ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤ΄ ΕΞΟΧΗΝ ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΚΑΤ΄ ΕΞΟΧΗΝ ΑΝΤΙΠΑΠΙΚΟΙ ΑΓΙΟΙ
ΔΕΙΤΕ ΤΗΝ ΝΕΑ ΜΑΣ ΣΕΛΙΔΑ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ

whos.amung.us

Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Τὸ Κίνητρο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Φλωρόφσκυ

Ι.

ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ μήνυμα ἦταν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μήνυμα σωτηρίας καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριός μας ἀρχικὰ χαρακτηρίστηκε ὡς ὁ Σωτήρας, ὁ ῾Οποῖος λύτρωσε τὸν λαό Του ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς φθορᾶς.
Τὸ ἴδιο τὸ γεγονὸς τῆς Σαρκώσεως ἑρμηνευόταν συνήθως ἀπὸ τὴν πρώτη χριστιανικὴ θεολογία μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς Λυτρώσεως. ᾿Εσφαλμένες ἀντιλήψεις γιὰ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὶς ὁποῖες ἡ πρώτη ᾿Εκκλησία ἔπρεπε νὰ παλέψει, ἀποδοκιμάστηκαν καὶ ἀπορρίφθηκαν ἀκριβῶς ὅταν αὐτὲς ἔτειναν νὰ ὑποσκάψουν τὴν πραγματικότητα τῆς Λυτρώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Θεωρήθηκε γενικὰ ὅτι ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς Σωτηρίας ἦταν ὅτι ἡ προσωπικὴ ἕνωση μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου ἀποκαταστάθηκε, καὶ ἄρα ὁ Λυτρωμένος ἔπρεπε νὰ ἀνήκει ὁ ῎Ιδιος καὶ στὶς δυὸ πλευρές, δηλαδὴ νὰ εἶναι συγχρόνως θεῖος καὶ ἀνθρώπινος, γιατὶ διαφορετικὰ ἡ σπασμένη κοινωνία μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου δὲ θὰ εἶχε ἀποκατασταθεῖ. Αὐτὴ ἦταν ἡ κύρια γραμμὴ σκέψεως τοῦ ῾Αγίου ᾿Αθανασίο
υ στὸν ἀγώνα του κατὰ τῶν ᾿Αρειανῶν, τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ στὴν πολεμική του κατὰ τοῦ ᾿Απολλιναρισμοῦ, καὶ ἄλλων συγγραφέων τοῦ Δʹ καὶ Εʹ αἰώνα. «᾿Εκεῖνο σώζεται ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸ Θεό», λέγει ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός1. ῾Η λυτρωτικὴ ἄποψη καὶ ἐπίδραση τῆς Σαρκώσεως τονίστηκαν μὲ ἔμφαση ἀπὸ τοὺς Πατέρες. ῾Ο σκοπὸς καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς Σαρκώσεως ὁρίστηκαν μὲ ἀκρίβεια ὡς ἡ Λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου· καὶ ἡ ἀποκατάστασή του στὴν ἀρχέγονη κατάσταση ποὺ κατα- στράφηκε ἀπὸ τὴν πτώση καὶ τὴν ἁμαρτία. ῾Η ἁμαρτία τοῦ κόσμου καταργήθηκε καὶ ἀπαλείφθηκε ἀπὸ τὸν ᾿Ενανθρωπήσαντα, καὶ Αὐτὸς μόνο, ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, μποροῦσε νὰ τὸ κάνει αὐτό. ᾿Απὸ τὴν ἄλλη πλευρά, δὲ θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι οἱ Πατέρες θεωροῦσαν αὐτὸ τὸ λυτρωτικὸ σκοπὸ ὡς τὴν μόνη αἰτία γιὰ τὴν ᾿Ενανθρώπηση, ἔτσι ὥστε ἡ ᾿Ενανθρώπηση νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ καθόλου, ἂν δὲν εἶχε ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος. ῾Η ἐρώτηση μ᾿ αὐτὴ τὴ μορφὴ ποτὲ δὲν τέθηκε ἀπὸ τοὺς Πατέρες. Τὸ θέμα γιὰ τὸ ὕψιστο κίνητρο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως ποτὲ δὲν συζητήθηκε ἐπίσημα (formally) κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων. Τὸ πρόβλημα τῆς σχέσεως ἀνάμεσα στὸ μυστήριο τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως καὶ τὸν ἀρχικὸ σκοπὸ τῆς Δημιουργίας δὲν τὸ ἔθιξαν οἱ Πατέρες· δὲν ἐπεξεργάστηκαν ποτὲ αὐτὸ τὸ θέμα συστηματικά. «῎Ισως θὰ ἦταν σωστὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ σκέψη μιᾶς ᾿Ενανθρωπήσεως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν Πτώση συμφωνεῖ μὲ τὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς ῾Ελληνικῆς θεολογίας. Μερικὲς φράσεις τῶν Πατέρων φαίνεται νὰ δείχνουν πὼς ἡ σκέψη διατυπώθηκε μὲ σαφήνεια ἐδῶ κι᾿ ἐκεῖ, καὶ ἴσως ἀκόμα νὰ συζητήθηκε»2. Αὐτὲς οἱ «φράσεις τῶν Πατέρων» δὲν συγκεντρώθηκαν καὶ δὲν ἐρευνήθηκαν. Πράγματι, στοὺς ἴδιους Πατέρες μπορεῖ νὰ παραπέμψει κανεὶς γιὰ τὴν ὑποστήριξη ἀντιθέτων ἀπόψεων. Δὲν ἀρκεῖ νὰ συγκεντρώσουμε χωρία, παίρνοντάς τα ἔξω ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα καὶ ξεχνώντας τὸν σκοπό, ποὺ εἶναι συχνὰ πολεμικός, γιὰ τὸν ὁποῖο γράφτηκαν ἐπὶ μέρους ἔργα. Πολλὲς ἀπὸ αὐτὲς τὶς «φράσεις τῶν Πατέρων» ἦταν μόνο «περιστασιακὲς» διατυπώσεις («occasional» statements), καὶ πρέπει νὰ χρησιμοποιοῦνται μόνο μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ σύνεση. ῾Η σωστὴ σημασία τους μπορεῖ νὰ ἐξακριβωθεῖ μόνο ὅταν διαβαστοῦν μέσα στὰ συμφραζόμενα, δηλαδὴ μέσα στὴν προοπτικὴ τῆς σκέψεως κάθε ἐπὶ μέρους συγγραφέα. ΙΙ. ῾Ο Rupert of Deutz († 1135) φαίνεται πὼς εἶναι ὁ πρῶτος ἀνάμεσα στοὺς θεολόγους τῶν Μέσων Χρόνων ποὺ ρητὰ ἔθεσε τὸ θέμα τοῦ κινήτρου τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως, καὶ ὁ ἰσχυρισμός του ἦταν ὅτι ἡ ᾿Ενανθρώπηση ἀνῆκε στὸ ἀρχικὸ σχέδιο τῆς Δημιουργίας καὶ ἦταν ἑπομένως ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν πτώση. ῾Η ᾿Ενανθρώπηση ἦταν, κατὰ τὴν ἄποψή του, ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀρχικοῦ δημιουργικοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ, ἕνας σκοπὸς καθεαυτόν, καὶ ὄχι ἁπλῶς ἕνα λυτρωτικὸ φάρμακο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀποτυχία3. ῾Ο Honorius of Autun († 1152) εἶχε τὴν ἴδια πεποίθηση4. Οἱ μεγάλοι διδάσκαλοι τοῦ ΙΓʹ αἰώνα, ὅπως ὁ ᾿Αλέξανδρος ὁ ἐκ Hales καὶ ὁ ᾿Αλβέρτος ὁ Μέγας, δέχτηκαν τὴν ἰδέα μιᾶς ᾿Ενανθρωπήσεως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν Πτώση ὡς τὴν πιὸ πρόσφορη λύση τοῦ προβλήματος5. ῾Ο Duns Scotus (γύρω στὰ 1266-1308) ἐπεξεργάστηκε τὴν ὅλη ἰδέα μὲ μεγάλη προσοχὴ καὶ λογικὴ συνέπεια. Γι᾿ αὐτὸν ἡ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν Πτώση ᾿Ενανθρώπηση δὲν ἦταν ἁπλῶς μιὰ πολὺ ταιριαστὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ μᾶλλον μιὰ ἀπολύτως ἀναγκαία δογματικὴ προϋπόθεση. ῾Η ᾿Ενανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἡ πραγματικὴ αἰτία τῆς ὅλης Δημιουργίας. Διαφορετικά, νόμιζε, αὐτὴ ἡ ὕψιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ θὰ ἦταν κάτι τὸ ἐντελῶς τυχαῖο ἢ «περιστασιακό». «Πάλι, ἂν ἡ Πτώση ἦταν ἡ αἰτία τοῦ προκαθορισμοῦ τοῦ Χριστοῦ, θὰ σήμαινε ὅτι τὸ μεγαλύτερο ἔργο τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐντελῶς τυχαῖο, γιατὶ ἡ δόξα ὅλων δὲ θὰ εἶναι τόσο μεγάλη ὅσο ἐκείνη τοῦ Χριστοῦ, καὶ φαίνεται παράλογο τὸ νὰ δεχτοῦμε ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐγκατέλειπε ἕνα τέτοιο ἔργο ἐξαιτίας τῆς καλῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ᾿Αδάμ, ἂν αὐτὸς δὲν εἶχε ἁμαρτήσει». Τὸ ὅλο θέμα γιὰ τὸν Duns Scotus ἦταν ἀκριβῶς τὸ θέμα τῆς σειρᾶς τοῦ θείου «καθορισμοῦ» ἢ σκοποῦ, δηλαδὴ τῆς σειρᾶς τῶν σκέψεων μέσα στὴν Θεία βουλὴ γιὰ τὴν Δημιουργία. ῾Ο Χριστός, ὁ ᾿Ενανθρωπήσας, ἦταν ὁ πρῶτος στόχος (object) τῆς δημιουργικῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ ἦταν γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ ποὺ κάθε τι ἄλλο ἔχει δημιουργηθεῖ. «῾Η ᾿Ενανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ δὲν προνοήθηκε τυχαῖα, ἀλλὰ θεωρήθηκε ὡς σκοπὸς καθεαυτὸν ἀπὸ τὸ Θεὸ προαιωνίως· ἔτσι, μιλώντας γιὰ πράγματα ποὺ προκαθορίζονται, ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση Του προκαθορίστηκε πρὶν ἀπὸ ἄλλους, ἀφοῦ Αὐτὸς εἶναι πλησιέστερα πρὸς ἕνα τέλος (end)». Αὐτὴ ἡ σειρὰ τῶν «σκοπῶν» ἢ «προβλέψεων» ἦταν, φυσικά, μόνο μιὰ λογικὴ σειρά. ῾Η κύρια ἔμφαση τοῦ Duns Scotus ἦταν ὁ ἀπόλυτος καὶ πρωταρχικὸς χαρακτήρας τῆς θείας βουλῆς γιὰ τὴν ᾿Ενανθρώπηση, ὅπως αὐτὴ καταφαίνεται μέσα στὴν ὅλη προοπτικὴ τῆς Δημιουργίας6. Καὶ ὁ ᾿Ακινάτος (1224-1274) ἐπίσης συζήτησε τὸ πρόβλημα ἀρκετὰ ἐκτενῶς. ᾿Εξέτασε τὴν ὅλη βαρύτητα τῶν ἐπιχειρημάτων ποὺ εὐνοοῦσαν τὴν ἄποψη ὅτι, ἀκόμα καὶ χωρὶς τὴν Πτώση, «ὁ Θεὸς θὰ γινόταν ἄνθρωπος», καὶ παρέθεσε τὴ φράση τοῦ ῾Αγίου Αὐγουστίνου: «στὴν ᾿Ενανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, κι᾿ ἄλλα πράγματα πρέπει νὰ ληφθοῦν ὑπόψη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν» (De Trinitate, XIII, § 17). ᾿Αλλὰ ὁ ᾿Ακινάτος δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ, οὔτε στὴν ῾Αγία Γραφὴ οὔτε στὰ ἔργα τῶν Πατέρων, καμία θετικὴ μαρτυρία γι᾿ αὐτὴν τὴν ᾿Ενανθρώπηση τὴν ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν Πτώση, καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔκλινε νὰ πιστεύει ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲ θὰ ἐνανθρωπίζονταν ἂν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δὲν ἁμάρτανε: «῎Αν καὶ ὁ Θεὸς θὰ εἶχε ἐνανθρωπιστεῖ καὶ χωρὶς τὴν ὕπαρξη τῆς ἁμαρτίας, ἐν τούτοις ταιριάζει περισσότερο νὰ ποῦμε, ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶχε ἁμαρτήσει, ὁ Θεὸς δὲ θὰ ἐνανθρωπίζονταν, ἀφοῦ στὴν ῾Αγία Γραφὴ ὡς αἰτία γιὰ τὴν ᾿Ενανθρώπηση θεωρεῖται παντοῦ ἡ ἁμαρτία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου». Τὸ ἀκατανόητο μυστήριο τῆς θείας βουλῆς μπορεῖ νὰ κατανοηθεῖ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο «μόνο στὴν ἔκταση ποὺ (αὐτὰ τὰ πράγματα) μεταδίδονται μέσα στὴν ῾Αγία Γραφή», ἤ, ὅπως ὁ ᾿Ακινάτος λέγει σὲ ἄλλο σημεῖο, «μόνο στὴν ἔκταση ποὺ μᾶς πληροφορεῖ ἡ αὐθεντία τῶν ἁγίων, διὰ μέσου τῶν ὁποίων ὁ Θεὸς ἔχει ἀποκαλύψει τὸ θέλημά Του». Μόνο ὁ Χριστὸς γνωρίζει τὴν σωστὴ ἀπάντηση σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση: «Τὴν ἀλήθεια τοῦ θέματος μόνο ᾿Εκεῖνος μπορεῖ νὰ γνωρίζει, ὁ ῾Οποῖος γεννήθηκε καὶ προσέφερε τὸν ῾Εαυτό Του, ἐπειδὴ ἔτσι θέλησε»7. ῾Ο Bonaventura (1221-1274) ἐπέδειξε τὴν ἴδια ἐπιφυλακτικότητα. Συγκρίνοντας τὶς δυὸ ἀπόψεις —τὴν μιὰ ποὺ θεωρεῖ τὴν ᾿Ενανθρώπηση ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὴν Πτώση καὶ τὴν ἄλλη ποὺ τὴν θεωρεῖ ἐξαρτημένη ἀπὸ αὐτὴν— κατέληξε: «Καὶ οἱ δυὸ (ἀπόψεις) διεγείρουν τὴν ψυχὴ σὲ εὐσέβεια γιὰ διαφορετικοὺς λόγους ἡ κάθε μιά· ἡ πρώτη, ἐν τούτοις, εἶναι πιὸ σύμφωνη μὲ τὴν κρίση τοῦ λογικοῦ· κι᾿ ὅμως, φαίνεται πὼς ἡ δεύτερη εἶναι πιὸ σύμφωνη μὲ τὴν εὐσέβεια τῆς πίστεως». Θὰ ἔπρεπε κανεὶς νὰ στηρίζεται περισσότερο στὴν ἄμεση μαρτυρία τῶν Γραφῶν παρὰ στὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ 8. Γενικά, τὸν Duns Scotus ἀκολούθησε ἡ πλειονότητα τῶν θεολόγων τοῦ Φραγκισκανικοῦ τάγματος, καὶ ὄχι λίγοι μὴ Φραγκισκανοί, ὅπως π.χ. ὁ Διονύσιος Carthusianus, ὁ Gabriel Biel, ὁ John Wessel, καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ἐν Τριδέντῳ Συνόδου, ὁ Giacomo Nachiantι, ἐπίσκοπος τῆς Chiozza (Jacobus Naclantus), καθὼς ἐπίσης καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους Μεταρρυθμιστές, ὅπως π.χ. ὁ ᾿Ανδρέας Osiander9. Τὴν ἄποψη αὐτὴ ἀντέκρουσαν μὲ δύναμη ἄλλοι, καὶ ὄχι μόνο οἱ αὐστηροὶ Θωμιστές, τὸ ὅλο δὲ θέμα συζητήθηκε πολὺ καὶ ἀπὸ Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ ἀπὸ Προτεστάντες θεολόγους κατὰ τὸ ΙΖʹ αἰώνα10. ᾿Ανάμεσα στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς ὑπερασπιστὲς τῆς ἀπόλυτης ἐκδοχῆς τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως μπορεῖ κανεὶς νὰ μνημονεύσει ἰδιαίτερα τὸν Francois de Sales καὶ τὸν Malebranche. ῾Ο Malenbrache ἐπέμενε πολὺ ἐπάνω στὴ μεταφυσικὴ ἀναγκαιότητα τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως, ἐντελῶς ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν Πτώση, γιατὶ διαφορετικά, ἰσχυριζόταν, δὲ θὰ μποροῦσε νὰ ἔχει ὑπάρξει κανένας ἀποχρὼν λόγος ἢ σκοπὸς γιὰ τὴν δημιουργία (act) τῆς ἴδιας τῆς Δημιουργίας (Creation)11. ῾Η ἀμφισβήτηση (controversy) συνεχίζεται ἀκόμα ἀνάμεσα στοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς θεολόγους, κάποτε μὲ ὑπερβολικὴ ἔνταση καὶ θέρμη, καὶ τὸ θέμα δὲν ἔχει διευθετηθεῖ12. Μεταξὺ τῶν ᾿Αγγλικανῶν, τὸν τελευταῖο αἰώνα, ὁ ἐπίσκοπος Wescott ὑπερασπίστηκε μὲ δύναμη τὸ «ἀπόλυτο κίνητρο», μὲ τὴ θαυμάσια πραγματεία του «τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Δημιουργίας»13. ῾Ο μακαρίτης π. Σέργιος Bulgakov εὐνοοῦσε πολὺ τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ᾿Ενανθρώπηση θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς μιὰ ἀπόλυτη βουλὴ τοῦ Θεοῦ, προγενέστερη ἀπὸ τὴν καταστροφὴ τῆς Πτώσεως14. ΙΙΙ. ΚΑΤΑ τὴν μακροχρόνια αὐτὴ συζήτηση μιὰ σταθερὴ ἀναφορὰ γινόταν στὴ μαρτυρία τῶν Πατέρων. Κατὰ ἀρκετὰ περίεργο τρόπο, τὸ πιὸ σπουδαῖο χωρίο/ἀναφορὰ παραγνωριζόταν σ᾿ αὐτὴ τὴνἀνθολογία τῶν περικοπῶν. ᾿Αφοῦ τὸ θέμα τοῦ κινήτρου τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως ποτὲ δὲν τέθηκε ρητὰ (formally) στὴν ἐποχὴ τῶν Πατέρων, τὰ περισσότερα κείμενα ποὺ χρησιμοποιήθηκαν στὶς μεταγενέστερες συζητήσεις δὲν μπόρεσαν νὰ δώσουν καμιὰ ἀκριβὴ καθοδήγηση15. ῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος ὁ ῾Ομολογητὴς (580-662) φαίνεται πὼς εἶναι ὁ μόνος Πατέρας ποὺ ἐνδιαφέρθηκε ἄμεσα γιὰ τὸ πρόβλημα, ἂν καὶ ὄχι μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως οἱ μεταγενέστεροι θεολόγοι τῆς Δύσεως. Εἶπε ὁλοκάθαρα ὅτι ἡ ᾿Ενανθρώπηση θὰ ἔπρεπε νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνας ἀπόλυτος καὶ πρωταρχικὸς σκοπὸς τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴ Δημιουργία. ῾Η φύση τῆς ᾿Ενανθρωπήσεως, αὐτῆς τῆς ἑνώσεως τοῦ θεϊκοῦ μεγαλείου μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, εἶναι πραγματικὰ ἕνα ἀκατανόητο μυστήριο, ἀλλὰ μποροῦμε τουλάχιστον νὰ συλλάβουμε τὸν «λόγο» καὶ τὸν «σκοπὸ» αὐτοῦ τοῦ ὑπέρτατου μυστηρίου. Κι᾿ αὐτὸς ὁ πρωταρχικὸς λόγος, ἢ ὁ ἔσχατος σκοπὸς ἦταν, κατὰ τὴν γνώμη τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου, ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἡ ᾿Ενανθρώπηση καὶ ὕστερα ἡ δική μας ἐνσωμάτωση μέσα στὸ Σῶμα τοῦ Σαρκωθέντος. Οἱ λόγοι τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου εἶναι σαφεῖς καὶ ξεκάθαροι. ῾Η 60ὴ «ἐρώτησις πρὸς Θαλάσσιον» εἶναι ἕνας ὑπομνηματισμὸς στὸ χωρίο Αʹ Πέτρου αʹ 19-20: «(῾Ο Χριστὸς ἦταν) ὡς ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, προεγνωσμένος πρὸ καταβολῆς κόσμου». ῾Ο ῞Αγιος Μάξιμος πρῶτα συνοψίζει σύντομα τὴν ἀληθὴ διδασκαλία γιὰ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὕστερα συνεχίζει: «Αὐτὸ εἶναι τὸ εὐλογημένο τέλος, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου τὰ πάντα δημιουργήθηκαν. Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς ποὺ τέθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Δημιουργίας καὶ ποὺ τὸν ὀνομάζουμε προμελετημένη πλήρωση [προεπινοούμενον τέλος]. ῞Ολη ἡ δημιουργία ὑπάρχει γιὰ χάρη αὐτῆς τῆς πληρώσεως, ἐνῶ ἡ ἴδια ἡ πλήρωση δὲν ὑπάρχει ἐξαιτίας κανενὸς ἀπὸ ὅσα δημιουργήθηκαν. ᾿Επειδὴ ὁ Θεὸς εἶχε κατὰ νοῦν αὐτὸ τὸ τέλος, δημιούργησε τὶς φύσεις τῶν πραγμάτων. Αὐτὸ εἶναι πράγματι ἡ πλήρωση τῆς θείας Πρόνοιας καὶ τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ. Διὰ μέσου αὐτῆς ὑπάρχει μιὰ ἀνακεφαλαίωση στὸ Θεὸ ὅσων δημιουργήθηκαν ἀπὸ Αὐτόν. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ περιλαμβάνει ὅλους τοὺς αἰῶνες, τὸ φοβερὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι περισσότερο ἀπὸ ἄπειρο καὶ ὑπάρχει ἀπείρως πρὶν ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰῶνες. ῾Ο ῎Αγγελος (Messenger), ποὺ στὴν οὐσία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔγινε ἄνθρωπος ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πληρώσεως. Καὶ μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ ὅτι ἦταν Αὐτὸς ὁ ῎Ιδιος ποὺ ἀποκατέστησε τὰ ὁλοκάθαρα ἐνδότερα βάθη τῆς καλωσύνης ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸν Πατέρα· καὶ φανέρωσε ἐν ῾Εαυτῷ τὴν πλήρωση, μὲ τὴν ὁποία ὁ κόσμος ἐπέτυχε τὴν ἀρχὴ τῆς ἀληθινῆς ὑπάρξεως. Γιατὶ ἐξαιτίας τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ τοῦ μυστηρίου τοῦ σχετικοῦ μὲ τὸν Χριστό, ὅλος ὁ χρόνος καὶ ὅλα ὅσα εἶναι ἐν χρόνῳ βρῆκαν τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς ὑπάρξεώς τους ἐν Χριστῷ. Γιατὶ πρὶν ἀπὸ τὸν χρόνο τέθηκε μυστικὰ ὡς σκοπὸς μιὰ ἕνωση τῶν αἰώνων, τοῦ ὁρισμένου καὶ τοῦ ᾿Απροσδιόριστου, τοῦ μετρητοῦ καὶ τοῦ ᾿Αμέτρητου, τοῦ πεπερασμένου καὶ τοῦ ᾿Απείρου, τῆς δημιουργίας καὶ τοῦ Δημιουργοῦ, τῆς κινήσεως καὶ τῆς ἀκινησίας—μιὰ ἕνωση ποὺ φανερώθηκε ἐν Χριστῷ κατὰ τοὺς τελευταίους τούτους καιροὺς» (M., P.G., XC/90, 621, Α-Β). Πρέπει κανεὶς νὰ διακρίνει μὲ πολλὴ προσοχὴ ἀνάμεσα στὴν αἰώνια ὕπαρξη τοῦ Λόγου, στοὺς κόλπους τῆς ῾Αγίας Τριάδας, καὶ στὴν «οἰκονομία» τῆς Σαρκώσεώς Του. ῾Η «πρόγνωση» σχετίζεται ἀκριβῶς μὲ τὴ Σάρκωση: «῾Επομένως ὁ Χριστὸς προγνωρίστηκε, ὄχι ὅπως ἦταν κατὰ τὴν φύση Του, ἀλλὰ ὅπως ἐμφανίστηκε ἀργότερα σαρκωμένος γιὰ χάρη μας σύμφωνα μὲ τὴν τελικὴ οἰκονομία» (M., P.G., XC/90, 624D). ῾Ο «ἀπόλυτος προορισμὸς» τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται πολὺ καθαρά16. Αὐτὴ ἡ πεποίθηση συμφωνοῦσε ἀπόλυτα μὲ τὸ γενικὸ πνεῦμα τοῦ θεολογικοῦ συστήματος τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου, ὁ ὁποῖος ἐπανέρχεται στὸ πρόβλημα σὲ πολλὲς περιπτώσεις, καὶ στὶς ἀπαντήσεις του πρὸς Θαλάσσιον καὶ στὰ «᾿Αμφιβαλλόμενά» του. Γιὰ παράδειγμα στὸ ᾿Εφεσ. αʹ 9 ὁ ῞Αγιος Μάξιμος λέγει: «(᾿Απὸ αὐτὴ τὴν Σάρκωση καὶ ἀπὸ τὴν ἐποχή μας) αὐτὸς μᾶς ἔδειξε γιὰ ποιό σκοπὸ δημιουργηθήκαμε καὶ ὅτι τὸ μέγιστο ἀγαθὸ γιὰ μᾶς θὰ εἶναι ἀπὸ τὸν Θεὸ πρὸ τῶν αἰώνων» (M., P.G., XC/90, 1097C). ᾿Απὸ τὴν ἴδια τὴν σύστασή του ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται μέσα του «τὸ μεγάλο μυστήριο τοῦ σκοποῦ τοῦ Θεοῦ», τὴν τελικὴ ὁλοκλήρωση τῶν πάντων «ἐν τῷ Θεῷ». ῾Η ὅλη ἱστορία τῆς Θείας Προνοίας γιὰ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο διαιρεῖται σὲ δύο μεγάλες περιόδους: ἡ πρώτη κορυφώνεται στὴν Σάρκωση τοῦ Λόγου καὶ εἶναι ἡ ἱστορία τῆς συγκαταβάσεως τοῦ Θεοῦ («μέσα ἀπὸ τὴν Σάρκωση»)· ἡ δεύτερη εἶναι ἡ ἱστορία τῆς ἀναβάσεως τοῦ ἀνθρώπου στὴν δόξα τῆς θεώσεως, μιὰ ἐπέκταση, τρόπον τινά, τῆς Σαρκώσεως σ᾿ ὁλόκληρη τὴν δημιουργία. «Γι᾿ αὐτὸ μποροῦμε νὰ διαιρέσουμε τὸ χρόνο σὲ δύο τμήματα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιό του, καὶ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε καὶ τὰ δυό, δηλαδὴ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀνήκουν στὸ μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀφοροῦν τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς χάριτος... καὶ γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ συντομία: καὶ ἐκεῖνες τὶς ἐποχὲς ποὺ ἀφοροῦν τὴν κάθοδο τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἐκεῖνες ποὺ σημειώνουν τὴν ἔναρξη τῆς ἀνόδου τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεό... ῎Η, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε ἀκόμα καλύτερα, ἡ ἀρχή, τὸ μέσο καὶ τὸ τέλος ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐκείνων ποὺ ἔχουν περάσει, ἐκείνων ποὺ ἀνήκουν στὸ παρόν, καὶ ἐκείνων ποὺ πρόκειται ἀκόμα νὰ ἔλθουν, εἶναι ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστὸς» (M., P.G., XC/90, 320, B-C). ῾Η τελικὴ ὁλοκλήρωση συνδέεται κατὰ τὴν ἄποψη τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου μὲ τὴν πρωταρχικὴ δημιουργικὴ θέληση καὶ τὸν πρωταρχικὸ δημιουργικὸ σκοπὸ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἑπομένως ἡ ὅλη ἀντίληψή του εἶναι αὐστηρὰ «θεοκεντρική», καὶ συγχρόνως «Χριστοκεντρική». ῞Ομως, αὐτὸ δὲν ἐπισκοτίζει καθόλου τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τῆς ἁμαρτίας, τῆς τέλειας ἀθλιότητας τῆς ἁμαρτωλῆς ὑπάρξεως. ῾Η μεγάλη ἔμφαση δίνεται πάντοτε ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο στὴν μεταστροφὴ καὶ τὴν κάθαρση τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως, στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν καὶ τοῦ κακοῦ. ᾿Αλλὰ βλέπει τὴν τραγωδία τῆς πτώσεως καὶ τὴν ἀποστασία τῶν δημιουργημάτων μέσα στὴν εὐρύτερη προοπτικὴ τοῦ ἀρχικοῦ σχεδίου τῆς Δημιουργίας17. ΙV. ΠΟΙΑ εἶναι ἡ πραγματικὴ βαρύτητα τῆς μαρτυρίας τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου; ῏Ηταν αὐτὴ τίποτα περισσότερο ἀπὸ μιὰ «προσωπική του γνώμη», καὶ ποιό εἶναι τὸ κύρος τέτοιων «γνωμῶν»; Εἶναι τελείως σαφὲς ὅτι στὸ θέμα τοῦ πρώτου καὶ ὕψιστου «κινήτρου» τῆς Σαρκώσεως καμιὰ ἄλλη ἀπάντηση δὲν μπορεῖ νὰ δοθεῖ παρὰ μόνο μιὰ «ὑποθετικὴ» (ἢ «ἁρμόζουσα» [convenient]) ἀπάντηση. Πολλές, ὅμως, δογματικὲς προτάσεις εἶναι ἀκριβῶς τέτοιες ὑποθετικὲς προτάσεις ἢ «θεολογούμενα» 18. Καὶ φαίνεται ὅτι ἡ «ὑπόθεση» μιᾶς Σαρκώσεως ἀνεξάρτητης ἀπὸ τὴν πτώση τοὐλάχιστον εἶναι θεμιτὴ μέσα στὸ σύστημα τῆς ᾿Ορθόδοξης θεολογίας καὶ ταιριάζει πολὺ καλὰ μέσα στὸ γενικὸ πνεῦμα τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων. Μιὰ ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση στὸ θέμα τοῦ «κινήτρου» τῆς Σαρκώσεως μπορεῖ νὰ δοθεῖ μόνο μέσα στὸ πνευματικὸ κλίμα τοῦ γενικοῦ δόγματος περὶ τῆς Δημιουργίας.

1. ᾿Επιστολὴ 101, Πρὸς Κληδόνιον (M., P.G., 37, στλ. 118).
2. ᾿Επίσκοπος B.F. Westcott, «The Gospel of Greation» εἰς The Epistles of St. John, The Greek Text with notes and essays, Τρίτη ἔκδοση (Macmillan, 1892), σελ. 288.
3. Rupertus Tuitensis, De Gloria et honore Filii hominis super Matthaeu, lib. 13 (M., P.L., 148, στλ. 1628): «᾿Εδῶ κατ᾿ ἀρχὴν πρέπει νὰ ρωτήσουμε ἂν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, στὸν ῾Οποῖον ἀναφέρεται ἡ παροῦσα ὁμιλία, θὰ γινόταν ἄνθρωπος ἢ ὄχι, ἀκόμα κι᾿ ἂν ἡ ἁμαρτία, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας ὅλοι πεθαίνουμε, δὲν εἶχε μεσολαβήσει. Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι Αὐτὸς δὲ θὰ εἶχε γίνει θνητὸς καὶ δὲ θὰ εἶχε ἀναλάβει ἕνα θνητὸ σῶμα, ἂν ἡ ἁμαρτία δὲν συνέβαινε καὶ δὲν γινόταν ἡ αἰτία νὰ γίνει ὁ ἄνθρωπος θνητός· μόνο ἕνας ἄπιστος μπορεῖ νὰ τὸ ἀγνοεῖ αὐτό. Τὸ ἐρώτημα εἶναι: αὐτὸ θὰ συνέβαινε, καὶ θὰ ἦταν κατὰ κάποιο τρόπο ἀναγκαῖο γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος ὁ Θεός, ὁ ᾿Αρχηγὸς καὶ ὁ Βασιλιὰς ὅλων, ὅπως Αὐτὸς εἶναι τώρα; Ποιά θὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση;».
῾Ο Rupert ὕστερα παραθέτει ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Αὐγουστίνο γιὰ τὸν αἰώνιο προορισμὸ τῶν ἁγίων (De Civitate Dei, 14.23) καὶ συνεχίζει: «ἀφοῦ, σχετικὰ μὲ τοὺς ἁγίους καὶ ὅλους τοὺς ἐκλεκτοὺς δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ὅλοι θὰ ἀνευρεθοῦν, μέχρι τὸν ἀριθμὸ ποὺ ὁρίστηκε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὸ ὁποῖο λέγει εὐλογώντας, πρὸ τῆς ἁμαρτίας, ῾῾αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε᾿᾿, καὶ εἶναι παράλογο νὰ σκεφθοῦμε ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀναγκαία γιὰ νὰ ἀποκτηθεῖ αὐτὸς ὁ ἀριθμός, τί θὰ πρέπει νὰ σκεφθοῦμε γι᾿ αὐτὴν τὴν κεφαλὴ καὶ Βασιλιὰ ὅλων τῶν ἐκλεκτῶν, ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, παρὰ ὅτι δὲν εἶχε κανένα ἀναγκαῖο λόγο γιὰ νὰ γίνει ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ὅτι ἡ ἀγάπη Του ῾῾ἑνευφραίνετο ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων᾿᾿ (Παροιμ. ηʹ 31)».
Πρβλ. ἐπίσης De Glorificatione Trinitatis, βιβλ. 3.20 (M., P.L., 169, στλ. 72):
«Λοιπόν, λέμε μὲ κάθε πιθανότητα, ὄχι τόσο ὅτι ὁ ἄνθρωπος (ἔγινε) γιὰ νὰ συμπληρώσει τὸν ἀριθμὸ τῶν ἀγγέλων (δηλ. γιὰ κείνους ποὺ εἶχαν ἐκπέσει), ἀλλ᾿ ὅτι καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν ἐξαιτίας ἑνὸς ἀνθρώπου, τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, οὕτως ὥστε, ὅπως Αὐτὸς ὁ ῎Ιδιος γεννήθηκε Θεὸς ἐκ Θεοῦ καὶ ἐπρόκειτο νὰ εὑρεθεῖ ἄνθρωπος, νὰ μποροῦσε νὰ ἔχει μιὰ οἰκογένεια ἕτοιμη κι᾿ ἀπ᾿ τὶς δυὸ πλευρές... ᾿Απὸ τὴν ἀρχή, πρὶν ὁ Θεὸς κάνει τίποτε, ἦταν στὸ σχέδιό Του ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ὁ Λόγος, νὰ γίνει ῾῾σάρξ᾿᾿, καὶ νὰ κατοικήσει ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους μὲ μεγάλη ἀγάπη καὶ τὴν πιὸ βαθιὰ ταπείνωση, ποὺ εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀληθινὰ Τὸν εὐφραίνουν» (καὶ πάλι ὑπαινιγμὸς στὸ Παροιμ. ηʹ 31).
4. Honorius of Autun, Libellus octo quaestionum de angelis et homine, κ. 2 (M. P.L., 172, στλ. 72): «Καὶ ἑπομένως ἡ ἁμαρτία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου δὲν ἦταν ἡ αἰτία τῆς ᾿Ενσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ· μᾶλλον, αὐτὴ ἦταν ἡ αἰτία τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταδίκης. ῾Η αἰτία τῆς ᾿Ενσαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ ἦταν ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου νὰ θεωθεῖ. Εἶχε προοριστεῖ πράγματι ἀπὸ τὸ Θεὸ προαιωνίως ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορεῖ νὰ θεωθεῖ, γιατὶ ὁ Κύριος εἶπε, ῾῾Πάτερ, ᾿Εσὺ ἠγάπησας αὐτοὺς πρὸ καταβολῆς κόσμου᾿᾿ [πρβλ. ᾿Ιωάν. ιζʹ 24· ἔχει «μὲ» ἀντὶ «αὐτούς»], αὐτούς, δηλαδὴ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι θεώθηκαν μέσῳ ᾿Εμοῦ... ῏Ηταν ἀναγκαῖο, ἑπομένως, γι᾿ Αὐτὸν νὰ σαρκωθεῖ, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νὰ μπορέσει νὰ θεωθεῖ, καὶ ἔτσι δὲν βγαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἦταν ἡ αἰτία τῆς ᾿Ενσαρκώσεώς Του, ἀλλὰ βγαίνει πολὺ πιὸ λογικὰ ὅτι ἡ ἁμαρτία δὲν μποροῦσε νὰ μεταβάλει τὸ
σχέδιο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου· ἀφοῦ πράγματι καὶ ἡ αὐθεντία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ ὁ καθαρὸς λόγος διακηρύσσουν ὅτι ὁ Θεὸς θὰ προσλάμβανε τὸν ἄνθρωπο ἀκόμα κι᾿ ἂν ὁ ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶχε ἁμαρτήσει».
5. Alexander Halensis, Summa theologica, ἔκδ. ad. Claras Aquas, dist., 3, qu. 3, m. 3·
Albertus Magnus, In 3, 1. Sententiarum, dist. 20, art. 4 ἔκδ. Borgnet, τ. 28, 361:
«Σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐρώτηση πρέπει νὰ λεχθεῖ ὅτι ἡ λύση εἶναι ἀβέβαιη, ἀλλὰ ὅσο μπορῶ νὰ ἐκφράσω μιὰ γνώμη, πιστεύω ὅτι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ εἶχε γίνει ἄνθρωπος, ἔστω κι᾿ ἂν ἡ ἁμαρτία δὲ συνέβαινε ποτέ».
6. Duns Scotus, Opus Oxoniense, 3, dist. 7, qu. 4, schol. 2, ἔκδ. Wadding, τ. 11.1, σελ. 451: «Λέγω, ἐν τούτοις, ὅτι ἡ Πτώση δὲν εἶναι ἡ αἰτία τοῦ προορισμοῦ τοῦ Χριστοῦ. Πράγματι, ἀκόμα κι᾿ ἂν δὲν εἶχε πέσει ἕνας ἄγγελος, ἢ ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Χριστὸς θὰ εἶχε πάλι προορισθεῖ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο—ἔστω κι᾿ ἄν ἄλλοι δὲν εἶχαν δημιουργηθεῖ, παρὰ μόνο ὁ Χριστός. Αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύω ὡς ἑξῆς: ὁποιοσδήποτε ἐπιθυμεῖ μεθοδικὰ κατὰ πρῶτον ἐπιθυμεῖ ἕνα σκοπό, καὶ ὕστερα πιὸ ἄμεσα, ἐκεῖνα τὰ πράγματα ποὺ εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ σκοπό.
᾿Αλλὰ ὁ Θεὸς ἐπιθυμεῖ μεθοδικότατα· ἑπομένως ἐπιθυμεῖ ὡς ἑξῆς: πρῶτα ἐπιθυμεῖ τὸν ῾Εαυτό Του, καὶ κάθε τι ποὺ ἐνυπάρχει στὸν ῾Εαυτό Του· πιὸ
ἄμεσα, ὅσο ἀφορᾶ τὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστοῦ.
῾Επομένως, σχετικὰ μὲ ὁποιαδήποτε ἀξία καὶ πρὶν νὰ προβλεφθεῖ ὁποιαδήποτε ἀξία, Αὐτὸ (ὁ Θεὸς) προβλέπει ὅτι ὁ Χριστὸς πρέπει νὰ ἑνωθεῖ μαζί Του μὲ μιὰ οὐσιαστικὴ ἕνωση... ῾Η διευθέτηση καὶ ὁ προορισμὸς ἀφορᾶ κατὰ πρῶτον τοὺς ἐκλεκτούς, καὶ ὕστερα γίνεται κάτι σχετικὸ μὲ τοὺς κατακριθέντες, ὡς μιὰ δεύτερη πράξη, μή, τυχὸν κάποιος χαρεῖ σὰν νὰ ἦταν γι᾿ αὐτὸν ἕνα κέρδος ἡ ἀπώλεια ἑνὸς ἄλλου· ἑπομένως, πρὶν ἀπὸ τὴν προβλεπόμενη Πτώση, καὶ πρὶν ἀπὸ κάθε ἀπαξία, ἡ ὅλη πορεία σχετικὰ μὲ τὸ Χριστὸ εἶχε προβλεφθεῖ... Γι᾿ αὐτὸ λέγω τὸ ἑξῆς: πρῶτα, ὁ Θεὸς ἀγαπᾶ τὸν ῾Εαυτό Του· δεύτερο, ἀγαπᾶ τὸν ῾Εαυτό Του διὰ μέσου τῶν ἄλλων, καὶ αὐτὴ ἡ ἀγάπη Του εἶναι ἁγνή· τρίτο ἐπιθυμεῖ νὰ ἀγαπηθεῖ ἀπὸ ἕναν ἄλλον, ἕναν ποὺ μπορεῖ νὰ Τὸν ἀγαπήσει στὸν ὕψιστο βαθμὸ (μιλώντας γιὰ τὴν ἀγάπη κάποιου ἐξωτερικοῦ)· τέταρτο προβλέπει τὴν ἕνωση ἐκείνης τῆς φύσεως ποὺ ἔπρεπε νὰ Τὸν ἀγαπᾶ στὸν ὕψιστο βαθμό, ἂν καὶ κανένας δὲν εἶχε πέσει [δηλαδή, ἀκόμα κι᾿ ἂν κανένας δὲν εἶχε πέσει]... καί, ἄρα, πέμπτο, βλέπει ἕναν ἐρχόμενο Μεσίτη ὁ ὁποῖος θὰ πάθει καὶ θὰ λυτρώσει, τὸ λαό Του· Δὲ θὰ εἶχε ἔλθει ὡς μεσίτης, νὰ πάθει καὶ νὰ λυτρώσει, παρὰ μόνο ἂν κάποιος πρῶτα εἶχε ἁμαρτήσει, παρὰ μόνο ἂν ἡ δόξα τῆς σαρκὸς εἶχε φουσκώσει μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, παρὰ μόνο ἂν κάτι χρειαζόταν νὰ λυτρωθεῖ· ἀλλιῶς, θὰ εἶχε ἀμέσως δοξαστεῖ ὁλόκληρος ὁ Χριστός».
῾Ο ἴδιος συλλογισμὸς εἶναι στὸ Opus Oxoniense, dist. 7, qu. 3, σχόλιο 3, Wadding 202. Βλέπε P. Raymond, «Duns Scot», στὸ Dictionnaire de la Théologie Catholique, τ. 4, σελ. 1890-1891, καὶ τὸ ἄρθρο του, «Le Motif de l’ Incarnation: Duns Scot et l’ École scotiste», εἰς Études Franciscaines (1912)· ἐπίσης R. Seeberg, Die Theologie des Johannes Duns Scotus (Leipzig 1900), σελ. 250.
7. Summa theol. 3a, qu. 1, art. 3· in 3 Sentent., dist. 1, qu. 1, art. 3.
8. Bonaventura, εἰς 3 Sentent., dist. 1, qu 2, ἔκδ. Lugduni (1668), σελ. 10-12.
9. Πρβλ. A. Michelé, «Incarnation» στὸ Dictionnaire de la Théologie Catholique, τ. 7, σελ. 1495 κ.ἑ.: John Wessel, De causis Incarnationis, βιβλ. 2, σ. 7, παρατίθεται ἀπὸ τὸν G. Ullman, Die Reformatoren von der Reformation, τ. 2 (Gotha, 1866), σελ.: 398 κ.ἑ. Γιὰ τὸν Naclantus βλέπε Westcott, ὅπου πιὸ πάνω, σελ. 312 κ.ἑ. Andreas Osiander, An Filius Dei fuit incarnatus, si peccatum non intervevenisset in mundum? Item de imagine Dei quid sit? Ex certis et evidentibus S. Scripturae testimontis et non ex philosophicis et humanae rationis cogitationibus derompta explicatio» [«῎Η ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θὰ σαρκωνόταν, ἂν ἡ ἁμαρτία δὲν παρενέβαινε στὸν κόσμο; ᾿Επίσης ποιά εἶναι ἡ μορφὴ τοῦ Θεοῦ; ᾿Απὸ σαφεῖς καὶ ὁλοφάνερες μαρτυρίες τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ ὄχι ἀπὸ φιλοσοφικοὺς συλλογισμοὺς καὶ ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο λογικὸ πρέπει νὰ δοθεῖ ἐξήγηση» (Σ.τ.Μ.)] (Monte Regia Prussiae 1550)· βλέπε I.A. Dorner, Entwicklungsgeschichte der Lehre von der Person Christi, 2 Aufl. (1853), τ. 2, σελ. 438 κ.ἑ. καὶ 438· Otto Ritschl, Dogmengeschichte des Protestantismus, τ. 2 (Leipzig 1912) σελ. 462. ῾Ο Osiander δέχτηκε τὴν
σθεναρὴ κριτικὴ τοῦ Καλβίνου, Institutio, βιβλ. 2, κ. 12, 4-7, ἔκδ. Tholuck, 1, σελ. 304-309.
10. Βλέπε, π.χ. τὴν μακρὰ συζήτηση εἰς «Dogmata Theologica» τοῦ L. Thomassin (1619-1695) στὸν τόμο 3, De Incarnatione Verbi Dei, 2, κ. 5 μέχρι 11, ἔκδ. νέα Parisiis 1866), σελ. 189-249.
῾Ο Thomassin ἀπορρίπτει τὴ Σκωτικὴ θεωρία ἁπλῶς σὰν μιὰ «ψευδαίσθηση», ποὺ ἀντικρούεται φανερὰ ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ τὴν διδασκαλία τῶν Πατέρων. Δίνει ἕνα μακρὺ κατάλογο Πατερικῶν χωρίων, κυρίως ἀπὸ τὸν ῞Αγιο Αὐγουστίνο.
῾Ο Bellarmin (1542-1621) ἀπορρίπτει αὐτὴ τὴν ἰδέα μὲ μιὰ φράση: «Γιατὶ ἂν ὁ ᾿Αδὰμ εἶχε παραμείνει σ᾿ ἐκείνη τὴν ἀθωότητα μὲ τὴν ὁποία εἶχε δημιουργηθεῖ, ἀναμφιβόλως ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν θὰ εἶχε ὑποφέρει· ῎Ισως ἀκόμα δὲ θὰ εἶχε ἀναλάβει ἀνθρώπινη σάρκα, ὅπως ἀκόμα κι᾿ ὁ ἴδιος ὁ Καλβίνος διδάσκει». De Christo, βιβλ. 5, κεφ. 10, Πρώτη Ρωμαϊκὴ ἔκδοση (Romae, 1832), τ. 1, σελ. 432.
῾Ο Petavius (1583-1652) δὲν ἐνδιαφέρθηκε πολὺ γιὰ τὴν διαμάχη: «Αὐτὸ τὸ θέμα εὐρύτατα καὶ μὲ πολλὴ φιλονικεία συζητεῖται στὶς σχολές, ἀλλά, ἐπειδὴ εἴμαστε μακριὰ ἀπὸ τὴν φιλονικεία θὰ τὸ ἐπεξηγήσουμε μὲ λίγες λέξεις». Δὲν ὑπάρχει καμιὰ μαρτυρία γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀντίληψη μέσα στὴν Παράδοση, καὶ ὁ Petavius δίνει λίγες παραπομπὲς γιὰ τὴν ἀντίθετη θέση. «Opus de Theologicis Dogmatibus», τόμος 4, De Incarnatione, βιβλ. 2, κεφ. 17, 7-12, ἔκδ. (Venetiis, 1757), σελ. 95-96.
Γιὰ τὴν Προτεσταντικὴ πλευρὰ βλέπε μιὰ σύντομη συζήτηση στὸν John Gerhard, Loci Theologici, Locus Quartus, «De Persona et Officio Christi», κεφ. 7, μὲ πολύτιμες παραπομπὲς στὴν ἀρχαιότερη φιλολογία καὶ μιὰ ἐνδιαφέρουσα συλλογὴ Πατερικῶν περικοπῶν· ἔκδ. Sd. Preuss (Berolini, 1863), τ. 1, σελ. 513-514, καὶ μιὰ εὐρύτερη συλλογὴ στὸν J.A. Quenstedt, Theologia Didactico- Polemica, sive Systema Theologicum (Wittebergae, 1961), Pars 3 καὶ 4, Pars 3, κεφ. 3, Membrum 1, Sectio 1, ᾿Ερ. 1, σελ. 108-116.
᾿Αφ᾿ ἑτέρου, ὁ Suarez (1548-1617) ὑπερασπίστηκε μιὰ συμφιλιωτικὴ ἄποψη, κατὰ τὴν ὁποία καὶ οἱ δυὸ συγκρουόμενες γνῶμες μποροῦν νὰ ὑπάρξουν μαζί. Βλέπε τὰ σχόλιά του στὴ Summa, 3α, Disput. 4, sectio 12, καὶ ὁλόκληρη τὴν Disp. 5α, Opera Omnia, ἔκδ. Berton (Parisiis, 1860), σελ. 186-266.
11. François de Sales, Traité de l’ amour de Dieu, βιβλ. 2, κεφ. 4 καὶ 5, εἰς Oeuvres, édition complète, τ. 4 (Annecy, 1894) σελ. 99 κ.ἑ. καὶ 102 κ.ἑ. Malcbranche, Entretiens sur la Métaphysique et sur la Religion, ἔκδοση κριτικὴ ἀπὸ τὸν Armand Cuvillier (Paris, 1948), τόμος 2, Entretien 9, 6, σελ. 14: «Qui assurement l’ Incarnation du Verbe est le premier et le principal des desseins de Dieu: c’ est ce qui justifie sa conduite» [«᾿Ασφαλῶς ἡ ᾿Ενσάρκωση τοῦ Λόγου εἶναι ὁ πρῶτος καὶ ὁ κύριος ἀπὸ τοὺς σκοποὺς τοῦ Θεοῦ· αὐτὴ δικαιολογεῖ τὸν τρόπο συμπεριφορᾶς του» (Σ.τ.Μ.)]· Traité de la Nature et de la Grâce (Rotterdam, 1712), Λόγος 1, 1, σελ. 2· Δεύτερη Διευκρίνηση, σελ. 302 κ.ἑ. Réflexions sur la Prémotion Physique (Paris, 1715), σελ. 300: «Il suit évidemment, ce me semble, de ce que je viens de dire, que le premier et le principal dessein de Dieu dans la création, est l’ Incarnation du Verbe: puisque Jesus Christ est le premier en toutes choses.: . et qu’ ainsi, quand l’ homme n’ aurait point péché, le Verte se serait incarné»
[«Προκύπτει σαφῶς, μοῦ φαίνεται, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ λέγω, ὅτι ὁ πρῶτος καὶ κύριος σκοπὸς τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν δημιουργία εἶναι ἡ ᾿Ενσάρκωση τοῦ Λόγου: ἐπειδὴ ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ πρῶτος ῾῾ἐν πᾶσι᾿᾿... καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος δὲ θὰ εἶχε καθόλου ἁμαρτήσει, ὁ Λόγος θὰ ἐνσαρκωνόταν»
(Σ.τ.Μ.)]· πρβλ. σελ. 211 καὶ σποραδικά.
Βλέπε γιὰ περισσότερες πληροφορίες: J. Vidgrain, Le Christianisme dans la
philosophie de Malebranche (Paris 1923), σελ. 99 κ.ἑ. καὶ 112 κ.ἑ. H. Gouhier,
La Philosophie de Malebranche et son Expéeience Religieuse (Paris, 1926), σελ.
22 κ.ἑ.· J. Maydien, «La Création du Monde et l’ Incarnation du Verbe dans la
Philosophie de Malebranche», εἰς Bulletin de Littétarure Ecclésiastique (Toulouse,
1935).
Εἶναι ἀξιομνημόνευτο ὅτι καὶ ὁ Leibniz θεωροῦσε τὴν ᾿Ενσάρκωση σὰν
ἕνα ἀπόλυτο σκοπὸ στὴν δημιουργία· βλέπε παραπομπὲς ἀπὸ τὰ ἀδημοσίευτα
κατάλοιπά του εἰς J. Baruzi, Leibniz et l’ Organization religieuse de la Terre
(Paris, 1907), σελ. 273-274.
12. ῾Η Σκωτικὴ ἄποψη ἔχει ἐκτεθεῖ ἀπὸ ἕνα Φραγκισκανό, τὸν Πατέρα Χρυσό-
στομο, στὰ δυό του βιβλία: Christus Alpha et Omega, seu de Christi universali
regno (Lille, 1910, δημοσιευμένο χωρὶς τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα) καὶ Le
Motif de l’ Incarnation et les principaux thomistes contemporains (Tours, 1921).
Τὸ δεύτερο ἦταν ἀπάντηση στοὺς ἐπικριτές, μέσα στὴν ὁποία συγκέντρωσε
ἕναν ἐντυπωσιακὸ ἀριθμὸ Πατερικῶν χωρίων.
῾Η Θωμιστικὴ ἄποψη ὑποστηρίχθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα E. Hogon, Le Mystère
de l’ Incarnation (Paris, 1913), σελ. 63 κ.ἑ., καὶ τὸν Πατέρα Paul Galtier, S.J.,
De Incarnatione et Redemptione (Parisiis, 1926)· βλέπε ἐπίσης Πατέρα Hilair
de Paris, Cur Deus Homo? Dissertatio de motivo Incarnationis (Lyons, 1867)
[περιλαμβάνει ἀνάλυση Πατερικῶν χωρίων ἀπὸ Θωμιστικὴ ἄποψη]. Πρβλ.
ἐπίσης τὴν εἰσαγωγὴ στὸ βιβλίο τοῦ Dr. Aloysius Spindler, Cur Verbum, caro
factum? Das Motiv der Menschwerdung und das Verhältnis der Erlösung zur
Menschwerdung in den christologischen Glaubenskämpfen des vierten und füntem
christlichen Jahrjunderts (Paderborn, 1938) [«Forschnungen zur christlichen
Literatur-und Dogmengeschichte», hsgg. Von A. Ehrhard und Dr. J.P. Kirsch, τ. 18,
Τεῦχος 2].
13. Βλέπε σημείωση 1 πιὸ πάνω.
14. p. Sergii Bulgakov, Agnets Bozhii (Paris, 1933), σελ. 191 κ.ἑ. (στὰ Ρωσικά).
Γαλλικὴ μετάφραση, Du Verbe Incarné (Paris, 1943).
15. ῾Ο De. Spindler ἦταν ὁ μόνος μελετητὴς τοῦ προβλήματος ποὺ χρησιμοποίησε
τὴ σωστὴ ἱστορικὴ μέθοδο κατὰ τὴν χρήση τῶν κειμένων.
16. Πρβλ. Hans Urs von Balthasar, Liturgie Cosmique: Maxime le Confesseur (Paris,
Αυβιες, 1947), σελ. 204-205· ὁ πατὴρ Balthasar παραθέτει τὸ Qu. Ad Talass.
60 καὶ προσθέτει ὅτι ὁ ῞Αγιος Μάξιμος θὰ ἔπαιρνε τὴν Σκωτικὴ ἄποψη
στὴν σχολαστικὴ διένεξη, ὅμως μὲ μιὰ σημαντικὴ ἐπιφύλαξη: «Maxime de
reste est totalement étranger au postulat de ce débat scholastique qui imagine la
possibilité d’ un autre ordre du monde sans péché et totalement irréel. Pour lui la
'volonté prèexistante' de Dieu est identique au monde des 'idées' et des 'possibles': l’
ordre des essences et l’ ordre des faits coincident en ce point suprème» [«῾Ο Μάξιμος
ἄλλωστε ἐντελῶς ξένος στὸ θέμα αὐτῆς τῆς σχολαστικῆς συζητήσεως, ἡ
ὁποία ἐπινοεῖ τὴν πιθανότητα μιᾶς ἄλλης τάξεως τοῦ κόσμου χωρὶς ἁμαρτία
καὶ ἐξ ὁλοκλήρου μὴ πραγματικῆς. Γι᾿ αὐτὸν ἡ ῾῾προϋπάρχουσα θέληση᾿᾿
τοῦ Θεοῦ εἶναι ταυτόσημη μὲ τὸν κόσμο τῶν ῾῾ἰδεῶν᾿᾿ καὶ τῶν ῾῾πιθανῶν᾿᾿: ἡ
τάξη τῶν οὐσιῶν καὶ ἡ τάξη τῶν γεγονότων ταυτίζονται σ᾿ αὐτὸ τὸ ὕψιστο
σημεῖο» (Σ.τ.Μ.)]· (στὴν Γερμανικὴ ἔκδοση, Kosmische Liturgie, σελ. 267-
268). Βλέπε ἐπίσης Dom Polycarp Sherwood, O.S.B.,«The Earlier Ambigua of
Saint Maximus the Confessor», εἰς Studia Anselmiana (Romae, 1955), fasc. 36, κ.
4, σελ. 155 κ.ἑ.
17. ῾Η καλύτερη ἔκθεση τῆς θεολογίας τοῦ ῾Αγίου Μαξίμου εἶναι τοῦ S.L.
Epifanovich, St. Maximus the Confessor and Byzantine Theology (Kiev, 1915· στὰ
Ρωσσικά)· πρβλ. ἐπίσης τὸ κεφάλαιο γιὰ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο στὸ βιβλίο μου:
The Byzantine Fathers (Paris, 1933), σελ. 20-227 (στὰ Ρωσσικά).
– 15 –
᾿Εκτὸς ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Πατρὸς von Balthasar, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο παραθέσαμε
πιὸ πάνω ἕνα χωρίο, μπορεῖ κανεὶς νὰ ὠφεληθεῖ συμβουλευόμενος τὴν
«Εἰσαγωγὴ» τοῦ Dom Polycarp Sherwood στὴν μετάφρασή του τοῦ ἔργου τοῦ
῾Αγίου Μαξίμου: The Four Centuries on Charity, Ancient Christian Writers, No. 21
(London καὶ Westminster, Md., 1955). Βλέπε ἐπίσης Lars Thunberg, Microcosm
and Mediator: The Theological Anthropology of Maximus the Confessor (Lund,
1965).
18. Βλέπε τὸν ὁρισμὸ τοῦ ὅρου «θεολογούμενα» ποὺ δίνει ὁ Bolotov, Thesen
über das «Filioque», ποὺ ἀρχικὰ δημοσιεύτηκε χωρὶς τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα
(«von einem russischen Theologen») στὴν Revue Internationale de Théologie, No.
24 (᾿Οκτ.-Δεκ. 1898), σελ. 682: «Man kann fragen, was ich unter Theologoumenon
verstehe? Seinem Wessen nach ist es auch eine theologische Meinug, aber eine
theologische Meinung derer, welche für einen jeden “Katholiken” mehr bedeuten als
gewöhnliche Theologen; es sind die theologische Meinungen der hl. Väter der einen
ungeteilten Kirche; es sind die Meinungen der Männer, unter denen auch die mit
Recht “hoi didaskaloi tês oikoumenês” genannten sich befinden» [«Μπορεῖ κανεὶς
νὰ ρωτήσει τί ἐννοῶ μὲ τὸ ῾῾θεολογούμενον᾿᾿; Κατὰ τὴν οὐσία του εἶναι κι᾿
αὐτὸ μιὰ θεολογικὴ γνώμη, ἀλλὰ θεολογικὴ γνώμη ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι γιὰ
κάθε ῾῾Καθολικὸ᾿᾿ (Σ.τ.Μ.=᾿Ορθόδοξο) σημαίνουν περισσότερο ἀπὸ συνήθεις
θεολόγους· εἶναι οἱ θεολογικὲς γνῶμες τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς μιᾶς ἀδιαί-
ρετης ᾿Εκκλησίας· εἶναι οἱ γνῶμες τῶν ἀνδρῶν ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους
βρίσκονται οἱ δίκαια ὀνομαζόμενοι ῾῾οἱ Διδάσκαλοι τῆς Οἰκουμένης᾿᾿»
(Σ.τ.Μ.)].
Κανένα «θεολογούμενον» δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσει τίποτα περισσότερο
ἀπὸ μιὰ «πιθανότητα», καὶ κανένα «θεολογούμενον» δὲν μπορεῖ νὰ γίνει
δεκτὸ ἂν ἔχει ἀπορριφθεῖ καθαρὰ ἀπὸ μιὰ αὐθεντικὴ ἢ «δογματικὴ» διατύπωση
τῆς ᾿Εκκλησίας..


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου







free counters

ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΤΑ ΕΚΤΡΟΠΑ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ

ΤΑ ΕΚΤΡΟΠΑ ΤΗΣ ΡΑΒΕΝΝΑΣ

Η ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΠΙΚΟΥΣ

Η ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΘΕΙΑ ΜΕΤΑΛΗΨΗΣ ΣΤΟΥΣ ΠΑΠΙΚΟΥΣ