Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΚΡΗΤΙΣΜΟΣ


Υπάρχουν πολλές άγρυπνες ευαίσθητες συνειδήσεις Ορθοδόξων, των οποίων όμως η φωνή και η στάση τους δεν φθάνουν στίς ακοές και στα όμματα των πολλών και έν πολλοίς αδιαφόρων πιστών. Αντίθετα προβάλλονται και μεγαλύνονται όσοι κληρικοί και θεολόγοι υμνούν και προσκυνούν το θηρίο της Αποκαλύψεως, τον θρησκευτικό συγκρητισμό του Εωσφόρου, την ισοπέδωση θρησκειών και ομολογιών, το πολυπολιτισμικό και πολυθρησκευτικό μοντέλο της δήθεν <<Νέας Εποχής>>, η οποία είχε γεράσει και φθαρεί μέσα στα πάθη της ατιμίας.
Κατά το μέτρο που εκδιώκεται ο Ιησούς Χριστός και αποχριστιανίζεται ο κόσμος, και μάλιστα ο δυτικός και <<πολιτισμένος>>, με ευθύνη του Παπισμού και του Προτεσταντισμού, αλλά και ο δικός μας εξαιτίας της αποστασίας, κατά το ίδιο μέτρο το κενό καλύπτει ο Διάβολος. Μεταλλάσεται η αλήθεια του Θεού, η αληθινή θεογνωσία του Ευαγγελίου, με το ψεύδος της νέας ειδωλολατρίας του πολυπολιτισμού και του συγκρητισμού, με συνέπεια να ατονήσει η τήρηση των εντολών και να φθάσουν οι άνθρωποι <<είς αδόκιμον νούν πεπληρωμένοι πάσης κακίας>> ακόμη και στην διάπραξη της πιο απεχθούς ακαθαρσίας του Σοδομισμού, της επαινούμενης και ασκούμενης, ακόμη και απο κληρικούς, ομοφυλοφιλίας, όπως ακριβώς παρουσιάζει ο απόστολος Παύλος την πρό Χριστού εποχή στο πρώτο κεφάλαιο της πρός Ρωμαίους Επιστολής, στήν οποία θέλουν να μας επαναφέρουν ώς δήθεν Νέα Εποχή οι του συγκρητισμού και της πανθρησκείας.
Όσες συναντήσεις και αν γίνουν του πάπα με ορθοδόξους πατριάρχες ή αρχιεπισκόπους, ή μόνη οδός επανευαγγελισμού των διαφόρων αιρετικών χριστιανών, είναι ή έν μετανοία επάνοδος, η μίμηση του Αποστόλου Πέτρου στα δάκρυα που έχυσε για την άρνηση του Χριστού, του πάπα τώρα και των προτεσταντών για την άρνηση της Αγίας Ορθοδοξίας των κοινών Πατέρων και Αγίων της πρώτης χιλιετηρίδος. Άν εξακολουθήσει να επιμένει (ο πάπας) εγωιστικά στο δήθεν αξίωμα του Πέτρου και στα κλειδιά της Βασιλείας, όπως έπραξε το 2006 κατά την επισκεψή του στο Φανάρι, σε κοσμικές φιλοδοξίες και πρωτεία, τότε δεν ισχύει το <<ποίμενε τα προβατά μου>> αλλά το <<Ύπαγε οπίσω μου Σατανά, ότι ού φρονείς τα του Θεού, αλλά τα των ανθρώπων>>.
Μέσα λοιπόν, στο κλίμα αυτό της δήθεν Νέας Εποχής, που διαμορφώνουν ο παπικός και προτεσταντικός Οικουμενισμός, με απώτερο όραμα τηνπανθρησκεία του Αντιχρίστου (ένωση όλων των θρησκειών), ο Ιησούς και η Εκκλησία του δεν κηρύσσονται ώς το μοναδικό φώς, ώς η μόνη οδός σωτηρίας, συνεργούντων δυστυχώς και συμφωνούντων και πολλών ορθοδόξων πατριαρχών, αρχιεπισκόπων και επισκόπων.
Σήμερα κανείς δεν μιλά σθεναρά. Όποιος μιλά, άν δεν θεωρείται φανατικός χαρακτηρίζεται οπισθοδρομικός, στενοκέφαλος, μύωπας, αρτηριοσκληρωτικός ή ακόμη φαιδρός και γραφικός. Βεβαίως θα πρέπει να τονίσουμε δυστυχώς ότι η ορθόδοξη παραδοσιακή γραμμή υποστηρίζεται υποστηρίζεται ενίοτε με αρές, ύβρεις, θυμούς, απειλές, φωνές, ακραίες θέσεις, ατεκμηρίωτες εκφράσεις και αναληθείς υπερβολές. Και αυτό συμβαίνει διότι σιωπούν εκείνοι που πρέπει να μιλούν.... Διότι δεν μπορεί να διορθωθεί το κακό μ ένα άλλο κακό. Σήμερα, άν το κακό θριαμβεύει στόν κόσμο, αυτό οφείλεται όχι τόσο στο ότι δεν υπάρχουν έντιμοι άνθρωποι, αλλά στο ότι οι έντιμοι είναι δειλοί... Η γενιά μας θα μετανιώσει πικρά, για την αποτρόπαια σιωπή και αδιαφορία των <<καλών>>....
<<....Εντολή γάρ Κυρίου μή σιωπάν έν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως....Λάλει γάρ, λέγει, και μή σιώπα....>>
Διά τούτο κ' αγώ ο τάλας...λαλώ!...(Αγίου Θεοδώρου του Στουδίτου)>

ΜΟΝΑΧΟΥ ΑΒΡΑΑΜ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ!


Την φθοράν της γλώσσης της Ορθοδοξίας επεχείρησαν συστηματικώς έν τή Ανατολή πρώτοι οι οπαδοί του αιρεσιάρχου Πάπα Ουνίται. Τούτο ομολογούν οι ίδιοι, ώς ο παπικός θεολόγος Π. Γρηγορίου, είς το βιβλίον του <<Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων>>, Αθήναι 1958, σ. 257-309. Οι Ουνίται, αντιδρώντες πρός το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, προσεπάθησαν, χάριν των προσηλυτιστικών των σκοπών, να δημιουργήσουν νέαν ελληνόφωνον γλώσσαν, την λεγομένην Δημοτικήν. Ούτοι είναι οι πρώτοι δημοτικισταί, καί, από του 16ου αιώνος μέχρι των νεοτέρων χρόνων, οι μόνοι, οίτινες προσεπάθησαν να συντάξουν γραμματικήν της λεγομένης Δημοτικής, πλήν όμως τότε ανεπιτυχώς. Το οπισθοδρομικόν τούτο έργον των αιρετικών εμιμήθησαν και μή Ουνίται νεώτεροι λόγιοι Έλληνες, παραπλανηθέντες υπό της ευεξαπατήτου Δύσεως. Ο καρδινάλιος του αιρεσιάρχου Πάπα Βησσαρίων, ώς γράφει ο π. Σπυρίδων Μπιλάλης είς το βιβλίον του <<Ορθοδοξία και Παπισμός>> Αθήναι 1969, εξεμάνη, διότι ο πρόμαχος της Ορθοδοξίας άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, ωπλισμένος με την ακατανίκητον θείαν σοφίαν των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, είς την σύνοδον της Φερράρας-Φλωρεντίας, απέκρουε και κατέβαλε πάντας τους παπικούς και φιλοπαπικούς. Τότε ο εξωμότης Βησσαρίων έλεγε έν τώ σατανικώ θυμώ , <<ότι θα εκλείψει η Ορθοδοξία και αυτή έτι η Ελληνική γλώσσα>>! (σ.61). Οι γλωσσομάχοι αλλότριοι μισούσι την τελείαν γλώσσαν μορφώσεως της Ορθοδοξίας και επιδιώκουσι την αντικατάστασι αυτής. Διά της καθιερώσεως της Δημοτικής επιχειρείται η αποκοπή των συγχρόνων Ορθοδόξων Ελλήνων από του ορθοδόξου χριστιανικού λόγου. Διά την ιεράν ταύτην γλώσσαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, ισχύει πάντοτε τό του Μ. Αθανασίου <<Μή...τίς...πειραζέτω τάς λέξεις μεταποιείν, ή όλως εναλλάσειν.. Ὀσω γάρ των Αγίων ο βίος βελτίων των άλλων εστί, τοσούτω και τα παρ' αυτών ρήματα τών παρ' ημών συντιθεμένων βελτίονα και ισχυρότερα άν τις είποι δικαίως>>(ΒΕΠΕΣ, 32) 28). Ο Μητροπολίτης Ύδρας Σπετσών και Αιγίνης κ. Ιερόθεος είς τον Β΄ τόμο απανθίσματος πατερικής σοφίας, υπό τον τίτλον <<Οσμή Ευωδίας Πνευματικής>> , Πάτραι 1978, αναφερόμενος ειδικώτερον είς την γλώσσαν των αγίων Πατέρων και την σχετικήν αμάθειαν πολλών συγχρόνων, προσθέτει <<ότι πλείστοι έκ των νεοτέρων Ελλήνων ουδέποτε εξετίμησαν επαρκώς την Πατερικήν εκκλησιαστικήν γλώσσαν, ούτε κατενόησαν την δημιουργική αξίαν αυτής, ούτε εισέδυσαν είς την μυσταγωγίαν της πνευματικής της χάριτος>> (σ. ιθ΄). Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ δί ειδικής εγκυκλίου του έτους 1819 λέγει ότο ο κίνδυνος διά την πατροπαράδοτον παίδευσιν προκύπτει και <<έκ τινών διαφθαρμένων ανδραρίων, τα οποία, καθώς τα ζιζάνια μεταξύ του καθαρού σίτου, όντα και αυτά μεταξύ τών πεπαιδευμένων του Γένους, ανεφύησαν πλανώμενα ύφ' εαυτών και πλανώντα τούς αφελεστέρους και απεριφράκτους την διάνοιαν. Εχθροί της ελληνοχριστιανικής παιδείας προβάλλουσιν...ότι των προγόνων η γλώσσα είναι δύσκολος είς την κατάληψιν...και τρόπον τινά περιττή είς το Γένος τήν σήμερον. Διό και παρεισάγουσιν αλλοκότους τινάς καινοτομίας και νέας νομοθεσίας, ώστε και ετόλμησαν μερικοί ...ν' αντιστρατεύωνται έκ του εμφανούς (κατά της προγονικής γλώσσης) και να κινώσι κατ΄ αυτής γλώσσαν υβρίστριαν και αχαλίνωτον. Η επερχομένη ζημία έκ της αντιπαιδευτικής ταύτης επιβουλής δεν είναι μόνον ή της προγονικής διαλέκτου κατάργησις, αλλά και ή περί τήν αμώμητον πίστιν ψυχρότης>> Εμφανίζονται λοιπόν ήδη θρασύτεροι οι επιχειρούντες να μετατρέψωσι τα ιερά κείμενα της ορθοδόξου λατρείας είς την λεγομένην δημοτικήν. Υπέρ τούτο επικαλούνται την αμάθειαν των συγχρόνων Ελλήνων και την ανάγκην προσαρμογής των κειμένων είς την γλώσσαν των αγραμμάτων. Αί φρούδαι αυτές θέσεις, επαναλαμβάνομεν, δεν είναι νέαι και ορθόδοξοι, αλλά παλαιαί και αιρετικαί. Πρώτος τάς υπεστήριξε μετά πάθους ο πρωτοπόρος των λεγομένων δημοτικιστών, ο ουνίτης κληρικός Ν. Σοφιανός, όστις έζησε τον ΙΣΤ΄ αιώνα. Ούτος είς τον επίλογο της Γραμματικής του υπεστήριζε τηνκατασκευήν της λεγομένης δημοτικής, την οποίαν ωνόμαζεν <<κοινήν>>, και με το επιχείρημα της κατανοήσεως ταύτης παρά πάντων είς βαθμόν, ώστε <<και οι γυναίκες σχεδόν να την γρυκούν>> (Σχέσεις Καθολικών και Ορθοδόξων>>, Αθήναι 1978, σ.275). Οι σημερινοί <<δημοτικισταί>>, εκκλησιατικοί και μή, ουδέν νέον ποιούσιν, αλλά ακολουθούσι τούς κακοδόξους και αντιγράφουσι τούς ουνίτας , ώς πιστοί τούτων οπαδοί! Παλαιότερα ο Μητροπολίτης Δημητριάδος προσεπάθησεν περαιτέρω γλωσσικήν αποστασίαν. Διά σχετικής επιστολής του (τότε) γνωματεύει όπως πιστοί συνθέσωσι <<νέους ύμνους, σε γλώσσα προσιτή>> ήγουν <<δημοτικήν>> (Ορθόδοξος Τύπος, 7/3/1980, σ. 4). Βεβαίως τούτο εστίν εγκατάλειψιςντης ορθοδόξου λατρείας και έκπτωσις είς αλλότριαν, προφανώς παπικού ή φιλοπαπικού φρονήματος. Διό ο δημοτικιστής ούτος Ιεράρχης (και οι σημερινοί ομόφρονές του) βασίζει την πρότασιν αυτού και γενικώς την εισαγωγήν της <<δημοτικής>> είς την λατρείαν της Ορθοδοξίας επί της παπικής κακοδοξίας, ότι η Παράδοσις της Εκκλησίας <<έχει την δυνατότητα νέας δημιουργίας με νέα μορφή>> (αυτόθι). Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένον ότι πάν κλασικόν κείμενον έν τή μεταφράσει αποβάλλει το 90% της αξίας αυτού (Γεωργούλη, Πρακτικά Εκπαιδευτικού Συνεδρίου έν Τριπόλει, έν Αθήναις 1958, σ. 130). Έξ άλλου έν τή Εκκλησία δεν εγένετο ποτέ μετάφρασις των αγιογραφικών κειμένων είς ελληνικόν τι γλωσσικόν ιδίωμα. Αί κατά τούς τελευταίους καιρούς γενόμεναι τοιάυται μεταφράσεις εκινήθησαν έξωθεν της Ορθοδοξίας, ή κατ' ενέργειαν αλλοτρίων, ή κατ' επηρεασμόν επί επιρρεπόντων είς νεωτεριστικάς καινοτομίας Ορθοδόξων.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΕΩΣ ΠΡΟΣ ΠΕΤΡΟΝ ΤΟΝ ΚΛΑΙΡΚΙΟΝ

ΕΠΙΣΤΟΛΗ
ΕΥΓΕΝΙΟΥ
ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΕΩΣ

(Κείμενον)

ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΕΩΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΠΡΟΣ ΠΕΤΡΟ ΚΛΑΙΡΚΙΟ

(Ἑρμηνεία)

Πέτρῳ Κλαιρκίῳ τῷ αἰδεσιμωτάτῳ ὑποδιακόνῳ τῆς Ῥοδομαγνησίας ἐκκλησίας, καὶ διὰ Παρισικοῦ προνομίου τῶν ἐγκυκλίων παιδευμάτων ἐλλογιμωτάτῳ Διδασκάλῳ, Εὐγένιος Ἱεροδιάκονος ὁ Βούλγαρις, τὸν ἐν Χριστῷ ἀδελφικὸν ἀσπασμόν, καὶ τὴν ἐκ κέντρου ψυχῆς εἰλικρινῆ πρόσρησιν. Πρὸς τὸν αἰδεσιμώτατο Πέτρο Κλαίρκιο, ὑποδιάκονο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ῥοδομαγνησίας, διπλωματοῦχο τῶν Παρισίων, διδάσκαλο τῆς ἐγκυκλίου παιδείας, ὁ Διάκονος Εὐγένιος Βούλγαρις (ἀπευθύνω) τὸν ἐν Χριστῷ ἀδελφικὸ ἀσπασμὸ καὶ τὴν ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου εἰλικρινῆ πρόσρησι.

Ὑπὸ Ῥοδομαγνησία θὰ πρέπει νὰ ἐννοήσουμε τὴν ἐπὶ τῆς ὄχθης τοῦ Σηκουάνα πόλι, ἡ ὁποία ἀπέχει 140 χλμ. ΒΔ τῶν Παρισίων καὶ σήμερα ἀποκαλεῖται Ῥουέν (Rouen). Ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους ἐκαλεῖτο Rothomagnus, καὶ σὲ Ῥοδομαγνησία ἀπέδωκε μεταφραστικῶς τὴν ὀνομασία ὁ δικός μας Εὐγένιος. Ἀπὸ τὸ 260 μ.Χ. χρονολογεῖται ὡς ἕδρα ἐπισκόπου καὶ ἀναφέρεται ὡς πόλις συγκλίσεως 22 τοπικῶν συνόδων. Στὴν Ῥουέν, ὡς γνωστό, κατεδικάσθη καὶ ζῶσα ἐκάη ἐπὶ πυρᾶς ἡ Ἰωάννα ντ᾿ Ἂρκ ὑπὸ τῶν Ἄγγλων (τὸ 1431), κατὰ τὴν περίοδο ποὺ μὲ πόλεμο κατέλαβαν καὶ ἐκυριάρχυσαν τῶν ἐκεῖ περιοχῶν.

Ἐν τῇ τοῦ Κωνσταντίνου μεγαλουπόλει ἐξ ἑνιαυτοῦ ἤδη τὰς διατριβὰς ποιουμένῳ, Σεπτεμβρίου ἱσταμένου, ὁ τῶν ἱερῶν τῷ ὄντι ὑμετέρων γραμμάτων ἐπεδόθη μοι φάκελλος· ὃν καί πως τὴν γνώμην μετέωρος λύων, ὥς γε εἰκός, οἷα δὴ πόῤῥωθεν οὕτως ὑπὸ τοῦ ἥκοντος ἥκειν λεγόμενον, δυσμῶν ἀπ᾿ ἄκρων εἰπεῖν, καὶ ὅθεν οὐκ ἂν ᾤμην ποτὲ γράμμα κομίσεσθαι, ὡς ἀναπτύξας εἶχον, αὐτῷ τε πρὸ παντός, ᾗ δέον, τῷ τοῦ ἐπιστέλλοντος ὀνόματι εἰπών, καὶ Πέτρον ἀναγνοὺς τὸν Κλαίρκιον, ἐν τοῖς καθ᾿ ἡμᾶς ἱεροῖς δόγμασιν, οὐκ ἀθεεὶ δήπου, ἀρτίως προσκεχωρηκέναι ᾀδόμενον (ἦν γάρ τις τοιαύτη, στομάτων διὰ πολλῶν ἱπταμένη, καὶ ὡς ἐμὲ διαῤῥεῦσαι φθάσασα φήμη), τὸν περικλέϊστον τὴν σοφίαν οὐχ ἧττον τὴν εὐσέβειαν, ὅπως ὑφ᾿ ἡδονῆς διεχύθην, καὶ ἔνθους οἷον ἐγενόμην ἐπὶ τῷ ἀδοκήτῳ τῆς συντυχίας, ἢ τῆς εὐτυχίας εἰπεῖν οἰκειότερον, τὶ χρὴ καὶ λέγειν; Στὴν ᾿ξακουστὴ Κωνσταντινούπολι, στὴν ὁποία ἐδῶ καὶ ἕνα χρόνο διαμένω καὶ προσφέρω τὶς ὑπηρεσίες μου, κατὰ τὸν παρόντα Σεπτέμβριο, μοῦ ἐπιδόθηκε ὁ φάκελλος τῶν πράγματι ἱερῶν σας γραμμάτων, τὸ ὁποῖο ἐνῷ ἔλυνα μὲ γνώμη ποὺ τὴν κατεῖχαν ἀπορίες, καὶ ἦταν φυσικὸ βέβαια, ἀφοῦ ἔτσι καὶ ἀπὸ τόσο μακριὰ καὶ ἀνέλπιστα ἦρθε καὶ ἔφθασε, ἀπ᾿ τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε, καὶ ἀπ᾿ ὅπου ποτέ, ὅπως ᾿νόμιζα, δὲν ἦταν δυνατὸ ποτὲ νὰ μοῦ προσκομισθῇ τέτοιο γράμμα, τὸ ὁποῖο μόλις ᾿ξεδίπλωσα καὶ σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο πρὸ πάντων, εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸ τονίσω, μόλις ἀντίκρυσα τὸ ὄνομα τοῦ ἀποστολέως καὶ διαβάζοντας διεπίστωσα ὅτι πρόκειται γιὰ τὸν Πέτρο Κλαίρκιο, γι᾿ αὐτὸν δηλαδή, ποὺ ὄχι χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πρόσφατα, ὅπως διαδιδόταν, ἔχει προσχωρήσει στὰ δικά μας δόγματα (διότι ὑπῆρχε μία τέτοια φήμη, ἡ ὁποία περιφερομένη ἀπὸ στόματος σὲ στόμα ἔφθασε ἕως καὶ σ᾿ ἐμένα), γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀπ᾿ ὅλους ἐπαινεῖται γιὰ τὴν σοφία του καὶ ὄχι ᾿λιγότερο γιὰ τὴν εὐσέβειά του· γιὰ τὸ πῶς (λοιπόν) τὸ αἴσθημα (αὐτῆς) τῆς ψυχικῆς ἡδονῆς διεπέρασε ὅλη τὴν ὕπαρξί μου καὶ σὲ πόσο βαθμὸ ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ κατακυριεύθηκα γιὰ τὸ ἀπροσδόκητο τῆς ἐπικοινωνίας ὴ τῆς εὐτυχίας, γιὰ νὰ τὸ ᾿πῶ οἰκειότερα, ποιὰ ἡ ἀνάγκη νὰ κάνω λόγο;
Εἶχε γάρ με πρὸς ἑαυτὰ μερισάμενα, τῇ μὲν θαῦμα καὶ μάλα δικαίως, ὅτι τε, καὶ ὅ,τι βουλόμενος, ἐμοὶ τῷ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ ἐλαχίστῳ, γράμμασιν ἰδίοις κοινῶσαι τὰ κατὰ σαυτὸν ἀξιώσειας· τῇ δὲ χαρᾷ τις ἄῤῥητος καὶ πάντα λόγον ὑπερβάλλουσα, ὡς εἰκός με οὕτω δισταγμοῦ παντός (φιλεῖ γὰρ πως ἡ ψυχή, τῶν καταθυμιωτέρων ἐν ἀκοῇ γενομένη, οὐκ ἀναμφιβόλους ἐκδέχεσθαι τὰς ἐκβάσεις) καὶ ἀμφιλογίας ἁπάσης στήσει τὰ γεγραμμένα, ἀτρεκῶς ἐπὶ τοῖς περὶ σοῦ λεγομένοις ἐντεῦθεν πληροφορηθησόμενον, καὶ, εἴτι δεῖ καὶ τὸ ἐμόν, προθύμως τῇ θεοφιλεῖ σου ταύτῃ προθέσει συνεφαψόμενον. Διότι ᾿βρέθηκα μοιρασμένος στὰ δύο· στὴν μία πλευρὰ νὰ ἐκλαμβάνω ὡς θαῦμα καὶ πολὺ δικαίως, ἐπιπρόσθετα, γι᾿ αὐτὸ ποὺ ᾿θέλησες, ἐμένα τὸν ἐλάχιστο στὴν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, μὲ δικά σου γράμματα νὰ τιμήσῃς, γνωστοποιῶντας αὐτὰ ποὺ σὲ ἀφοροῦν· στὴν ἄλλη δέ, νὰ μὲ κατέχῃ κἄποια μυστηριώδης χαρὰ ποὺ ξεπερνᾷ κάθε περιγραφή, γιὰ τὸ ὅτι ἐκτὸς παντὸς δισταγμοῦ (διότι κατὰ τέτοιο τρόπο εὐχαριστεῖται ἡ ψυχή, ὅταν πληροφορεῖται γιὰ ἐκεῖνα ποὺ διαρκῶς ἐπιποθεῖ νὰ ἐκδέχεται ὡς βέβαιες τὶς ἐκβάσεις) καὶ ἐκτὸς πάσης ἀμφιβολίας θὰ μὲ τοποθετήσουν αὐτὰ ποὺ στὰ γράμματά σου ἔχουν διατυπωθῆ, καὶ ἔτσι ἀφοῦ ἐπακριβῶς τὴν πλήρη ἀλήθεια ἀπ᾿ αὐτὰ ἀφοῦ πληροφορηθῶ γι᾿ αὐτὰ ποὺ λέγονται γιὰ ᾿σένα, ἀκολούθως σὲ ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἐκ μέρους μου μὲ προθυμία θὰ καταπιασθῶ μὲ τὴν θεάρεστη αὐτὴ πρόθεσί σου.
Ἐπεὶ δ᾿ οὖν καὶ τοῖς γραφομένοις αὐτοῖς ὄμματι καὶ νοΐ προσέσχον τε καὶ ἐνέκυψα, καὶ ἅπαντα διῆλθον ἐπ᾿ ἀκριβές, τό τε πρὸς ἐμὲ γράμμα, καὶ τἄλλα, καὶ δεύτερον καὶ τρίτον καὶ πολλάκις, κόρου ἄτερ ἐπιλαβών, ἔγνων τε ἀναγνούς, καὶ τὸν νοῦν αὐτῶν τέλεον ἀνελεξάμην, πτηνὸς ἄντικρυς πρὸς τοὺς ἐνταῦθα λογάδας ἔσπευσα, ὅσοι τε τῶν ἔξω, καὶ ὅσοι τῶν ἔσω τοῦ βήματός εἰσί, τοῦ γένους τὰ κράτιστα, τοῖς μὲν αὐτοπροσώπως παραστάς, καὶ ἅττα περὶ σοῦ προακηκόεσαν ἀγγελλόμενα καὶ αὐτοί, δι᾿ ὧν ἐμοὶ προσέθηκας ἐπιστεῖλαι ἐπικυρώσας καὶ προσβεβαιωσάμενος· τοῖς δέ, καὶ διὰ τῶν σῶν τουτωνὶ γραμμάτων, ἅπερ ἔκδοτα ἀμελητὶ ποιῆσαι ἐφρόντισα καὶ ἔκπτυστα καὶ τοῖς πᾶσι ληπτά, ἐπὶ τὸ κοινῇ παρ᾿ ἡμῖν καθεστὸς ἐν χρήσει καὶ πεζὸν μετοχετεύσας τῆς φράσεως, ὡς αὐτά σε πεμπόμενα πιστώσεται τὰ ἀντίγραφα. Ἐπειδὴ λοιπὸν καὶ σ᾿ αὐτὰ τὰ γράμματά σου καὶ μὲ τὰ μάτια μου καὶ μὲ τὸν νοῦ μου πρόσεξα καὶ ἐμβάθυνα καὶ ὅλα τὰ διεξῆλθα σχολαστικῶς, καὶ τὸ ἰδκαὶτερο πρὸς ἐμὲ γράμμα σου, καὶ τὰ ἄλλα, καὶ γιὰ δεύτερη καὶ γιὰ τρίτη καὶ γιὰ πολλοστὴ φορά, μακρυὰ ἀπὸ κάθε αἲσθημα κόρου, καὶ ἀφοῦ διαβάζοντάς τα τὰ κατενόησα καὶ τὸ νόημά τους τελείως ἀποταμίευσα, σἂν πουλὶ ᾿πέταξα γιὰ νὰ συναντήσω τοὺς ἐδῶ λογίους, τόσο τοὺς λαϊκούς, ὅσο καὶ τοὺς ἱερωμένους, ὅ,τι καλλίτερο διαθέτει τὸ Γένος μας, τοὺς μὲν αὐτοπροσώπως συναντήσας, καὶ οἱ ὁποῖοι κἄποια ἀπ᾿ αὐτὰ ποὺ σὲ ἀφοροῦν καὶ αὐτοὶ ἢδη εἶχαν ἀκούσει ἀπ᾿ τὰ διαδιδόμενα, γιὰ τὰ ὁποῖα σ᾿ ἐμένα μὲ τὴν ἐπιστολή σου ἀνέθεσες, ἐπικυρώνοντάς τα ἔτσι καὶ ἐπιβεβαιώνοντάς τα· στοὺς δὲ κληρικούς μας καὶ προφορικῶς ἀλλὰ καὶ μὲ αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ γράμματά σου, τὰ ὁποῖα χωρὶς καμμιὰ ἀμέλεια προσιτὰ ᾿φρόντισα νὰ κάνω καὶ γνωστὰ καὶ κατανοητὰ σὲ ὅλους, μεταφράζοντάς τα στὸ ἐν χρήσει ὑπᾶρχον πεζὸ γλωσσικὸ ἰδίωμά μας, ὅπως θὰ σὲ πείσουν τὰ ἀντίγραφα ποὺ σοῦ στέλνω.
Καὶ δῆτα πάντες ὅσοι, ἀναμφήριστον τοῦ λοιποῦ τὴν περὶ σὲ πνεύματος ἐπίπνοιαν θέμενοι, εἰς εὐφροσύνην, ὅσην οἴει, διακέχυνται τὰς ψυχάς, καὶ χεῖρας εὐχαριστηρίους διεπετάσαμεν πρὸς Θεόν, ἀνθ᾿ ὧν ἐπὶ σοὶ ἐποίησε μεγάλα ὁ δυνατός, χάριτας τὰς ἐκ νοῦ, τὰς ἐκ καρδίας, τὰς ἐκ χειλέων ἅπαντες ἀνθομολογούμενοι. Καὶ λοιπὸν ὅλοι ὅσοι ἀναμφίβολη ἀπ᾿ ἐδῶ καὶ πέρα γιὰ ᾿σένα στὸν νοῦ τους ἔθεσαν καλὴ γνώμη, ἀπὸ εὐφροσύνη, ὅση εἶναι δυνατὸν νὰ στοχασθῇ κανείς, ἀγαλλίασε ἡ ψυχή τους, καὶ ὑψώσαμε τὰ χέρια μας σὲ ἐκδήλωσι εὐχαριστιῶν πρὸς τὸν Θεό, γιὰ ὅσα μεγαλεῖα ἔκανε πρὸς χάριν σου ὁ Παντοδύναμος, εὐχαριστιῶν ποὺ τὶς καθωμολόγησαν ὅλοι νοερῶς, καρδιακῶς, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ χείλη τους.
Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὃς οὐκ ἀμάρτυρον ἐπὶ γῆς ἀφίησι τὴν ἀλήθειαν αὐτοῦ, οὐδὲ ἐν ταῖς ἐνεστώσαις δὴ ταύταις γενεαῖς, ὥσπερ οὐδ᾿ ἐν ταῖς παρῳχημέναις εἴασε παριδὼν ποτέ, οὐδ᾿ ἐν ταῖς ἐπερχομέναις παρόψεται· οὐδὲ γὰρ ἀφίησιν ἐπίπαν ὁ ἀληθινὸς τῷ ψεύδει καταθρασύνεσθαι, ἐκείνην ὑποδυόμενον. ῍Ας εἶναι εὐλογημένος ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος δὲν ἀφήνει ἀφανέρωτη ἐπὶ τῆς γῆς τὴν ἀλήθειά του, οὔτε σ᾿ αὐτὲς μάλιστα τὶς παροῦσες γενιές, ὅπως ἀκριβῶς οὔτε τὶς τοῦ παρελθόντος παρίδε ποτέ, οὔτε αὐτὲς ποὺ θὰ ἔλθουν θὰ παρίδῃ· διότι οὔτε καθόλου ἐπιτρέπει, ὁ ἀληθινός, στὸ ψεῦδος νὰ ἀποθρασυνθῇ ὑποδυόμενο ἐκείνην.
Πάρεστι γοῦν ἐπὶ σοὶ τῆς τῶν ἐνθέων δογμάτων ἀληθείας, οἷς ἡ τοῦ Χριστοῦ νύμφη καὶ μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία, ὡς ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς ποικιλλομένη, κατακαλλύνεται, μαρτύριον λαβεῖν ἀψευδές, ἀπόδειξιν προφανῆ, στηλογραφίαν λαμπράν. ῝Οθεν οἱ μὲν ἐκ τῆς αὐλῆς τοῦ Κυρίου πάντες, ἐπὶ τὸ ἀσφαλέστερον οἰκοδομηθέντες στερεωθήσονται· τῶν δὲ ἐκ τῆς ἀλλοτρίας ἀγέλης, ὅση μὲν εὐγνώμων μοῖρα, καὶ τῆς φωνῆς τοῦ ποιμένος ἐπαΐειν ἐθάς, ἐντὸς τῆς μάνδρας γενέσθαι σπουδάσονται γενέσθαι καὶ αὐτοί· ὅση δὲ ἀγνώμων καὶ κρημνισχαρὴς καὶ τραχεῖα καὶ τὸν τρόπον ἐριφιώδης, ἐμβροντηθέντες σφοδρῶς τῷ ἀκούσματι, καὶ τὰς ψυχὰς κατασεισθέντες, ἀθλίως περιτραπήσονται. Παρουσιάσθηκε λοιπὸν στὴν περίπτωσί σου ἡ ἀλήθεια τῶν θείων δογμάτων τῆς μητρὸς Ἐκκλησίας μας, ποὺ εἶναι ἡ νύμφη τοῦ Χριστοῦ, καὶ ποὺ μ᾿ αὐτά σἂν μὲ χρυσᾶ καὶ ποικίλα κρόσσια στολίζεται, γιὰ νὰ λάβῃ μαρτυρία ἀδιάψευστη, ἀπόδειξι περίλαμπρη. Ἐκ τῆς ἀφορμῆς αὐτῆς ὅλοι μὲν ἐκεῖνοι ποὺ ἀνήκουν στὴν αὐλὴ τοῦ Κυρίου θὰ στερεωθοῦν, ἀφοῦ θὰ οἰκοδομηθοῦν ἀσφαλέστερα· ἀπὸ ἐκείνους ὅμως ποὺ ἀνήκουν στὸ ξένο κοπάδι, ἡ μερίδα μὲν ἐκείνη ποὺ θὰ διακρινόταν γιὰ τὴν καλή της προαίρεσι καὶ συνηθίζει νὰ ὑπακούῃ στὸ κάλεσμα τῆς φωνῆς τοῦ ποιμένος, ὡς μέσα στὴν μάνδρα τῆς σωτηρίας εἰσελθοῦσα θὰ ὑπολογισθῇ· ἐκείνη ὅμως ἡ κακοπροαίρετη μερίδα, ποὺ δὲν ἔχει τὴν ἰδιότητα τῆς ἀθωότητος καὶ τῆς ἀκακίας τοῦ ἀρνιοῦ, ἀλλὰ ἔχει τοὺς τρόπους καὶ τὴν συμπεριφορὰ τῶν κατσικιῶν ποὺ ἀρέσκονται νὰ σκαρφαλώνουν σὲ ἀπόκρημνα καὶ πετρώδη μονοπάτια, θὰ κεραυνοβληθῇ ἀπ᾿ τὸ ἄκουσμα, καὶ ἀφοῦ θὰ ὑποστῇ ψυχικὸ συγκλονισμὸ θὰ περιέλθῃ σὲ κατάστασι παναθλία.
Τὶς γὰρ ἂν ἀληθείας δογμάτων ἔλεγχος ἀσφαλέστερός τε καὶ ἀψευδέστερος γένοιτο, ἢ θεόθεν κινουμένη πρὸς αὐτὰ γνώμη, καὶ τῆς μὲν ἑτεροδοξίας ὑπεραλλομένη τοὺς ἄξονας, ἐπὶ δὲ τῆς πέτρας τῆς ὀρθοδοξίας ἱστᾶσα τοὺς πόδας, τὰ τοῦ νοῦ διαβήματα; Τὶς δὲ βάσανος δοκιμωτέρα καρδίας, ἣτις ἀδικίαν μὲν κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μέχρι πολλοῦ λαλεῖν ἐμελέτησεν, εἶτα ἐξάπινα ἐν δικαιοσύνῃ καὶ κρίσει «λόγον ἀγαθὸν ἐξηρεύξατο»; Τὶς δ᾿ ἂν δίκαιος εἴη παρὰ τοῖς τιμᾷν εἰδόσιν ἀλήθειαν σοῦ μᾶλλον πιστεύεσθαι, τοῦ λέγοντος καὶ διαμαρτυρουμένου ἀπὸ στόματος, ὅπερ ἂδην τε καὶ λαύρως τῇ τῶν ἐκφύλων ἑτεροδιδασκαλιῶν ἅλμῃ ἐπὶ πολὺ προσκλυζόμενον, εἴτ᾿ ἀθρόως προσώχθισεν ἐπιναυτιάσαν τῇ τῆς ποιότητος ἀηδίᾳ τε καὶ πικρότητι, καὶ τῶν ζωηρῶν ναμάτων τῶν ἐξ Ἐδὲμ ἐκπορευομένων σπάσαν εἰς κόρον τῆς τούτων ᾒσθετο γλυκύτητός τε καὶ χάριτος; Διότι ποιὸς ἄλλος ἀσφαλέστερος καὶ γνησιώτερος ἔλεγχος τῆς ἀληθείας τῶν δογμάτων ᾿μποροῦσε νὰ γίνῃ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν γνώμη ἐκείνη ποὺ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ κινεῖται πρὸς αὐτὰ καὶ ἡ ὁποία ἀφοῦ ὑπερπηδήσει τὶς κακόδοξες νομοθεσίες, καὶ ἀφοῦ στὴν πέτρα τῆς Ὀρθοδοξίας στερεώσει τὰ πόδια της, ἐκεῖ πλέον θὰ κατευθύνῃ τοῦ νοῦ τὰ διαβήματα; Ποιὰ δὲ ἐμπεριστατωμένη ἔρευνα καρδιᾶς ἡ ὁποία τὴν ἀδικία μὲν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ πολὺ καιρὸ ᾿μεθώδευσε νὰ κηρύττῃ, ὕστερα ἔξαφνα μὲ δικαιοκρισία «ἐξέφρασε λόγο ἀγαθό» (Ψαλμ. 44, 1); Ποιὸς δὲ ἂν ἢθελε νὰ εἶναι δίκαιος μεταξὺ ἐκείνων ποὺ γνωρίζουν νὰ τιμοῦν τὴν ἀλήθεια, δὲν θὰ ἐμπιστευόταν περισσότερο ἐσένα, ὁ ὁποῖος ἐνῷ προηγουμένως μὲ τὸ ἲδιο τὸ στόμα σου ἐκήρυττες καὶ ὁμολογοῦσες ἐκεῖνα τὰ δόγματα ποὺ κατὰ κόρον καὶ ὁρμητικῶς τὰ κατέκλυζε ἡ ἁρμύρα τῶν τερατωδῶν κακοδοξιῶν, ὕστερα ἀποτόμως τὰ ᾿βδελύχθηκες καὶ περιῆλθες σὲ ναυτία ἐξ αἰτίας τῆς πλήρους πικρίας καὶ ἀηδίας ποιότητός των, (καὶ συνῆλθες) ἐπειδὴ κατὰ πληρότητα ἔπιες ἀπὸ τὰ ζωηρὰ νάματα ποὺ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τὴν Ἐδέμ (Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία) καὶ αἰσθάνθηκες καὶ τὴν γλυκύτητα καὶ τὴν χάρι των;
Σὺ γὰρ σοφίᾳ κεκοσμημένος τῇ τε θυραίᾳ καὶ τῇ καθ᾿ ἡμᾶς, ὡς τὸ ἐμβριθὲς περὶ τὰς κρίσεις ἐντεῦθεν πλουτεῖν καὶ οὐκ εὐπαράκρουστον, ἐντραφεὶς δὲ καὶ ἐνακμάσας τοῖς εἰς μοῖραν ἐκκλησίας πρὸς ἡμᾶς διεστηκόσιν ἀντίθετον, καὶ τούτων ταῖς προσλήψεσιν (ὃ πλείστην ἔχει, καὶ οὐκ ἂν εἶποι τις ὅσην, περὶ τὰς δόξας ῥοπήν) ἐνηλικιωθείς τε καὶ διὰ μακροῦ ἐνοργιάσας, καὶ τὸ δὴ μέγιστον, τὰς περὶ τὸ δόγμα Δυτικὰς στραγγαλίδας, ὡς οὐκ οἶδ᾿ εἴτις ἄλλος, δι᾿ ὄνυχος ἁπάσας ἀκριβωσάμενος, ὁ δὲ τὴν ἀπάτην τέως ἐν αὐτῷ αὐτῆς τῷ πυθμένι ἐφώρασας, καὶ περιλαμφθεὶς ἄνωθεν τὴν ψυχήν, ὅλος τοῦ φωτὸς ἐγένου, χαίρειν ἑάσας Αἰγυπτίους σὺν αὐτῇ Αἰγύπτῳ, ἄτης κατὰ σκότον ἠλάσκοντας, μᾶλλον δὲ καὶ τούτοις, ὅσα καὶ Μωσῆς τοῖς Ἰσραηλίταις, ἡγεμὼν θεόπεμπτος τῆς ἐκ τοῦ σκότου ἀπαλλαγῆς καταστάς, οἷς ἂν τέκνα φωτὸς εἶναι μελήσειε, καὶ τὴν σκοτώδη καταλιπόντες Δύσιν, πρὸς τὰς φεραυγεῖς ἀνατολὰς ἐπιστρέψαι θελήσειεν. Διότι σὺ ποὺ εἶσαι κοσμημένος καὶ μὲ τὴν θύραθεν σοφία καὶ μὲ τὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, συνεπείᾳ τῶν ὁποίων ὑπάρχῃ σ᾿ ἐσένα τὸ πλεονέκτημα καὶ ἡ βαρύτης στὴν ἐκφορὰ γνώμης, τὴν ὁποία δὲν ᾿μπορεῖ κανεὶς εὐκόλως νὰ ἀντιπαρέλθῃ, ἀνατραφεὶς δὲ ἐπὶ πλέον καὶ εὐδοκιμήσας σὲ ἐκκλησιαστικὴ παράταξι ἀνθρώπων ποὺ εἶναι χωρισμένοι καὶ ἀντιτιθέμενοι πρὸς ἐμᾶς, καὶ ᾿μεγάλωσες καὶ ἀνδρώθηκες μὲ τὶς προκαταλήψεις των (πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἀσκεῖ σημαντικὴ ροπή, καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ᾿πῇ κανεὶς πόση, στὸν ἐπηρεασμὸ μορφώσεως δοξασιῶν), καὶ ἀφοῦ γιὰ πολλὰ χρόνια μυήθηκες σ᾿ αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας τὰ λατρευτικὰ μυστήρια, καὶ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἀπ᾿ ὅλα πιὸ σπουδαῖο, τὶς Δυτικὲς δογματικὲς σκολιοπολυπλοκότητες, ὅσο δὲν ξέρω ποιὸς ἄλλος, ἀφοῦ τὶς ἐξερεύνησες ὅλες λεπτομερῶς καὶ ἐξονυχιστικῶς, στὸ τέλος σὺ ὁ ἲδιος στὰ ἐνδότερα τῆς παρατάξεως αὐτῆς ἀνακάλυψες τὴν δολιότητα καὶ τὴν πλάνη· καὶ ἀφοῦ ἄνωθεν φωτίσθηκε ἡ ψυχή σου καὶ ἔγινες «υἱὸς φωτός» (Ἰωάν. 12, 36. Αἤ Θεσ. 5, 5), ἀποχαιρέτισες τοὺς Αἰγυπτίους καὶ τὴν ἲδια τὴν Αἲγυπτο, τοὺς ἄφησες νὰ περιμένουν στὸ σκοτάδι, συνεπείᾳ τῆς ἀπερισκέπτου ἁμαρτίας καὶ ἐνοχῆς των, μᾶλλον δὲ (γιὰ νὰ ἐκφρασθῶ ἐπιτυχέστερα) ἀπέβης γιὰ τοὺς Δυτικοὺς ἡγεμὼν θεόσταλτος, ὅπως ὁ Μωϋσῆς γιὰ τοὺς Ἰσραηλίτας, γιὰ νὰ τοὺς ἀπαλλάξῃς ἀπ᾿ τὸ σκοτάδι, γιὰ ὅσους (τοὐλάχιστον) θὰ ἢθελαν νὰ φροντίσουν νὰ γίνουν τέκνα φωτὸς καὶ ἀφοῦ θὰ ἐγκατέλειπαν τὴν σκοτισμένη Δύσι, πρὸς τὴν λαμπρὴ καὶ φωτοφόρο Ἀνατολὴ θὰ ἐπιθυμοῦσαν νὰ ἐπιστρέψουν.
Τὶ γὰρ ἂν καὶ φαῖεν τοῦ λοιποῦ τὰ περὶ σοῦ πυθόμενοι οἱ διάφοροι; οἱ πάντα πράττειν καὶ λέγειν, ὥστε τἀληθὲς συσκιάσαι, καὶ εἰ δυνατὸν ἀφαντῶσαι, ὀξεῖς τε καὶ πρόχειροι; ἆρ᾿ ὅτι ὑπ᾿ ἀλόγου πάθους τὸν νοῦν συνθολούμενος, καὶ τὸ κατ᾿ αὐτῶν οἷον οἰστρηλατούμενος ἔχθει, ἡμῖν εἰκῆ τε καὶ ἀλογίστως σεαυτὸν φέρων παρέῤῥιψας, τοῖς δὲ ὁμόσαι χωρεῖν ἐπεβάλου διακριθεὶς εἰς τάξιν ἀντίπαλον; Γιατί, τὶ θὰ ᾿μποροῦσαν νὰ παρουσιάσουν στὸ ἑξῆς οἱ διάφοροι, πληροφορούμενοι τὰ περὶ σοῦ; Αὐτοὶ ποὺ κάθε τὶ πράττουν καὶ διαδίδουν, γιὰ νὰ συσκοτίζουν τὴν ἀλήθεια; καὶ εἶναι ἀδίστακτοι καὶ πρόθυμοι, ἐὰν τοὺς εἶναι δυνατό, νὰ τὴν ἐξαφανίσουν; Ἆρα γε ὅτι ᾿θόλωσε τὸ μυαλό σου ἀπὸ κἄποιο ἄλλο πάθος, καὶ ἐναντίον των σἂν ἀπὸ κἄποιο μῖσος ἐλαυνόμενος, σ᾿ ἐμᾶς ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε παράλογα τὸν ἑαυτό σου ἔφερες καὶ ἐναπέθεσες, ἐναντίον των δὲ ὁρκίσθηκες νὰ πολεμήσῃς καὶ σὲ ἀντίπαλη παράταξι νὰ διαπρέψῃς;
Ἀλλ᾿ ἐπιστομώσει αὐτούς, εὖ οἶδα, καὶ καταιδέσει, εἴτι φρονοῦσιν, αὐτὸ τὸ περὶ σὲ συμβάν, λογισμοῖς δικαίοις ταλαντευόμενον· καὶ γνώσονται δὲ καὶ αὐτοί, ὡς ἀλλοίωσις ἦν τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου ἡ ἀλλοίωσις αὕτη. Αὐτὸς γὰρ ἢδη τοῖς Γραικοῖς ἡμῖν, ἐν οἷς συγγράφων διετέλεις, λαμπρῶς ἐπεμβαίνων, καὶ ἀκμὴν τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἐκκλησίας καταφερόμενος, στηλιτεύων τε ἀνυποστόλως τὴν πίστιν ἡμῶν, κατὰ πολλὴν τοῦ ἀντεροῦντος ἐρημίαν, ὡς δῆθεν αἱρέσεσι παντοίαις ὑπεύθυνον, καὶ κακοδοξίας μυρίας γέμουσαν, ἐκ ψιλῆς τὸ πρῶτον ὑπονοίας ἐνδοιάζειν ἀρξάμενος ὑφῆκας τὸ πρόθυμον· εἶτ᾿ ἀθρόως ὢφθης μεταβαλών, καὶ, τὴν ὁρμὴν ἀναχαιτίσας, τὸν δρόμον ἔστησας παρὰ δόξαν, ὃν ὡς ἀφ᾿ ὕσπληγγος σταδιεύων τῆς καθ᾿ ἡμῶν δυσμενείας, ἀνέτῳ παντὶ ῥυτῆρι ἀσπλεύων συνέτεινας. Ἀλλὰ θὰ τοὺς ἀποστομώσῃ, γνωρίζω καλά, καὶ θὰ τοὺς κάνῃ νὰ προβληματισθοῦν, ὅ,τι καὶ ἂν φρονοῦν, αὐτὸ τὸ γεγονὸς τὸ προσωπικό σου, μόλις τὸ ζυγίσουν μὲ σταθμὰ λογισμῶν ἀγαθῶν. Θὰ κατανοήσουν δὲ καὶ αὐτοὶ ὅτι αὐτὴ ἡ μεταβολὴ ἀποτελεῖ ἀλλοίωσι τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Διότι σὺ σ᾿ ἐμᾶς τοὺς Γραικούς, ποὺ μὲ ὅσα κατ᾿ ἐξακολούθησι ἔγραφες, ἐμφανέστατα ἐπεμβαίνων καὶ ἀκόμα καταφερόσουν ἐναντίον τῆς ᾿δικῆς μας Ἐκκλησίας, στιγματίζων μετὰ παρρησίας τὴν πίστι μας, ἐνῷ ἀπὸ πλευρᾶς ἀμυνομένων παρετηρεῖτο μεγάλη ἐρημία, ὅτι τάχα εἶναι ὑπεύθυνη γιὰ αἱρέσεις πάσης φύσεως καὶ γεμάτη ἀπὸ χίλιες δυὸ κακοδοξίες, ἀπὸ ἁπλῆ κατ᾿ ἀρχὰς ὑπόνοια ἀφοῦ ἄρχισες νὰ ἀμφιβάλλῃς, κατήντησες σὲ μείωσι τῆς προθυμίας· ἀκολούθως ὅμως καὶ διὰ μιᾶς, παρουσιάσθηκες ἐντελῶς ἀλλαγμένος· καὶ ἀφοῦ ᾿τιθάσσευσες τὴν προτέρα ὁρμή, παραδόξως ἀνέκοψες τὴν πορεία, τὴν ὁποία σἂν ἀπὸ ἀφετηριακὸ τεντωμένο σχοινὶ εἶχες ξεκινήσει σταδιοδρομῶντας μὲ ὅλη τὴν ἐναντίον μας δυσμένειά σου, (καὶ στὸ ἑξῆς) μὲ ὅλως διόλου χαλαρὰ τὰ χαλινάρια ἐνήργησες (ὥστε νὰ ἐγκαταλείψῃς τὸν ἄδικο ἀγῶνα).
Καὶ αὐτὸς μέν, κατὰ τὸν ἐν ταῖς Πράξεσιν εὐνοῦχον, ἁρματηλατῶν προΐεις τῷ λόγῳ καθ᾿ ἡμῶν, ἐξ ἅρματος, τὸ τῆς παροιμίας, ἀστράπτων τε καὶ βροντῶν, καὶ τοῖς ἐξ ἁμάξης ἡμᾶς, ὃ λέγεται, πλύνων· τὸ δέ τοι Πνεῦμα τὸν Ἀρκαδίας ἀρχιερέα ἀποῤῥήτοις ἐπιπνοίαις προσήγαγέ σοι, ὡς ἐκείνῳ τὸν Φίλιππον· πρόσελθε, λέγον, καὶ κολλήθητι τῷ ἅρματι τούτῳ, καὶ παραλαβών, τὰ τῆς ἀληθείας, ὡς ἔχει, τὸν ἄνδρα δίδαξον, καὶ τὰ τῆς παρούσης ἀγνοίας ἀπάλλαξον. Καὶ σὺ μέν, σἂν τὸν εὐνοῦχο ποὺ ἀναφέρεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (8, 27), προχωροῦσες ἁρματοδρομῶν ἐναντίον μας μὲ τὶς διδασκαλίες σου, ἐξ ἅρματος, ὅπως λέγει ἡ παροιμία, ἀστράφτοντας καὶ βροντῶντας, καὶ ᾿ξεπλύνοντάς μας μὲ τὰ ἐξ ἁμάξης, κατὰ τὸ δὴ λεγόμενο. Τὸ Πανάγιο ὅμως Πνεῦμα τὸν ἀρχιερέα Ἀρκαδίας μὲ μυστικὲς ἐπιφοιτήσεις ὡδήγησε σ᾿ ἐσένα, ὅπως ἀκριβῶς τὸν εὐνοῦχο στὸν ἀπόστολο Φίλιππο· πρόσελθε, λέγοντας, καὶ προσκολλήσου στὸ ἅρμα αὐτό, καὶ ἀφοῦ ἐπιληφθῇς (τῆς ἀποστολῆς) δίδαξε τὸν ἄνδρα τὶς διδασκαλίες τῆς ἀληθείας, ὅπως ἀκριβῶς ἔχει αὐτή, καὶ ἀπάλλαξέ τον ἀπὸ τὴν παροῦσα ἄγνοια.
Ἀπεκάλυψε γὰρ καὶ σοι δηλονότι τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ Θεός, ὥσπερ δὴ τοῦ Βαλαάμ ποτε, καὶ τὸν ἄγγελον αὐτοῦ ἑώρακας ἀνθεστηκότα ἐν τῇ ὁδῷ, οὐ ῥομφαίαν ἐσπασμένην χειρίζοντα, τὸν δὲ λόγον τοῦ Κυρίου, ὃς τομώτερος μαχαίρας ἐστί, προβαλλόμενον. Καὶ παραχρῆμα, ἅτε δὴ εὐγνώμων καὶ συνετός, τὸ «Ἡμάρτηκα» ἐπεβόησας, «οὐ γὰρ ἠπιστάμην». Ταύτη τοι καὶ ἣν ἐκίνεις ἀνέδην κατὰ τοῦ Ἰακώβ τὸ πρῶτον γλῶτταν ὑβρίστριαν, εἰς μέρος εὐλογίας μεθήρμοσας, καὶ «Τὶ ἀράσομαι», εἶπας, «ὃν μὴ ἀρᾶται Κύριος; ἢ τὶ καταράσομαι, ὃν οὐ καταρᾶται ὁ Θεός;» ῝Ωστε καὶ τῇ κρείττονι μεταθεὶς μοίρᾳ, τῷ τῶν ὀρθοδοξούντων κλήρῳ φέρων σαυτὸν συγκατέταξας, «Ἀποθάνοι», λέγων, «ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς ψυχαῖς δικαίων, καὶ γένοιτο τὸ σπέρμα μου ὡς τὸ σπέρμα τούτων». Διότι ἄνοιξε καὶ τοὺς ᾿δικούς σου ὀφθαλμοὺς ὁ Θεός, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ Βαρλαάμ κἄποτε, καὶ τὸν ἄγγελό του ἔχεις ἰδεῖ νὰ στέκεται ἀντίκρυ στὸ δρόμο σου, ὄχι τὴν ρομφαία νὰ ἔχῃ ἁρπαγμένη στὸ χέρι (Ἀριθ. 22, 31), ἀλλὰ προβάλλοντας τὸν λόγο τοῦ Κυρίου ὁ ὁποῖος εἶναι πιὸ κοφτερὸς ἀπὸ μαχαίρι (Ἑβρ. 4, 12). Καὶ ἀμέσως, δεδομένου ὅτι εἶσαι εὐγνώμων καὶ συνετός, τὸ «ἁμάρτησα, ἀναφώνησες, διότι δὲν ᾿γνώριζα τὴν ἀλήθεια». («καὶ εἶπε Βαρλαὰμ τῷ ἀγγέλῳ Κυρίου. Ἡμάρτηκα. Οὐ γὰρ ἠπιστάμην» (ἔνθ. ἀν. στίχ. 34)). Καὶ μ᾿ αὐτὴν βεβαίως τὴν ὑβρίστρια γλῶσσα τὴν ὁποία μεταχειριζόσουν ἀμελῶς πρωτύτερα κατὰ τοῦ Ἰακώβ (αὐτ. 23, 7), τὴν προσήρμοσες σὲ μέρος εὐλογίας, καὶ εἶπες: «Πῶς θὰ καταρασθῶ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖο δὲν καταρᾶται ὁ Κύριος; Πῶς θὰ ἀναθεματίσω ἐκεῖνον, τὸν ὁποῖον δὲν ἀναθεματίζει ὁ Θεός; («τὶ ἀράσωμαι ὃν μὴ ἀρᾶται κύριος; ἢ τὶ καταράσωμαι ὃν μὴ καταρᾶται ὁ Θεός;» (αὐτ. 23, 8)). Οὕτως ὥστε ἀφοῦ μετατέθηκες στὴν καλλίτερη μεριά, προσέφερες καὶ κατέταξες τὸν ἑαυτό σου στὸν κλῆρο τῶν ὀρθοδόξων, λέγοντας «Εἶθε νὰ πεθάνῃ ἡ ψυχή μου συναριθμημένη μὲ τὶς ψυχὲς τῶν δικαίων, καὶ ἂς γίνουν οἱ ἀπόγονοί μου σἂν τοὺς ἀπογόνους αὐτῶν» («ἀποθάνοι ἡ ψυχή μου ἐν ταῖς ψυχαῖς δικαίων, καὶ γένοιτο τὸ σπέρμα μου ὡς τὸ σπέρμα τούτων» (αὐτόθι, στίχ. 10)).
Ταῦτα σε καὶ τῷ Ἀποστόλῳ παραβάλλοντες Παύλῳ, οὐκ ἂν πάνυ πόῤῥω τοῦ είκότος τοξεύοιμεν. Εἰ μὴ γὰρ ἀπειλῆς τε καὶ φόνου κατ᾿ ἐκεῖνον, ζήλου γοῦν, καὶ καταφορᾶς νεανικῆς τινος καὶ ἐῤῥωμένης εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ αὐτὸς τοῦ Κυρίου ἐμπνέων, τὸν πρὶν διώκτην εἰς τὸν πιστὸν τέως ὀπαδὸν καὶ μαθητὴν μετεῤῥύθμισας. Περιήστραψε γὰρ δήπου καὶ σὲ τὸ ἀπὸ οὐρανοῦ φῶς, ὡς ἐκεῖνον, τῆς τοῦ Θεοῦ εὐμενῶς καὶ ἐπὶ σοὶ ἐπιδούσης ἀῤῥωγῆς τε καὶ χάριτος, μονονούκ ἐπὶ τὴν γῆν πεσόντι, καὶ τῆς ἐξ ὀνόματος δισσευθείσης προσκλήσεως αἰσθητῶς ἐπακούσαντι, ποτνιωμένης οἷον τὴν δίωξιν. Αὐτὰ τὰ κατὰ σέ, παραλληλίζοντάς τα πρὸς τὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου, δὲν νομίζω πὼς τὸ παρακάνουμε πέρα τοῦ δέοντος ξεπερνῶντας τὰ ὅρια. Διότι ἐὰν ὄχι μὲ ἀπειλητικὰ καὶ φονικὰ αἰσθήματα, ὅπως ἐκεῖνος, πάντως ἐνῷ μὲ ζῆλο, λοιπόν, καὶ μὲ κἄποια νεανικὴ καὶ δυνατὴ ὁρμὴ καὶ δύναμι καὶ σὺ ἐλαυνόσουν ἐναντίον τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, στὸ τέλος τὸν πρὶν διώκτη σὲ πιστὸ ὀπαδὸ καὶ μαθητὴ μετέβαλες. Διότι περιάστραψε κι᾿ ἐσένα ὁπωσδήποτε τὸ οὐράνιο φῶς, ὅπως ἐκεῖνον, ἀφοῦ σὲ ἐπισκέφθηκε ἡ βοήθεια καὶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ· μόνο ποὺ δὲν ἔπεσες στὴ γῆ καὶ δὲν ἄκουσες αἰσθητὰ τὴν φωνὴ ἐκείνη νὰ σὲ καλῇ δυὸ φορὲς μὲ τὸ ὄνομά σου, καὶ μὲ τὸν τρόπο της νὰ παραπονῆται γιὰ τὸν διωγμό.
Τὰ δ᾿ ἄλλα καὶ σοι Ἀνανίας ἄντικρυς ὁ Ἀρκαδίας, καὶ αἱ τῶν καινοτομιῶν, αἷς συνανεστράφης προλήψεις, καὶ ὡσεί λεπίδες τῶν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμῶν ἀποπίπτουσαι, καὶ τὸ τῆς εὐσεβείας ἐνατενίζειν φωτὶ καθαρῶς ἐπιτρέπουσαι. Ἀμέλει τοι «σκεῦος οἶσθα ἐκλογῆς» καὶ αὐτὸς τῷ Κυρίῳ, ἐκ γαστρὸς μητρός σου ἀφωρισμένος αὐτῷ, τοῦ βαστάσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐνώπιον ἐθνῶν τε καὶ βασιλέων, καὶ καταρτίσαι αὐτῷ λαὸν περιούσιον. Ὡς πρὸς δὲ τὰ ἄλλα σου, καὶ σ᾿ ἐσένα, ἀκριβῶς σἂν ἄλλος Ἀνανίας ὁ Σεβασμιώτατος Ἀρκαδίας, ἀπέβη ἁρμόδιος καὶ γιὰ τὶς καινοτομίες καὶ γιὰ τὶς προκαταλήψεις, μαζὶ μὲ τὶς ὁποῖες ἕως τώρα ἀνατράφηκες, καὶ οἱ ὁποῖες τώρα σἂν λέπια ἀπὸ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σου ἀφοῦ ἀποπίπτουν, ἐπιτρέπουν πλέον νὰ ἀτενίζῃς καθαρὰ τὸ φῶς τῆς εὐσεβείας. Ἀναμφιβόλως εἶσαι «σκεῦος ἐκλογῆς» (Πράξ. 9, 15) καὶ σὺ γιὰ τὸν Κύριο, ἀφοῦ ἦσουν προωρισμένος γι᾿ αὐτὸν ἐκ κοιλίας τῆς μητρός σου, ὥστε νὰ φέρῃς καὶ νὰ διδάσκῃς τὸ ὄνομά του καὶ ἐνώπιον τῶν ἐθνῶν καὶ ἐνώπιον τῶν βασιλέων (αὐτόθι), καὶ νὰ οἰκοδομῇς πρὸς χάριν του τὸν λαό του τὸν περιούσιο.
Τοιοῦτον οὖν σε εἰδότες ἡμεῖς, εἰ μόνον ἐπὶ τῇ εἰλικρινεῖ τῶν ὀρθῶν δογμάτων ὁμολογίᾳ, καὶ τῇ ἐκ ψυχῆς τῶν ἐκθέσμων καινοτομιῶν καὶ αἱρέσεων ἀθετήσει τε καὶ ἀποπτύσει, καὶ διὰ τοῦ ἁγιαστικοῦ χρίσματος τῆς Ἐκκλησίας ἀφαγνισθῆναι τε καὶ τελεσθῆναι γνῶμεν σπουδάσαντα, ἀγκάλαις, ὃ φασιν, ὑπτίαις οἱ πάντες περιβαλλόμεθα, καὶ τὴν ἱεράν σου κεφαλήν ἐν φιλήματι ἁγίῳ τὸ τῆς κατὰ Χριστὸν ἀγάπης τε καὶ ἑνότητος περιπτυσσόμεθα καὶ καταφιλοῦμεν, καὶ κολλᾶσθαι δὴ ἐφιέμενον ἡμῖν, οὐχ ὡς ἐν ἀρχῇ αὐτομολήσαντα οἱ μαθηταὶ τὸν Σαῦλον, ἀποτροπιαζόμεθα, οὐδ᾿ ὡς ἐκεῖνοι μὴ πιστεύοντες ὅτι ἐστὶ μαθητής, φοβούμεθα καὶ ὑποπτήσσομεν· ἀλλ᾿ ἐν πάσῃ πληροφορίᾳ καὶ πίστει μαθητήν σε ὄντα τοῦ Κυρίου ἐπιγινώσκομεν, καὶ ὡς μύστην ἀληθείας τιμῶμεν, καὶ ὡς ἄντικρυς ἰσαπόστολον γεραίρομεν· προσιέμεθά τε τὸ ἐντεῦθεν ἐσᾳεὶ καὶ ἀποδεχόμεθα, εἰσπορευόμενόν τε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἐκπορευόμενον ἐν τῇ μυστικῇ ταύτῃ Ἱερουσαλήμ, καὶ παῤῥησιαζόμενον ἐν ὀνόματι Κυρίου, καὶ λαλοῦντα, καὶ συζητοῦντα πρὸς τοὺς νεωτεριστὰς δὴ τούτους, ὅσα ἂν αὐτοῖς εἰς σωτηρίαν, καὶ ἐπιστροφὴν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτῶν, συντελῆ τε εἴη καὶ πρόσφορα. Τέτοιον λοιπὸν σὲ γνωρίσαμε ἐμεῖς, ἔστω καὶ μόνον ἐπὶ τῇ προϋποθέσει τῆς εἰλικρινοῦς τῶν ὀρθῶν δογμάτων ὁμολογίας, καὶ τῇ ἐκ βάθους ψυχῆς ἀποβολῇ καὶ βδελυγμίᾳ τῶν παρανόμων καινοτομιῶν καὶ αἱρέσεων. Ἐπειδὴ δὲ διαπιστώνουμε ὅτι ἐπείγεσαι νὰ ἐξαγνισθῇς μὲ τὴν τέλεσι τοῦ ἁγίου Χρίσματος τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ ἀνοιχτὲς τὶς ἀγκάλες, ὅπως συνηθίζουμε νὰ λέμε, ὅλοι μας θὰ σὲ περιβάλουμε καὶ τὴν ἱερή σου κεφαλὴ ἐν φιλήματι ἁγίῳ, ποὺ εἶναι δεῖγμα καὶ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καὶ ἑνότητος, θὰ περιπτυχθοῦμε καὶ πάρα πολὺ θὰ σὲ ἀγαπᾶμε, καὶ, τὸ κυριώτερο, ἀφοῦ ἔχεις τὴν ἔφεσι νὰ ἑνωθῇς πλήρως μαζί μας, δὲν θὰ σοῦ συμπεριφερθοῦμε μὲ ἀποτροπιασμὸ ὅπως στὴν ἀρχὴ οἱ μαθηταὶ τοῦ Κυρίου τὸν δραπέτη Σαῦλο, οὔτε ὅπως ἐκεῖνοι δυσπιστοῦντες γιὰ τὸ ὅτι ἔγινε γνήσιος μαθητής, θά εἴμαστε συνεσταλμένοι καὶ θὰ διατηροῦμε φοβίες καὶ ἐπιφυλάξεις· ἀλλὰ μὲ πλήρη ψυχικὴ συγκατάθεσι καὶ πίστι σὲ ἀναγνωρίζουμε ὅτι εἶσαι μαθητὴς τοῦ Κυρίου καὶ σὲ τιμᾶμε ὡς μεμυημένον πλέον στὴν ἀληθινὴ πίστι καὶ εὐθέως ὡς ἰσαπόστολο σὲ ἐπευφημοῦμε. Σὲ πλησιάζουμε δὲ ἀπὸ τώρα καὶ γιὰ πάντα καὶ σὲ ἀποδεχόμεθα στὸ νὰ μᾶς συνοδεύῃς στὰς εἰσόδους καὶ ἐξόδους στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν μυστικὴ αὐτὴ Ἱερουσαλήμ, καὶ στὸ μετὰ παρρησίας νὰ ἐνεργῇς τὰ πρὸς ὁμολογίαν ὀρθὴν ἐν ὀνόματι Κυρίου, καὶ νὰ κηρύττῃς, καὶ νὰ συζητᾷς, καὶ μάλιστα μὲ τοὺς νεωτεριστὰς τούτους, διδάσκοντάς τους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μποροῦν νὰ εἶναι χρήσιμα καὶ συντελεστικά, γιὰ τὴν ἐπιστροφή τους ἀπ᾿ τὸν πεπλανημένο δρόμο καὶ τὴν ἐπίτευξι τῆς σωτηρίας των.
«Ἰδοὺ γὰρ Κύριος ὁ Θεός σου ἐκάλεσέ σε ἐν δικαιοσύνῃ, καὶ ἔδωκέ σε εἰς διαθήκην γένους, εἰς φῶς ἐθνῶν· ἰδοὺ ὡς φῶς τέθεικέ σε, ἀνοῖξαι ὀφθαλμοὺς τυφλῶν, καὶ ἐξαγαγεῖν ἐκ δεσμῶν δεδεμένους, καὶ ἐξ οἲκου φυλακῆς καθημένους ἐν σκότει· ἰδοὺ ὡς λύχνον ἀνῆψαί σε, καὶ ὡς λαμπτῆρα ἐπύρσευσε τοῖς ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ τῷ τῆς Δυτικῆς σκοτομήνης κατακειμένοις, ἳνα καὶ αὐτοῖς ποτε καθαρὰ διαυγάσειεν ἡ τῆς ὀρθῆς ὁμολογίας ἡμέρα, καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν, νέφους τε καὶ ἀχλύος ἐκτὸς ὁ λόγος τῆς πίστεως». Διότι ἰδοὺ Κύριος ὁ Θεός σου σὲ ᾿κάλεσε μὲ δικαιοσύνη καὶ σὲ ἔδωσε σἂν παρακαταθήκη γιὰ τοὺς ἐπερχομένους, γιά νά φωτίζῃς τούς πεπλανημένους (Ἰερεμ. 1, 10). Ἰδού, σἂν φῶς σὲ ἔχει τοποθετήσει γιὰ νὰ ἀνοίξουν τὰ μάτια τῶν τυφλῶν, καὶ γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦν οἱ δέσμιοι ἀπ᾿ τὰ δεσμά τους, καὶ γιὰ νὰ ἀποφυλακισθοῦν οἱ ἐγκάθειρκτοι τοῦ σκοταδιοῦ. Ἰδοὺ σἂν φάρο σὲ ἄναψε καὶ σἂν πυρσὸ σὲ ᾿πυράκτωσε γιὰ νὰ καταφωτίσῃς αὐτοὺς ποὺ ᾿βρίσκονται κατακείμενοι στὸν κατάξηρο τόπο τῆς Δυτικῆς ἀσέληνης νύκτας, οὕτως ὥστε (ὅπως εὐχόμαστε) καὶ γι᾿ αὐτοὺς κἄποτε νὰ ἔλθῃ καθαρὴ ἡ αὐγὴ τῆς ἡμέρας τῆς ὀρθῇς ὁμολογίας καὶ ὁλόλαμπρος νὰ λάμψῃ στὶς ψυχές των, μακρυὰ ἀπὸ νέφη καὶ ὀμίχλες, ὁ λόγος τῆς πίστεως.
Ἰδοὺ τέθηκέ σε ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ὡς πόλιν ὀχυράν, καὶ ὡς τεῖχος χαλκοῦν, ᾧ περ ἂν προσαῤῥάξασα ἡ τῇ κεφαλῇ ἡμῶν ἀντίθετος κεφαλή, ἡ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἀναιδῶς τε καὶ ἀσεβῶς ἐπαιρουμένη τε καὶ γαυρουμένη, συνθλασθείη καὶ συντριβείη, ἣτις καὶ συνθλασθήσεται, εὖ οἶδ᾿ ὅτι, καὶ συντριβήσεται τέως, καὶ «τὰ πάχη αὐτῆς ἐκμυελισθήσεται», καὶ κορυζώδης καὶ φρονηματίας ἐγκέφαλος ἐκρυήσεται, καὶ ἐξουθενωθήσεται, εἰ Θεὸς τῆς ἰδίας δόξης ζηλωτὴς ἐστιν ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ «τὰ μὲν ταπεινὰ ἐφορῶν, τὰ δὲ ὑψηλὰ καθαιρῶν, καὶ διδοὺς μὲν τοῖς ὁσίοις αὑτοῦ χάριν, τοῖς δὲ περηφάνοις ἀντιτασσόμενος». Ἰδοὺ σὲ ᾿τοποθέτησε στὴν σύγχρονη ἐποχή μας σἂν πόλι ὀχυρωμένη καὶ σἂν χάλκινο τεῖχος (αὐτόθι, στίχ. 18), στὸ ὁποῖο ἀκριβῶς εἴθε νὰ προσέκρουε ἡ ἀντίθετη κεφαλή, αὐτὴ ποὺ ἐναντίον τῆς Ἐκλησίας τοῦ Θεοῦ μὲ τόση ἀδιαντροπιὰ καὶ ἀσέβεια φυσιοῦται καὶ ὑπερηφανεύεται, γιὰ νὰ κατατσακισθῇ καὶ νὰ γίνῃ συντρίμμια, ἡ ὁποία καὶ θὰ κατατσακισθῇ, τὸ γνωρίζω καλά, καὶ θὰ συντριβῇ στὸ τέλος, καὶ οἱ σάρκες καὶ τὰ πάχη της θὰ ἀπομυζηθοῦν (Ἀριθμ. 24, 8), καὶ ὁ πλήρης μωρίας καὶ ἀλαζονίας ἐγκέφαλος θὰ ἐξανεμισθῇ καὶ θὰ ἐκμηδενισθῇ, ἐφ᾿ ὅσον ὁ Θεός μας εἶναι διεκδικητὴς τῆς δόξης του· αὐτὸς ποὺ στὰ μὲν ταπεινὰ προσβλέπει μὲ συμπάθεια, τὰ δὲ ὑψηλόφρονα καταργεῖ· αὐτὸς ποὺ στοὺς μὲν ὁσίους του δίδει χάρι, στοὺς δὲ ὑπερηφάνους ἀντιστρατεύεται (Παροιμ. 3, 34).
Ἀλλὰ γὰρ ἔσται ταῦτα, ὅτε καὶ ὅπως τῇ ἄνω προνοίᾳ δόξειε. Σὺ δ᾿ εἷα ἔχου δὴ τῆς καλῆς προαιρέσεως, ἀγαπητέ· ἕπου προθύμως τῇ προαγούσῃ σε χάριτι· τρέχε κατὰ σαυτὸν τὸ σοὶ προκείμενον στάδιον· ἀνδρίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα διαθλῶν, καὶ κραταιούσθω ἡ καρδία σου. «Περίζωσαι τὴν ῥομφαίαν σου ἐπὶ τὸν μηρὸν σου ὁ δυνατός, καὶ ἔντεινε, καὶ κατευοδοῦ, καὶ βασίλευε, ἕνεκεν ἀληθείας καὶ δικαιοσύνης ἀγωνιζόμενος· ὁδηγήσει γάρ σε θαυμαστῶς ἡ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ», ὑπὲρ οὗ καὶ ἀθλεῖν προτεθύμησαι. «Περίζωσαι τὴν ὀσφύν σου καὶ ἀνάστηθι», μᾶλλον δέ, ἐπεὶ ὑπὸ Θεῷ στρατηγοῦντι, περιέζωσαι δύναμιν καὶ ἀνέστης, χώρει γενναίως τὸν δίαυλον, «τῶν μὲν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, ἐπὶ δὲ τὰ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος». Ἀλλ᾿ ὅμως αὐτὰ θὰ συμβοῦν ὅταν καὶ ὅπως θελήσῃ νὰ εὐδοκήσῃ ἡ Θεία Πρόνοια. Σὺ δὲ ἀγαπητέ, ἐμπρός, προχώρα καὶ ἐπίμενε νὰ κατέχῃς αὐτὴν τὴν καλή σου προαίρεσι· ἀκολούθει μὲ προθυμία τὴν θεία χάρι ποὺ σὲ καθοδηγεῖ· τρέχε μὲ ὅλη σου τὴν δύναμι τὸ στάδιο ποὺ διανοίγεται μπροστά σου· ἀνδρίζου ὅλο καὶ περισσότερο στὴν ἄθλησι αὐτοῦ τοῦ καλοῦ ἀγῶνος, καὶ ἂς δυναμωθῇ ἡ καρδιά σου· ζῶσε γύρω ἀπ᾿ τὴν μέση σου τὸ σπαθί σου ὥστε νὰ ἐφάπτεται στὸν μηρό σου καὶ κυβέρνα καὶ ἀγωνίζου γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν δικαιοσύνη· διότι θὰ σὲ ὁδηγήσῃ μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ (Ψαλμ. 44, 4-5), λόγῳ τοῦ ὅτι προθυμοποιήθηκες νὰ ἀγωνισθῇς ὑπὲρ Αὐτοῦ. Ζῶσε λοιπὸν τὴν μέση σου καὶ ἀνορθώσου· μᾶλλον δὲ ἐπειδὴ ἐντάχθηκες στὴν στρατηγία τοῦ Θεοῦ περιβλήθηκες μὲ δύναμι καὶ καταστάθηκες ἱκανὸς γιὰ ἀγῶνα, διάνυε μὲ γενναιότητα τὸν δίαυλο, λησμονῶντας τὰ τοῦ παρελθόντος, προσβλέπων δὲ καὶ ἐνεργῶν μὲ αἰσιοδοξία πρὸς τὸ μέλλον (Φιλιπ. 3, 14).
«Ἐπ᾿ ὄρους ὑψηλοῦ ἀνάβηθι ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών», ὡς ἂν ῇς τοῖς πᾶσι περίοπτος· ὕψωσον ἐν ἰσχύϊ τὴν φωνήν σου «ὁ εὐαγγελιζόμενος Ἱερουσαλήμ», ἳνα ῇς τοῖς πᾶσιν ἐξάκουστος· ὕψωσον μηδὲν ὑποστελλόμενος, καὶ εἶπον πάντα ὅσα τὸ Πνεῦμα σοι ἐνετείλατο, κᾂν μύριοι ὦσιν οἱ ὑπὸ τοῦ ψεύδους στρατολογούμενοι πρὸς οὓς δέον σε παρατάσσεσθαι, κᾂν νεανικοί τινες εἶναι δοκῶσι τὰ λεκτικὰ ταῦτα καὶ διαλεκτικὰ τεχνύδρια καὶ δυσκαταγώνιστοι, κᾂν περιττοὶ τὴν σοφίαν τὴν ἔξω ταύτην καὶ καταργουμένην, κᾂν τέως καὶ τὴν ἐκ τοῦ κόσμου περιβεβλημένην δύναμιν, μυρίας σοι τὰς ἀπειλὰς ἐπισείωσιν· ἀλλὰ σὺ μηδὲν αὐτῶν προτιμήσειας τῇ ἐξ ὕψους ἰσχύϊ ῥωννύμενος. «Μὴ φοβηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, μηδὲ πτοηθῇς ἐναντίον αὐτῶν, ὅτι μετὰ σοῦ εἰμὶ τοῦ ἐξαιρεῖσθαί σε, λέγει Κύριος, καὶ πολεμήσουσι, καὶ οὐ μὴ δύνωνται πρὸς σέ». Εἶεν. Ἀνέβα σὲ ὑψηλὸ βουνό, ἀφοῦ ἔχεις σκοπὸ νὰ εὐαγγελισθῇς τὴν Σιών («ἐπ᾿ ὄρος ὑψηλὸν ἀνάβηθι ὁ εὐαγγελιζόμενος Σιών» (Ἡσ. 40, 9), οὕτως ὥστε νὰ ἀποβῇς περίβλεπτος ἀπὸ ὅλους· ὕψωσε δυνατὰ τὸν τόνο τῆς φωνῆς σου σὺ ποὺ θὰ εὐαγγελισθῇς τὶς ἀλήθειες ποὺ ἔχουν σχέσι μὲ τὴν Ἱερουσαλήμ («ὕψωσον τῇ ἰσχύϊ τὴν φωνήν σου ὁ εὐαγγελιζόμενος Ἱερουσαλήμ» (αὐτόθι)), διότι ἔτσι θὰ σὲ ἀκούσουν ὅλοι· φώναξε διαπεραστικά, πρὸ οὐδενὸς μὴ ὑποχωρῶν, καὶ κήρυξε ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σὲ διέταξε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀκόμα καὶ ἂν μύριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ στρατολογοῦνται γιὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὸ ψεῦδος, πρὸς τοὺς ὁποίους πρέπει νὰ ἀντιπαραταχθῇς, ἔστω καὶ ἂν κἄποιοι μετερχόμενοι καινούργιους τρόπους στὴν παράθεσι τῶν λεκτικῶν καὶ διαλεκτικῶν τεχνουργημάτων νομίζουν πὼς ἔτσι ἀποβαίνουν δυσκατάβλητοι, καὶ ὅταν ἀκόμα κἄποιοι εἶναι ὑπέρμετρα ἱκανοὶ ὡς πρὸς τὴν σοφία τὴν ἐξωτερική, αὐτὴν ποὺ καὶ θὰ καταργηθῇ, καὶ ἂν ἀκόμη, ἐν τέλει, περιβεβλημένοι μὲ τὴν κοσμικὴ καὶ ὑλικὴ δύναμι, μὲ χίλιες δυὸ ἀπειλὲς σὲ φοβερίζουν· σὺ ὅμως τίποτα ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εὐχόμεθα νὰ μὴ προτιμήσῃς, ἰσχυροποιούμενος μὲ τὴν ἐξ ὕψους δύναμι· μὴ φοβηθῇς ἀπὸ τὴν παρουσία τους, οὔτε νὰ δειλιάσῃς πολεμῶντας τους, γιατὶ «ἐγὼ εἶμαι μαζί σου ἕτοιμος νὰ σὲ προστατεύσω, λέγει ὁ Κύριος, καὶ θὰ σὲ πολεμήσουν, ἀλλὰ τίποτα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ κἄνουν εἰς βάρος σου («ἀνδρίζου καὶ ἲσχυε, μὴ φοβοῦ μηδὲ δειλιάσῃς μηδὲ πτοηθῇς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ προπορευόμενος μεθ᾿ ὑμῶν ἐν ὑμῖν, οὔτε μὴ σὲ ἀνῇ, οὔτε μὴ σὲ ἐγκαταλίπῃ» (Δευτ. 31, 6)). Εἴθε (λοιπόν, ἔτσι νὰ γίνουν τὰ πράγματα).

ΠΕΤΡΟΣ ΚΛΑΙΡΚΙΟΣ ΠΡΟΣ ΕΥΓΕΝΙΟΝ ΒΟΥΛΓΑΡΙΝ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ)



ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΚΛΑΙΡΚΙΟΥ

Κυρίω Ευγενίω, διδασκάλω τού έν τώ Όρει τού Άθωνος Σχολείου και του θείου λόγου ιεροκήρυκι.

Είς το ζήτημα το οποίο ανεφύη μεταξύ εμού και των φίλων, πολλά ήδη έγραψα διά να αποδείξω ότι η Ανατολική Εκκλησία είναι καθολική και ορθόδοξος, καί πρός τοίς άλλοις είς ό φρονώ περί της Ρώμης, και περί της προσθήκης και έκ του Υιού, όπερ δή και περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος. Υπολείπονταί μοι όμως και άλλα πολλά να γράψω, διά να παραστήσω φανερά άπασας τάς των Ρωμαίων επισκόπων αδικίας κατά της Εκκλησίας των Γραικών....θέλει ανοίξει ανατείλει ένα φώς λαμπρόν, το οποίον θέλει ανοίξει τούς οφθαλμούς απάντων των γνησίως αγαπώντων του Χριστού της Εκκλησίαν, και ούτοι πάντως μεγάλω τω Θεώ αναπέμψουσι τάς ευχαριστίας, ού μόνον διότι ή τών Γραικών Εκκλησία είναι καθολική και ορθόδοξος, αλλά και διότι αντέστη είς τάς της Ρώμης επισκόπων αδίκους ορμάς, ωσεί τινες πύργοι χάλκινοι, οίτινες ουδέν αφήκαν διά να περιτρέψωσι πάντα τά της Εκκλησίας υποτελείς εαυτοίς υποχειρίους.
Είθε άπαντες ημείς οι Λατίνοι να είχομεν ακολουθήση το παράδειγμα τής των Γραικών Εκκλησίας δεν ήθελε καταβληθή ή τού Χριστού Εκκλησία υπό τοιούτων και τηλικούτων κακών, ύφ' οίς επί του παρόντος κείται οιονεί υποβρύχιος....
Προσθέτων ενταύθα ότι, αναγινώσκων εγώ μετά πολλής προσοχής τάς πρώτας Συνόδους, και πολλούς τών ανατολικών πατέρων, ουδέν εύρον παρηγορούν τώ τών Λατίνων φρονήματι, τών διδασκόντων το Πνεύμα το άγιον εκπορεύεσθαι καί έκ του Υιού, καθάπερ έκ του Πατρός, μάλιστα εύρον την τοιάυτην δόξαν αντικειμένην τη διδασκαλία τών αγίων Γραφών και των πρώτων Συνόδων και των ανατολικών πατέρων. Και έν ταίς πρός τούς φίλους επιστολαίς μου απέδειξα ότι, ού μόνον το και έκ του Υιού μόριον αδίκως προσετέθη τώ συμβόλω, αλλά και ότι αντιφέρεται ολοτελώς είς την τής καθολικής Εκκλησίας διδασκαλίαν περί της εκπορεύσεως του αγίου Πνεύματος.
Συγγράφων εγώ πρό τριών ετών πονημάτιον τι κατά των σκανδάλων, δι ών οί της Ρώμης επίσκοποι έκ πολλών ήδη αιώνων της Εκκλησίαν καταστρέφουσιν, έτυχον αφορμής να διαλάβω και περί της Εκκλησίας των Γραικών, ελάλουν δέ κινούμενος υπό των προλήψεων, αίς άπαντες ημείς οι Λατίνοι συνηλικιώθημεν και συνανεστράφημεν, όθεν ήλεγχον αυτήν ώς από της καθ' όλου Εκκλησίας αποστατήσαν.
Μόλις ούν είχα τυπώσει μίαν σελίδα, έν ή ούτως αισχράν κηλίδα τή τών Γραικών Εκκλησία προσέτριβον, ότε έκ θείας προνοίας περιέτυχον επισκόπω τινί έκ της αυτής Εκκλησίας. Μετά τινάς ούν συνομιλίας, άς είχον μετ αυτού συνέπεσέ μοι υπόνοια ότι ενδέχεται να είμεθα ημείς οι Λατίνοι είς σφάλματα γραμματικών περί τής των Γραικών Εκκλησίας, σχισματικήν αυτήν και αιρετικήν κρίνοντες. Άλλ' ή του Γραικού μαρτυρία δεν εξήρκει είς εμέ έν τηλικαύτη και ούτως αξιολόγω υποθέσει, να δυνηθώ δηλαδή να πιστεύσω και να ομολογήσω δημοσία ότι η των Γραικών Εκκλησία ούτε είς αίρεσιν ούτε είς σχίσμα αναστρέφεται, και μάλιστα οπότε περι του τοιούτου έμελον να διαμάχωνται πρός άπαντας τούς Λατίνους, απο πρώτου αυτών έως εσχάτου αυτών, εξαιρουμένων δέ μετά των εμοί οικειοτάτων και λίαν συνήθων....
Αλλά πόση έκστασις και πόσον θαύμα κατέπληξεν μου την ψυχήν, και πόσης χαράς επλήσθη η καρδία μου, όταν με αυτά μοι τα όμματα κατείδον πως η των Γραικών ούτε είς σχίσμα αναστρέφεται, ούτε σφάλλει, καθώς ψευδώς είς πάντα τα ημέτερα σχολεία ημείς διδασκόμεθα. Γνούς και κατανοήσας την αλήθειαν, έγραψα πρός πολλούς των έν τη Γαλλία διατριβόντων φίλων μου, δι' ών απεδείκνυον ότι αδίκως τε και παραλόγως αυτοί κατακρίνουσι την των Γραικών Εκκλησίαν ώς σχισματικήν και αιρετικήν. Αυτοί δέ πάντες πληγέντες τοίς ύπ' εμού γραφομένοις, αντέγραψαν τε είς εμέ, και μέσα είς ένα πέλαγος πολλών εκστάσεων με εκαταπόντισαν....
Αλλά η εμή ιδιάζουσα γνώμη δεν εξαρκεί είς το να φωτίση των αδελφών μου τάς ψυχάς, ότι ανεπίληπτος ή των Γραικών Εκκλησίαν και είς την ορθοδοξίαν ακέραιος, εάν μή άλλως την προβαλλομένην ένστασιν περί τε των αγίων και των θαυμάτων, τα οποία είς την αυτήν Εκκλησία αρνούνται, διά να δυνηθώ να διαλύσω. Η εμή πρός την ανατολικήν Εκκλησία ευλάβεια τοσαύτη είναι, ώστε μετά ζεούσης επιθυμίας επιποθώ να την παραστήσω καθολικήν και ορθόδοξον πληρέστατα και τελειότατα...
Εγώ δέν δύναμαι αρκετά να ευχαριστήσω τον Θεόν των οικτιρμών επί τή χάριτι, δι' ής διεσκέδασα τα σκότη και τάς προλήψεις της εμής ψυχής, άς είχον περί της πίστεως υμών και πάσης της καθ' υμάς προσκυνητής Εκκλησίας. Μετά αφάτου αγαλλιάσεως εγώ γνωρίζω μετά από ακριβή έρευναν, ότι υμείς είσθε αδιάβλητοι και ανεπίληπτοι είς την πίστιν υμών, και δεν είσθε ένα σύστημα κεχωρισμένον της καθόλου Εκκλησίας, αγκαλά ημείς οι Λατίνοι κακώς αφήσαμεν και εκατεπείσθημεν διά το πρός τόν Ρώμης επίσκοπον και την αυλήν αυτού σέβας...εγώ μάρτυς υμών πάνδημος και πεπαρρησιασμένος ότι είς πάντα ταύτα είσθε ανεπίληπτοι, και τόσον είμαι πεπληροφορημένος είς τούτο, ότι και χρέος εμόν νομίζω να κάμω την υμετέραν απολογίαν πρό προσώπου πάσης της γής, και να αποδείξω ότι πολλά απέχοντες από το να είσθε σχισματικοί και αιρετικοί, ώς κοινή παρ' ημίν πιστεύεται, υμείς απ' εναντίας είσθε ορθοδοξότατοι επί πάσιν τοίς φρονήμασιν, έφ' οίς ελέγχεσθαι, και ότι μάλιστα επιμόνως εφυλάχθητε προσκεκολλημένοι είς την καθόλου Εκκλησίαν, είς την πίστιν αυτής και διδασκαλίαν, είς την αυτής ιεραρχίαν, είς τα αυτής μυστήρια, και ουδέποτε επαύσατε μέχρι της σήμερον να ομολογήτε το κριτήριον αυτής, ώς το έν και μόνον κριτήριον το ασφαλές και αδιάσπαστον είς τάς κρίσεις τάς τε περί της πίστεως και τάς περί ηθών.....
Τούτο εγώ κάμνω έκ μέρους μου δημοσία καταγγέλων τάς ανομίας των εγείραντων αυτούς και τα σκάνδαλα εισαγαγόντων είς την παρεμβολή του Κυρίου. Τούτο αυτό και υμείς ποιήσατε, εκλαμπρότατοι ιεράρχαι...
Αρκεί μοι να σημειώσω ότι εγώ δεν συγχωρώ ουδόλως την προσθήκην έκ του Υιού, διότι γνωρίζω μετά της Εκκλησίας των Γραικών, ότι η τοιαύτη προσθήκη δεν έγινεν έν τώ Συμβόλω από μίαν εξουσίαν νόμιμον, υπό της καθόλου Εκκλησίας, ήτις μόνη έχει την δύναμιν να άπτηται των κανόνων της πίστεως, όχι διά να τούς μεταβάλη ή να τούς διορθώνη, αλλά διά να τούς αναπτύσση έν μέρει κατά την χρείαν των τεκνών της, και ήτις άνωθεν διεκώλυσε σαφέστατα, και υπό ποιναίς βαρυτάταις υπέβαλλε, δηλαδή το μηδέν εξείναι προστιθέναι και μηδέν αφαιρείν, όρα την περί τούτου απόφασιν της Οικουμενικής Έκτης Συνόδου, όρα έτι τον πρώτον κανόνα της Εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου, όστις θέλει και παρουσιάζει ότι τα κανονισθέντα έν ταίς Οικουμενικαίς Συνόδοις να μένωσιν ανεπιχείρητα και αμετάτρεπτα...

(Μ.Ι. ΓΕΔΕΩΝ, Συμβολή είς την ιστορίαν των μεταξύ των εκκλησιών σχέσεων, Εκκλησιαστική αλήθεια, έτ. Η΄ 1887-88, σελ.370 έξ.)

Mε την παρουσία Ορθοδόξων κληρικών ο παπικός "εσπερινός" για τη χριστιανική ενότητα


Παρόντες στον παπικό «εσπερινό» και Ορθόδοξοι κληρικοί μεταξύ τους και ο Μητροπολίτης Ιταλίας Γεννάδιος.

Μεταξύ άλλων ο Πάπας δήλωσε: [δείτε πρώτα το αγγλικό κείμενο που εκφωνείται στο video –και μετά πρόχειρη μετάφρασή του στα ελληνικά]

Benedict XVI:

“In a world marked by religious and Christian indifference ........
and even by an increasing aversion to the Christian faith, a new and intense activity of evangelization is required, not only among the peoples who do not yet know the Gospel, but also among those to whom Christianity was proclaimed and became a part of their history. Unfortunately, there is no lack of issues that separate us from one another, which we hope may be overcome through prayer and dialogue. However, there is a central point of Christ’s message that we can proclaim together: the paternity of God, the victory of Christ over sin and death by His cross and resurrection, the confidence in the transforming action of the Sprit.”

"Σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από αδιαφορία για τις θρησκείες και το Χριστιανισμό και μάλιστα με αυξανόμενη αποστροφή προς την χριστιανική πίστη, απαιτείται μια νέα και έντονη δραστηριότητα του ευαγγελισμού, όχι μόνο μεταξύ των λαών που δεν γνωρίζουν ακόμη το Ευαγγέλιο, αλλά και μεταξύ εκείνων στους οποίους ο Χριστιανισμός κηρύχθηκε και έγινε μέρος της ιστορίας τους. Δυστυχώς, υπάρχουν ζητήματα που μας διαχωρίζουν τον ένα από το άλλο, τα οποία ελπίζουμε ότι μπορούν να ξεπεραστούν μέσω της προσευχής και του διαλόγου. Ωστόσο, υπάρχει ένα κεντρικό σημείο του μηνύματος του Χριστού που μπορούμε να διακηρύσσουμε μαζί: η αναγνώριση της πατρότητας του Θεού, η νίκη του Χριστού επί της αμαρτίας και του θανάτου μέσω του Σταυρού και της Ανάστασής Του, η πίστη της μεταμορφωτικής δύναμης του Πνεύματος"

Ο Πάπας Βενέδικτος στο πλαίσιο της Εβδομάδας προσευχής για τη χριστιανική ενότητα, κατά την οποία προβλέπεται Εσπερινός με τη συμμετοχή εκπροσώπων πολλών "εκκλησιών" (και των Ορθοδόξων;) δήλωσε μεταξύ άλλων πως σύμφωνα με το λόγο του Κυρίου και του Αγίου Πνεύματος "Η Εκκλησία είναι Μία και Αγία". Ορθώς τούτο είρηκε! Πλην όμως, ποια είναι αυτή η Μία και Αγία Εκκλησία; Η Παπική αίρεσις ή η Ορθόδοξος Εκκλησία; Και πως τότε ο Πάπας δέχεται να συμπροσεύχεται με άλλες εκκλησίες; Μία είναι τελικά ή πολλές οι εκκλησίες;

Ακολουθεί το κείμενο που ακούγεται στο video στο πρωτότυπο και σε μια βιαστική μετάφραση στα ελληνικά.

The Week of Prayer for Christian Unity was, once again, at the center of Pope Benedict XVI’s reflections this Sunday, January 24th, during the Angelus prayer.......
In remarks to the faithful, the Pope quoted the First Letter to the Corinthians, where St. Paul likens the Church to the human body: “The Church is conceived as the body of Christ, of which Christ is the head, and forms with Him a unified whole,” explained Benedict XVI, who went on to say that St. Paul “was at pains to communicate the idea of unity in the multiplicity of charisms, which are the gifts of the Holy Spirit,” and it is precisely in Christ and the Holy Spirit that “the Church is one and holy.” It is through “the sacraments, the Word of God, charisms and ministries distributed in the community” that the Church “continues the presence of the Risen Lord in history.”
Looking ahead to Monday’s scheduled celebration of Vespers in the Basilica of St. Paul Outside the Walls, with the participation of representatives of other Churches and Ecclesial Communities in Rome at the conclusion of the Week of Prayer for Christian Unity, the Pope said that “communion among Christians makes the proclamation of the Gospel more credible and effective.”

Η Eβδομάδα της Προσευχής για τη χριστιανική ενότητα ήταν, για άλλη μια φορά, στο επίκεντρο του προβληματισμού του Πάπα Βενέδικτου ΙΣΤ, αυτή την Κυριακή, 24 Ιανουαρίου, κατά τη διάρκεια της Angelus προσευχής.
Στις παρατηρήσεις για τους πιστούς, ο Πάπας αναφέρθηκε στην πρώτη επιστολή προς τους Κορινθίους, όπου ο Απόστολος Παύλος παρομοιάζει την Εκκλησία για το ανθρώπινο σώμα: «Η Εκκλησία έχει σχεδιαστεί ως το σώμα του Χριστού, στο οποίο ο Χριστός είναι η κεφαλή, καθώς και όσοι συνδέονται με Αυτόν ένα ενιαίο σύνολο" εξήγησε ο Βενέδικτος ΙΣΤ ', ο οποίος συνέχισε λέγοντας ότι ο Απόστολος Παύλος "φρόντισε να συνδέσει την ιδέα της ενότητας με την πολλαπλότητα των χαρισμάτων, που είναι τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος," και είναι λόγος του Χριστού και του Αγίου Πνεύματος ότι «η Εκκλησία είναι μία και άγια". Βρίσκεται μέσα "στα μυστήρια, το Λόγο του Θεού, τα χαρίσματα και τα αξιώματα που διανέμονται στην κοινότητα" και ότι η Εκκλησία "συνεχίζει την παρουσία του αναστημένου Κυρίου στην ιστορία."
Αναφερόμενος στην προγραμματισμένη γιορτή της Δευτέρας, τον Εσπερινόστη Βασιλική του Αγίου Παύλου έξω από τα τείχη, με τη συμμετοχή των εκπροσώπων των άλλων εκκλησιών και εκκλησιαστικών Κοινοτήτων στη Ρώμη, κατά τη ολοκλήρωση της Εβδομάδας της προσευχής για τη χριστιανική ενότητα, ο Πάπας δήλωσε ότι "η κοινωνία μεταξύ των Χριστιανών κάνει τη διακήρυξη του Ευαγγελίου πιο αξιόπιστη και αποτελεσματική».

(ΑΠΟ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ BLOGSPOT)