸ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης τε καὶ ἑνότητος περιπτυσσόμεθα καὶ καταφιλοῦμεν, καὶ κολλᾶσθαι δὴ ἐφιέμενον ἡμῖν, οὐχ ὡς ἐν ἀρχῇ αὐτομολήσαντα οἱ μαθηταὶ τὸν Σαῦλον, ἀποτροπιαζόμεθα, οὐδ᾿ ὡς ἐκεῖνοι μὴ πιστεύοντες ὅτι ἐστὶ μαθητής, φοβούμεθα καὶ ὑποπτήσσομεν· ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ πληροφορίᾳ καὶ πίστει μαθητήν σε ὄντα τοῦ Κυρίου ἐπιγινώσκομεν, καὶ ὡς μύστην ἀληθείας τιμῶμεν, καὶ ὡς ἄντικρυς ἰσαπόστολον γεραίρομεν· προσιέμεθά τε τὸ ἐντεῦθεν ἐσᾳεὶ καὶ ἀποδεχόμεθα, εἰσπορευόμενόν τε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἐκπορευόμενον ἐν τῇ μυστικῇ ταύτῃ Ἱερουσαλήμ, καὶ παῤῥησιαζόμενον ἐν ὀνόματι Κυρίου, καὶ λαλοῦντα, καὶ συζητοῦντα πρὸς τοὺς νεωτεριστὰς δὴ τούτους, ὅσα ἂν αὐτοῖς εἰς σωτηρίαν, καὶ ἐπιστροφὴν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτῶν, συντελῆ τε εἴη καὶ πρόσφορα. | Τέτοιον λοιπὸν σὲ γνωρίσαμε ἐμεῖς, ἔστω καὶ μόνον ἐπὶ τῇ προϋποθέσει τῆς εἰλικρινοῦς τῶν ὀρθῶν δογμάτων ὁμολογίας, καὶ τῇ ἐκ βάθους ψυχῆς ἀποβολῇ καὶ βδελυγμίᾳ τῶν παρανόμων καινοτομιῶν καὶ αἱρέσεων. Ἐπειδὴ δὲ διαπιστώνουμε ὅτι ἐπείγεσαι νὰ ἐξαγνισθῇς μὲ τὴν τέλεσι τοῦ ἁγίου Χρίσματος τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ ἀνοιχτὲς τὶς ἀγκάλες, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε, ὅλοι μας θὰ σὲ περιβάλουμε καὶ τὴν ἱερή σου κεφαλὴ ἐν φιλήματι ἁγίῳ, ποὺ εἶναι δεῖγμα καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καὶ ἑνότητος, θὰ περιπτυχθοῦμε καὶ πάρα πολὺ θὰ σὲ ἀγαπᾶμε, καὶ, τὸ κυριώτερο, ἀφοῦ ἔχεις τὴν ἔφεσι νὰ ἑνωθῇς πλήρως μαζί μας, δὲν θὰ σοῦ συμπεριφερθοῦμε μὲ ἀποτροπιασμὸ ὅπως στὴν ἀρχὴ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου τὸν δραπέτη Σαῦλο, οὔτε ὅπως ἐκεῖνοι δυσπιστοῦντες γιὰ τὸ ὅτι ἔγινε γνήσιος μαθητής, θά εἴμαστε συνεσταλμένοι καὶ θὰ διατηροῦμε φοβίες καὶ ἐπιφυλάξεις· ἀλλὰ μὲ πλήρη ψυχικὴ συγκατάθεσι καὶ πίστι σὲ ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶσαι μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ σὲ τιμᾶμε ὡς μεμυημένον πλέον στὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ εὐθέως ὡς ἰσαπόστολο σὲ ἐπευφημοῦμε. Σὲ πλησιάζουμε δὲ ἀπὸ τώρα καὶ γιὰ πάντα καὶ σὲ ἀποδεχόμεθα στὸ νὰ μᾶς συνοδεύῃς στὰς εἰσόδους καὶ ἐξόδους στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν μυστικὴ αὐτὴ Ἱερουσαλήμ, καὶ στὸ μετὰ παρρησίας νὰ ἐνεργῇς τὰ πρὸς ὁμολογίαν ὀρθὴν ἐν ὀνόματι Κυρίου, καὶ νὰ κηρύττῃς, καὶ νὰ συζητᾷς, καὶ μάλιστα μὲ τοὺς νεωτεριστὰς τούτους, διδάσκοντάς τους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι χρήσιμα καὶ συντελεστικά, γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπ᾿ τὸν πεπλανημένο δρόμο καὶ τὴν ἐπίτευξι τῆς σωτηρίας των. |
«Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὁ Θεός σου ἐκάλεσέ σε ἐν δικαιοσύνῃ, καὶ ἔδωκέ σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν· ἰδοὺ ὡς φῶς τέθεικέ σε, ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς τυφλῶν, καὶ ἐξαγαγεῖν ἐκ δεσμῶν δεδεμένους, καὶ ἐξ οἲκου φυλακῆς καθημένους ἐν σκότει· ἰδοὺ ὡς λύχνον ἀνῆψαί σε, καὶ ὡς λαμπτῆρα ἐπύρσευσε τοῖς ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ τῷ τῆς Δυτικῆς σκοτομήνης κατακειμένοις, ἳνα καὶ αὐτοῖς ποτε καθαρὰ διαυγάσειεν ἡ τῆς ὀρθῆς ὁμολογίας ἡμέρα, καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, νέφους τε καὶ ἀχλύος ἐκτὸς ὁ λόγος τῆς πίστεως». | Διότι ἰδοὺ Κύριος ὁ Θεός σου σὲ ᾿κάλεσε μὲ δικαιοσύνη καὶ σὲ ἔδωσε σἂν παρακαταθήκη γιὰ τοὺς ἐπερχομένους, γιά νά φωτίζῃς τούς πεπλανημένους (Ἰερεμ. 1, 10). Ἰδού, σἂν φῶς σὲ ἔχει τοποθετήσει γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, καὶ γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ δέσμιοι ἀπ᾿ τὰ δεσμά τους, καὶ γιὰ νὰ ἀποφυλακισθοῦν οἱ ἐγκάθειρκτοι τοῦ σκοταδιοῦ. Ἰδοὺ σἂν φάρο σὲ ἄναψε καὶ σἂν πυρσὸ σὲ ᾿πυράκτωσε γιὰ νὰ καταφωτίσῃς αὐτοὺς ποὺ ᾿βρίσκονται κατακείμενοι στὸν κατάξηρο τόπο τῆς Δυτικῆς ἀσέληνης νύκτας, οὕτως ὥστε (ὅπως εὐχόμαστε) καὶ γι᾿ αὐτοὺς κἄποτε νὰ ἔλθῃ καθαρὴ ἡ αὐγὴ τῆς ἡμέρας τῆς ὀρθῇς ὁμολογίας καὶ ὁλόλαμπρος νὰ λάμψῃ στὶς ψυχές των, μακρυὰ ἀπὸ νέφη καὶ ὀμίχλες, ὁ λόγος τῆς πίστεως. |
Ἰδοὺ τέθηκέ σε ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὡς πόλιν ὀχυράν, καὶ ὡς τεῖχος χαλκοῦν, ᾧ περ ἂν προσαῤῥάξασα ἡ τῇ κεφαλῇ ἡμῶν ἀντίθετος κεφαλή, ἡ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἀναιδῶς τε καὶ ἀσεβῶς ἐπαιρουμένη τε καὶ γαυρουμένη, συνθλασθείη καὶ συντριβείη, ἣτις καὶ συνθλασθήσεται, εὖ οἶδ᾿ ὅτι, καὶ συντριβήσεται τέως, καὶ «τὰ πάχη αὐτῆς ἐκμυελισθήσεται», καὶ κορυζώδης καὶ φρονηματίας ἐγκέφαλος ἐκρυήσεται, καὶ ἐξουθενωθήσεται, εἰ Θεὸς τῆς ἰδίας δόξης ζηλωτὴς ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ «τὰ μὲν ταπεινὰ ἐφορῶν, τὰ δὲ ὑψηλὰ καθαιρῶν, καὶ διδοὺς μὲν τοῖς ὁσίοις αὑτοῦ χάριν, τοῖς δὲ περηφάνοις ἀντιτασσόμενος». | Ἰδοὺ σὲ ᾿τοποθέτησε στὴν σύγχρονη ἐποχή μας σἂν πόλι ὀχυρωμένη καὶ σἂν χάλκινο τεῖχος (αὐτόθι, στίχ. 18), στὸ ὁποῖο ἀκριβῶς εἴθε νὰ προσέκρουε ἡ ἀντίθετη κεφαλή, αὐτὴ ποὺ ἐναντίον τῆς Ἐκλησίας τοῦ Θεοῦ μὲ τόση ἀδιαντροπιὰ καὶ ἀσέβεια φυσιοῦται καὶ ὑπερηφανεύεται, γιὰ νὰ κατατσακισθῇ καὶ νὰ γίνῃ συντρίμμια, ἡ ὁποία καὶ θὰ κατατσακισθῇ, τὸ γνωρίζω καλά, καὶ θὰ συντριβῇ στὸ τέλος, καὶ οἱ σάρκες καὶ τὰ πάχη της θὰ ἀπομυζηθοῦν (Ἀριθμ. 24, 8), καὶ ὁ πλήρης μωρίας καὶ ἀλαζονίας ἐγκέφαλος θὰ ἐξανεμισθῇ καὶ θὰ ἐκμηδενισθῇ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεός μας εἶναι διεκδικητὴς τῆς δόξης του· αὐτὸς ποὺ στὰ μὲν ταπεινὰ προσβλέπει μὲ συμπάθεια, τὰ δὲ ὑψηλόφρονα καταργεῖ· αὐτὸς ποὺ στοὺς μὲν ὁσίους του δίδει χάρι, στοὺς δὲ ὑπερηφάνους ἀντιστρατεύεται (Παροιμ. 3, 34). |
Ἀλλὰ γὰρ ἔσται ταῦτα, ὅτε καὶ ὅπως τῇ ἄνω προνοίᾳ δόξειε. Σὺ δ᾿ εἷα ἔχου δὴ τῆς καλῆς προαιρέσεως, ἀγαπητέ· ἕπου προθύμως τῇ προαγούσῃ σε χάριτι· τρέχε κατὰ σαυτὸν τὸ σοὶ προκείμενον στάδιον· ἀνδρίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα διαθλῶν, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία σου. «Περίζωσαι τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρὸν σου ὁ δυνατός, καὶ ἔντεινε, καὶ κατευοδοῦ, καὶ βασίλευε, ἕνεκεν ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης ἀγωνιζόμενος· ὁδηγήσει γάρ σε θαυμαστῶς ἡ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ», ὑπὲρ οὗ καὶ ἀθλεῖν προτεθύμησαι. «Περίζωσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι», μᾶλλον δέ, ἐπεὶ ὑπὸ Θεῷ στρατηγοῦντι, περιέζωσαι δύναμιν καὶ ἀνέστης, χώρει γενναίως τὸν δίαυλον, «τῶν μὲν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, ἐπὶ δὲ τὰ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος». | Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτὰ θὰ συμβοῦν ὅταν καὶ ὅπως θελήσῃ νὰ εὐδοκήσῃ ἡ Θεία Πρόνοια. Σὺ δὲ ἀγαπητέ, ἐμπρός, προχώρα καὶ ἐπίμενε νὰ κατέχῃς αὐτὴν τὴν καλή σου προαίρεσι· ἀκολούθει μὲ προθυμία τὴν θεία χάρι ποὺ σὲ καθοδηγεῖ· τρέχε μὲ ὅλη σου τὴν δύναμι τὸ στάδιο ποὺ διανοίγεται μπροστά σου· ἀνδρίζου ὅλο καὶ περισσότερο στὴν ἄθλησι αὐτοῦ τοῦ καλοῦ ἀγῶνος, καὶ ἂς δυναμωθῇ ἡ καρδιά σου· ζῶσε γύρω ἀπ᾿ τὴν μέση σου τὸ σπαθί σου ὥστε νὰ ἐφάπτεται στὸν μηρό σου καὶ κυβέρνα καὶ ἀγωνίζου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν δικαιοσύνη· διότι θὰ σὲ ὁδηγήσῃ μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ (Ψαλμ. 44, 4-5), λόγῳ τοῦ ὅτι προθυμοποιήθηκες νὰ ἀγωνισθῇς ὑπὲρ Αὐτοῦ. Ζῶσε λοιπὸν τὴν μέση σου καὶ ἀνορθώσου· μᾶλλον δὲ ἐπειδὴ ἐντάχθηκες στὴν στρατηγία τοῦ Θεοῦ περιβλήθηκες μὲ δύναμι καὶ καταστάθηκες ἱκανὸς γιὰ ἀγῶνα, διάνυε μὲ γενναιότητα τὸν δίαυλο, λησμονῶντας τὰ τοῦ παρελθόντος, προσβλέπων δὲ καὶ ἐνεργῶν μὲ αἰσιοδοξία πρὸς τὸ μέλλον (Φιλιπ. 3, 14). |
«Ἐπ᾿ ὄρους ὑψηλοῦ ἀνάβηθι ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών», ὡς ἂν ῇς τοῖς πᾶσι περίοπτος· ὕψωσον ἐν ἰσχύϊ τὴν φωνήν σου «ὁ εὐαγγελιζόμενος Ἱερουσαλήμ», ἳνα ῇς τοῖς πᾶσιν ἐξάκουστος· ὕψωσον μηδὲν ὑποστελλόμενος, καὶ εἶπον πάντα ὅσα τὸ Πνεῦμα σοι ἐνετείλατο, κᾂν μύριοι ὦσιν οἱ ὑπὸ τοῦ ψεύδους στρατολογούμενοι πρὸς οὓς δέον σε παρατάσσεσθαι, κᾂν νεανικοί τινες εἶναι δοκῶσι τὰ λεκτικὰ ταῦτα καὶ διαλεκτικὰ τεχνύδρια καὶ δυσκαταγώνιστοι, κᾂν περιττοὶ τὴν σοφίαν τὴν ἔξω ταύτην καὶ καταργουμένην, κᾂν τέως καὶ τὴν ἐκ τοῦ κόσμου περιβεβλημένην δύναμιν, μυρίας σοι τὰς ἀπειλὰς ἐπισείωσιν· ἀλλὰ σὺ μηδὲν αὐτῶν προτιμήσειας τῇ ἐξ ὕψους ἰσχύϊ ῥωννύμενος. «Μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, μηδὲ πτοηθῇς ἐναντίον αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ εἰμὶ τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος, καὶ πολεμήσουσι, καὶ οὐ μὴ δύνωνται πρὸς σέ». Εἶεν. | Ἀνέβα σὲ ὑψηλὸ βουνό, ἀφοῦ ἔχεις σκοπὸ νὰ εὐαγγελισθῇς τὴν Σιών («ἐπ᾿ ὄρος ὑψηλὸν ἀνάβηθι ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών» (Ἡσ. 40, 9), οὕτως ὥστε νὰ ἀποβῇς περίβλεπτος ἀπὸ ὅλους· ὕψωσε δυνατὰ τὸν τόνο τῆς φωνῆς σου σὺ ποὺ θὰ εὐαγγελισθῇς τὶς ἀλήθειες ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ («ὕψωσον τῇ ἰσχύϊ τὴν φωνήν σου ὁ εὐαγγελιζόμενος Ἱερουσαλήμ» (αὐτόθι)), διότι ἔτσι θὰ σὲ ἀκούσουν ὅλοι· φώναξε διαπεραστικά, πρὸ οὐδενὸς μὴ ὑποχωρῶν, καὶ κήρυξε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σὲ διέταξε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀκόμα καὶ ἂν μύριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ στρατολογοῦνται γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὸ ψεῦδος, πρὸς τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἀντιπαραταχθῇς, ἔστω καὶ ἂν κἄποιοι μετερχόμενοι καινούργιους τρόπους στὴν παράθεσι τῶν λεκτικῶν καὶ διαλεκτικῶν τεχνουργημάτων νομίζουν πὼς ἔτσι ἀποβαίνουν δυσκατάβλητοι, καὶ ὅταν ἀκόμα κἄποιοι εἶναι ὑπέρμετρα ἱκανοὶ ὡς πρὸς τὴν σοφία τὴν ἐξωτερική, αὐτὴν ποὺ καὶ θὰ καταργηθῇ, καὶ ἂν ἀκόμη, ἐν τέλει, περιβεβλημένοι μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ ὑλικὴ δύναμι, μὲ χίλιες δυὸ ἀπειλὲς σὲ φοβερίζουν· σὺ ὅμως τίποτα ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εὐχόμεθα νὰ μὴ προτιμήσῃς, ἰσχυροποιούμενος μὲ τὴν ἐξ ὕψους δύναμι· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ τὴν παρουσία τους, οὔτε νὰ δειλιάσῃς πολεμῶντας τους, γιατὶ «ἐγὼ εἶμαι μαζί σου ἕτοιμος νὰ σὲ προστατεύσω, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ σὲ πολεμήσουν, ἀλλὰ τίποτα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ κἄνουν εἰς βάρος σου («ἀνδρίζου καὶ ἲσχυε, μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλιάσῃς μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν ἐν ὑμῖν, οὔτε μὴ σὲ ἀνῇ, οὔτε μὴ σὲ ἐγκαταλίπῃ» (Δευτ. 31, 6)). Εἴθε (λοιπόν, ἔτσι νὰ γίνουν τὰ πράγματα). |